14 Δεκεμβρίου 2011

Melancholia - 2011


Βγαίνοντας από την αίθουσα μετά την προβολή της ταινίας του Lars Von Trier Melancholia, νιώθεις θυμωμένη. Ήμουν θυμωμένη γι’ αυτό που βίωσα, γι’ αυτό που δεν μπορούσα να καταλάβω, θυμωμένη που με το που θα εξέφραζα κριτική για τον θρύλο Lars Von Trier θα εισέπραττα στην καλύτερη περίπτωση αντιρρήσεις, στη χειρότερη χλευασμό.
Η ταινία διαπραγματεύεται την επερχόμενη σύγκρουση ενός φανταστικού πλανήτη, Melancholia, μέσα από την ανάδειξη των χαρακτήρων δύο αδελφών, την σχέση μεταξύ τους , την ένταξή τους στην άμεση οικογένειά τους, και ίσως  με ένα ελάχιστο φωτισμένο, από το σκηνοθέτη, ευρύτερο περίγυρο.
Ουσιαστικά πρόκειται για μια ταινία με τρία μέρη. Ο πρόλογος, ή κατά τα Ομηρικά έπη το προοίμιο, ο οποίος ομολογουμένως σου προκαλεί δέος και σε καθηλώνει τόσο με την μαγεία των εικόνων, όσο και με την μουσική του Wagner, κυρίως με το μυστήριο που σε προϊδεάζει για το τι θα ακολουθήσει και εσύ θα λύσεις.
Οι αδελφές Justine (Kristen Dunst) και Claire (Charlotte Gainsbourg) αποτελούν τα δύο επόμενα και μόνα κεφάλαια του ψυχογραφήματος με επικά χαρακτηριστικά.
Η μεν Justine παρακολουθώντας την βαρετή δεξίωση γάμου, της διαπιστώνουμε ότι ήδη έχει συναντήσει την «Μελαγχολία», γιατί αλλιώς πώς να εξηγηθεί η αγένεια, η αδιαφορία και η σκληρότητα, με ερωτηματικά, που επιδεικνύει, το ανερμάτιστο της συμπεριφοράς και η εκ των υστέρων επιβεβαίωση των προϊδεασμών της περί του τέλους. Αδιάφορο έως κουραστικό το πρώτο μέρος. Με μια Kristen που ρόλος και αυτή είναι δύο ξεχωριστά πράγματα. Παραμένεις και την ακολουθείς, οι άνδρες φαντάζομαι με το συν της ομορφιάς της, οι γυναίκες με το μείον αυτής, αλλά με έντονη την επιθυμία του πού οδηγείται – οδηγούμεθα. Στο κεφάλαιο Justine έχουμε συνοπτικά και μια απάντηση για το πως και πόσο ευθύνονται οι γονείς για τη διαμόρφωση τόσο των χαρακτήρων μας όσο και για τη διαμόρφωση των ενδοοικογενειακών σχέσεων, μεσω των δικών της γονιών και την σχέση μεταξύ τους και μαζί τους.
Στο δεύτερο κεφάλαιο Claire, όλα κυλούν με τάξη, οργάνωση, οικογενειακή γαλήνη τέτοια που επιτρέπει να βρει στέγη και γιατρειά η Justine, ήδη επιβαρυμένη με μελαγχολία. Η απόλυτη τάξη και γαλήνη, το ειδυλλιακό περιβάλλον, παρά τις διαβεβαιώσεις των επισήμων και λάτρη αυτών συζύγου της Claire, απειλείται από την επερχόμενη σύγκρουση με τον πλανήτη Melancholia.
Ο γιος της ClaireLeo, η ελπίδα του Lars, ως η νεότητα να δύναται να ακυρώσει τα επιτεύγματα των επιστημών μέσα από την αγάπη για το μέλλον.
Η απειλή του επερχόμενου τέλους οδηγούν σε απεγνωσμένες, κινήσεις, σπασμωδικές αντιδράσεις, αποτελεί αιτία  κατάθλιψης, ανησυχητικό δείγμα της εποχής. Ο πανικός στην αυτοκτονία.  Η Πυθία Kristen θα οδηγήσει με νηφαλιότητα αδελφή κι ανεψιό σε μια υπό έλεγχο και αξιοπρέπεια αντιμετώπιση του αναπόφευκτου και ήδη νομοτελειακά τετελεσμένου.
Τώρα οι απορίες παραμένουν. Πού προβλήθηκε η αδιαφορία και ο  εφησυχασμός του σύγχρονου ανθρώπου γι’ αυτήν την καταστροφή, όπως αναφέρθηκε. Ή μήπως δεν είναι ευθύνη των κατοίκων αυτού του πλανήτη Γη η αναπόφευκτη καταστροφή τους;
Απορία επίσης παραμένει ο προβληματισμός και το αδιέξοδο. Δηλαδή είτε γνωρίζεις, προβλέπεις και τρελαίνεσαι, ή εθελοτυφλείς και βρίσκεσαι ενώπιον ειλημμένης καταστροφής.
Τελευταία απορία, προς τι η τόση χλιδή του περιβάλλοντος χώρου, (Trier explained that the visual style he aimed at in Melancholia was "a clash between what is romantic and grand and stylized and then some form of reality")  η εκτυφλωτική ομορφιά του τοπίου, της Kristen; Μήπως η άνευ όρων λατρεία αυτών μας οδηγεί νομοτελειακά στην καταστροφή;

Οι υπόλοιποι συντελεστές:
Kiefer Sutherland, Charlotte Rampling, John Hurt, Alexander Skarsgard, Stellan Skarsgard, Brady Corbet, Udo Kier, James Cagnard, Jesper Chistensen, Stefan Cronwall, Deborah Fronko, Cameron Spurr.
Σκηνοθέτης και σεναριογράφος: Lars Von Trier
Μουσική: Wilhelm Richard Wagner (Tristan und Isolde)

8 Δεκεμβρίου 2011

Πορτοκάλια στον Ήλιο (Oranges and Sunshine) - 2010

Ένα από τα πιο επώδυνα σκάνδαλα των νεότερων χρόνων, την οργανωμένη απέλαση παιδιών, στις 10ετίες ’50 –‘60 από το Ηνωμένο Βασίλειο στην Αυστραλία αποκάλυψε η Margaret Humphreys, κοινωνική λειτουργός από το Nottingham, το 1980.
Αυτό έκανε ταινία το 2010 ο Jim Loach σε σενάριο της Rona Munro με πρωταγωνιστές τους Emily Wation, David Wenham, Hugo Weaving.

Υπερπηδώντας αλλεπάλληλα εμπόδια κι αψηφώντας αμέτρητους κινδύνους η Margaret αποκάλυψε και έδωσε στη δημοσιότητα αυτή την τραγωδία, ενώ βοήθησε χιλιάδες οικογένειες να ανταμώσουν, να ενωθούν μετά από χρόνια χωρισμού, πίκρας και μοναξιάς.

Ο Jim Loach επιχείρησε με την ταινία να παρουσιάσει αυτήν την τραγωδία βήμα βήμα, δίνοντας χώρο στους ίδιους τους τραγωδούς και τις συνισταμένες του δράματος. Κρατάει απόσταση από καταγγελίες. Αφήνει αναπάντητη την αιτία και το λόγο της απέλασης. Μένει στον αγώνα του ατόμου απέναντι στο σύστημα, της κοινωνικής λειτουργού απέναντι στην κυβέρνηση, στην εκκλησία, στην έλξη των ατόμων να εκμεταλλευτούν την σκανδαλοθηρική προσέγγιση των μέσων ενημέρωσης, απέναντι στο δράμα των «απελαθέντων». Κυρίως εστιάζει στην πραγματικότητα, στις κατακερματισμένες προσωπικότητες των πρωταγωνιστών αυτού του απάνθρωπου γεγονότος, 176.000 παιδιά, λέγεται, απελάθηκαν μαζικά. Ενήλικες πια αφηγούνται αυτό που τους συνόδεψε από τα πρώτα τους βήματα στην ζωή η έλλειψη της μάνας, της οικογένειας, η βία της πατρίδας, η βαρβαρότητα κι η ψυχασθένεια των δήθεν ευεργετούντων, η έλλειψη ταυτότητας, ο μόχθος, η σεξουαλική εκμετάλλευσή τους, ο πόνος, η μοναξιά και το κυριότερο το «γιατί δεν με ήθελε εμένα η μάνα μου». Παιδιά που τους υποσχέθηκαν ένα ψέμα, ήλιο και πορτοκάλια, και έλαβαν σκοτεινιά. Στην καλύτερη περίπτωση βίωσαν κούραση κι εκμετάλλευση, στην χειρότερη δέχτηκαν βία σωματική και ψυχολογική. Άσβεστη η επιθυμία τους για την επανασύνδεση με την οικογένεια, με τη μάνα.

Ακολουθούμε τον αγώνα της Margaret. Ακολουθούμε το τι σημαίνει μόνος απέναντι στο πλήθος, στο σύστημα. Το τι σημαίνει το εγώ μπροστά στο σκοπό. Ποιους έχεις ανάγκη. Τι σημαίνει στήριξη σε ένα στόχο τέτοιου μεγέθους. Η ταινία είναι αρκετές φορές αργή. Ίσως για να ενισχύσει την δραματικότητα. Για κάποιους υπερβολικά εκθειασμένος ο αγώνας της Margaret.. Εστιάζει σε πληροφορίες που ξέρεις ότι χρησιμοποιήθηκαν εμβόλιμα στην αφήγηση. Έλλειψη άλλου μέσου; Δεν είναι σαφές. Απλοϊκά θα έλεγα. Όπως κάποιες υπερβολικές αντιδράσεις, θετική ή απορριπτική προς αυτήν, απότομες εναλλαγές πλάνων. Παρόλα αυτά η ταινία δεν ήταν απλοϊκή.

Ακολουθώντας ο Jim Loach τα χνάρια του πατέρα του Ken Loach κινήθηκε σε θέμα κοινωνικού περιεχομένου, χωρίς να αγγίζει τις αιτίες, το άκαμπτο απρόσωπο προσωπείο της εξουσίας, των αρχών, της εκκλησίας.  Επιλέγει με αυτόν τον τρόπο την ρεαλιστική καταγραφή αντί της πολιτικής ανάλυσης. Δεν ενοχλεί. Αντίθετα αφήνει ελευθερία στον θεατή για να οδηγηθεί στα συμπεράσματα ή να ξαναδιαβάσει την ιστορία των εμπλεκομένων χωρών των αναφερόμενων δεκαετιών. Προτρέπεται έμμεσα να επανεξετάσει τον ρόλο των κοινωφελών ιδρυμάτων, των εκκλησιαστικών αδελφοτήτων και το γιατί της φιλανθρωπίας, τον εφησυχασμό και το αφήνω στους άλλους την εφαρμογή του νόμου, της τάξης, της αλληλεγγύης.

1 Δεκεμβρίου 2011

Στις παρυφές (Outbound) - 2010


Ένα πρόσωπο, η Ματίλντα (Ana Ularu), πρώην πόρνη αφήνει την φυλακή, όπου έχει εκτίσει δύο από τα πέντε χρόνια για λογαριασμό άλλου, με το πρόσχημα να παραστεί στην κηδεία της μάνας της.
Ξεκινά την ημέρα με στόχο σε 24 ώρες να κάνει το μεγάλο άλμα, την φυγή από τη χώρα.
Ο θεατής προετοιμάζεται για μια ιστορία λαθρομετανάστευσης, όπως αυτή των αδελφών Νταρντέν, σταδιακά σε τρεις πράξεις. Η μεν Ματίλντα ξεκαθαρίζει λογαριασμούς ή μάλλον επιχειρεί το ξεκαθάρισμα με οικογένεια - παιδική ηλικία, ενηλικίωση  - έρωτα και το τρίτο - μέλλον – μητρότητα.
Πράξη Α, Αντρέι. Θα συναντήσει τον αδελφό της Αντρέι και την οικογένειά της, θα θάψει τη μάνα της, θα βάλει τέλος με το θέμα οικογένεια.
Πράξη Β, Paul. Θα συναντήσει τον έρωτα, πατέρα του παιδιού της, προαγωγό της, αλλά και αιτία φυλάκισής της, αντ’ αυτού. Θα αναζητήσει τα λεφτά της αποζημίωσης, αλλά και της υλοποίησης της φυγής.
Πράξη Γ, Τομά. Ο οχτάχρονος γιος, η συνέχεια, το μέλλον. Η μάνα, έστω και ως φοβισμένο ή εξαγριωμένο αγρίμι παραμένει και δεν είναι μια από τις τρεις πράξεις, τους τρεις λογαριασμούς, είναι ο στόχος ο μη εκφρασμένος ή υπονοούμενος εξαρχής.
Είναι αρκετές 24 ώρες να αποκαταστήσουν σχέσεις, να περιγράψουν μια ζωή έστω και 30 χρόνων, να σκιαγραφήσουν την προσωπικότητα της Ματίλντας, να υποψιασθούμε την αγριότητα στις παρυφές μιας ζωής, μια πόλης, μιας χώρας;
Το κείμενο υπογράφουν μεγάλα ονόματα του ρουμάνικου σινεμά, Tudor Voican (California Dreamin), Cristian Murciu (4months, 3 weeks and 2 days), Ioana Uricaru (Tales from the Golden Age), ο Bogdan George Apetri, σκηνοθέτης και σεναριογράφος, νέος αλλά αποφασισμένος μακριά από τη χώρα του. Το Romania National Centre στήριξε και τα Φεστιβάλ New Directors Film Festival at Moma και το Διεθνές Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης υποδέχτηκαν και βράβευσαν αυτό το δύσκολο φιλμ.
Η Ματίλντα, ένα εξαιρετικά όμορφο πρόσωπο με βλέμμα κι ανάσα αγριμιού αφηγείται τα συναισθήματα που εμείς βιώνουμε.
Οι διάλογοι λιτοί, η δράση και ταχύτητα όπως πρέπει. Η βία μη εμφανώς περιγραφόμενη, αλλά παρούσα, πολλές φορές μη απαραίτητη ή υπερβολική στηλιτεύει την εύκολη ζωή που εμείς διάγουμε.
Η νομοτέλεια που εμφανίζεται τρομάζει.
Το αγρίμι Ματίλντα αποφασισμένο, αλλά εγκλωβισμένο.
Η ιστορία επαναλαμβάνεται στο χώρο των παρυφών. Οι άνθρωποι σκληραίνουν από μικροί, το συναίσθημα, η ασφάλεια, το εμείς είναι απόντα. Δεν υπάρχουν (με τον αληθινό τους ρόλο) αδελφός, νύφη, συγγενείς, εραστής, αλλά ούτε και ο γιος. Οι δεσμοί έχουν καταλυθεί.
Το ερώτημα «μόνο στις παρυφές;» παραμένει.
Η αγριότητα της επιβίωσης σαρώνει τις πράξεις ανθρωπιάς. Μόνο κάποια βλέμματα επιτρέπει η ζωή και ο Apetri να υπάρξουν ως δείγματα άλλης ζωής και άλλων σχέσεων. Αυτά, των συγκρατούμενων, του αδελφού, του ανεψιού, του σκληρού προαγωγού ως ψιχίο, των ορφανών και φευγαλέα της Ματίλντας.
Τελειώνοντας φοβάσαι μήπως κατά λάθος βηματίσεις εντός των παρυφών. 

27 Νοεμβρίου 2011

Έχουμε Πάπα (Habemus Papam) - 2011

Η νέα ταινία του Νάνι Μορέτι ανάλαφρη εκ πρώτης όψεως και ρηχή όπως ίσως θα έλεγαν ή λένε οι πολέμιοί της, έρχεται και θέτει «εαυτόν» ενώπιον της ευθύνης και των υπαρξιακών μας ορίων.
Η σύγκρουση των ορίων μας μεγιστοποιείται όταν τίθεται ενώπιον του πλήθους. Εκκλησία, επιστήμη, ευθύνη, όρια. Τέσσερις παράμετροι πάνω στις οποίες δομείται η ταινία. Τους ήρωες του τους αγαπάει ο Μορέτι ανεξάρτητα από το πόσο στοχαστική και διερευνητική είναι η ματιά του και κατά συνέπεια η δική μας. 
Οι θεσμοί δέχονται την καυστική κριτική του και οι εκφραστές τους, ψυχαναλυτής, Πάπας, Καρδινάλιοι, πιστοί αγκαλιάζονται από τον θεατή, είτε γελάς με τον Μελβίλ, ψυχαναλυτής και αποδιδόμενος από τον ίδιο τον σκηνοθέτη ή δακρύζεις με τον Πάπα, εξαιρετικά ερμηνευμένο από τον Μισέλ Πικολί.
Οι Καρδινάλιοι αποκτούν, παραμένοντας έγκλειστοι για 3 ημέρες και έχοντας μπροστά τους την απειλή του ακέφαλου ποιμνίου, την σε εκκρεμότητα εντολή  του Θεού καθώς και το αναμένον πλήθος, ανθρώπινη διάσταση. Γερασμένα μεν, αλλά άδολα παιδάρια διασφαλίζουν το αλάθητο εξ αγνοίας της Εκκλησίας. 
Οι πιστοί της Καθολικής Εκκλησίας θα θυμώσουν γιατί εκλείπει από το έργο η Πίστις και ο λόγος του Θεού, οι δε εκπρόσωποι του Θεού υπολείπονται του κύρους και της ικανότητας, της έμπνευσης, της δύναμης που η ευλογία του Κυρίου θα έπρεπε να είχε προσδώσει στους εκφραστές του Λόγου του. Απογυμνωμένοι, κοσμικοί, χωρίς την ένδυση ψυχής, παρά μόνο αυτή  των αμφίων τους και τα του τελετουργικού κανονισμού τους. 
Οι άλλοι, οι μη θρησκευόμενοι, θα πουν και γιατί όχι. Άνθρωποι και αυτοί, ο μεν Πάπας να μην μπορεί να φέρει σε πέρας έργο εξ Άνωθεν ανατεθειμένο, ο δε ψυχίατρος μπρος στην ευθύνη ίασης της  επιλογής του Κυρίου ανακαλύπτει τη δική του ανικανότητα. Αμφότεροι άνθρωποι που η ευθύνη καθορίζει τα όρια στα οποία θα κινηθούν ενώ το κοινό, Καρδινάλιοι και πλήθος παραμένουν ατάκτως ερριμένα. 
Το θέατρο θα ήταν μια ευκαιρία για να αποκατασταθούν τα όρια, οι πράξεις, να συνεχισθεί το έργο όλων αν ήμασταν καλοί ηθοποιοί και δεν είχαμε απορριφθεί ως μη ικανοί να το υπηρετήσουμε. Μόνο έτσι θα δικαιολογείτο η αναφορά στον Τσέχωφ, την θεατρική ομάδα, τον διαταραγμένο ηθοποιό και απογοητευμένο παρά λίγο Πάπα από τον σκηνοθέτη και σεναριογράφους. 
Το «Habemus Papam», ο τίτλος, αναφέρεται στη λατινική φράση που αναφωνείται όταν χρίζεται νέος Πάπας και σημαίνει "Έχουμε Πάπα!" στην εν λόγω ταινία μπορεί να σημαίνει «Ουφ Επιτέλους η λύση», αλλά και «Αμήν, η ευλογία επάνω μας».Δάκρυα και γέλιο, τρυφερότητα και ελαφρότητα, χαλαρά και προβληματισμένα. Συγκατάβαση και αυστηρή αμφισβήτηση, το Habemus Papam.

Bright Star - 2009

Βρισκόμαστε στο 1818, στα προάστια του Λονδίνου και συγκεκριμένα στο Hampstead.
Τίποτα δεν θα το έκανε σημαντικό σαν είδηση αν εκεί δεν εξελισσόταν μια ιστορία αγάπης, αυτής που υπήρξε ανάμεσα στον Άγγλο ποιητή John Keats και την Fanny Brawne, αυτήν που η Jane Campion έκανε ταινία με πρωταγωνιστές τους Abbie Cornish, Ben Whishaw (Perfume), Paul Schreider, Kerry Fox. Το Bright Star, είναι ο τίτλος της ταινίας, αλλά επίσης τίτλος του γνωστού ποιήματος του John Keats.
Το σενάριο και η σκηνοθεσία (και τα δύο της Jane Campion) θα μπορούσαν να δημιουργήσουν μια ταινία που φλερτάρει χαρακτήρες της Jane Austen χωρίς όμως τις απόλυτες βρετανικές ιδιαιτερότητες αυτής. Η Fanny Brawne δεν είναι τόσο δυναμική και εξέχουσα, ως Emma αλλά ούτε κι ο Ben Whishaw ως John Keats έπεισε ως ακέραιος, δυναμικός, υπερόπτης Mr Darcy (Pride and Prejudice).
Η ταινία θα ήταν ένα από τα χιλιάδες απογευματινής προβολής δράματα, αν δεν είχε την εξαίρετη ερμηνεία της Abbie Cornish ως Miss Brawne, την καταπληκτική φωτογραφία του Greig Fraser και την αργή, λεπτομερή, διστακτική κάμερα της Campion. Αυτή τη ματιά που ξέρει σε ποια λεπτομέρεια σταματάει, ποια ακροδάχτυλα αγγίζει, ποια βλέμματα φέρνει κοντά.
Χωρίς ούτε μια ερωτική σκηνή δημιούργησε ερωτική επιθυμία, αυτήν που η Campion θέλει να αποδίδει σε μας μέσω των απελευθερωμένων ακόμη και εν μέσω του 19ου αιώνα διαβιούντων γυναικών της. Αγγίζει και επιχειρεί να πλησιάσει επικίνδυνα ένα χώρο ανδροκρατούμενο, αυτού του lust. Μόνο γι’ αυτό αφήνονται στη άκρη, η αδύναμη η ερμηνεία του Ben Whishaw, ως John Keats, του Mr Brown, ως καρικατούρα, μια και καμία διευκρίνιση δεν δίνεται για την προσήλωσή του στον ποιητή, η καθ όλου αγγλική προφορά της Fanny, η ασυνέχεια της προσήλωσης της στην δημιουργική ραφή, η ιδιαίτερα για την εποχή απελευθερωμένη Mrs Brawne.
Βεβαίως με μεγάλη προσοχή και επιφύλαξη στεκόμαστε μπροστά σε γίγαντες της λογοτεχνίας και αφηνόμαστε, όπως εξάλλου συμβαίνει σε όλες τις ιστορίες με αληθινά πρόσωπα. Διακατεχόμεθα από μια βεβαιότητα ότι πρόκειται περί αληθείας και όχι αδυναμίας τεχνικής, καλλιτεχνικής ηθοποιίας, μέσων ή άλλου.
Την ταινία, για το πάθος που εξέλιπε από τη ζωή μας και την δυναμική των γυναικών της J. Campion, θα την συνιστούσα και την ξαναέβλεπα. Θα την ξαναέβλεπα για την θεσπέσια απαγγελία των ποιημάτων του John Keats, για την αποθέωση αυτής της γραφής μέσω των εικόνων.

Μέσα από τις φλόγες (Incendies) - 2010


Ιστορικό δράμα και οικογενειακή τραγωδία θα  ήταν η μικρότερη περίληψη του έργου.
Η υπόθεση, δύο δίδυμα αδέλφια ξεκινούν ένα επίπονο οδοιπορικό τόσο για τον θεατή όσο και για τους ίδιους από τον Καναδά στην Μέση Ανατολή, όπως τους προέτρεψε μια αινιγματική διαθήκη εκ μέρους της μητέρας τους. Η Ζαν και ο Σιμόν, τα δίδυμα αδέλφια, πρέπει  να βρουν τον πατέρα τους, τον οποίο νόμιζαν νεκρό και τον αδελφό τους, την ύπαρξη του οποίου ούτε καν υποπτευόταν. Τίποτε δεν είναι όπως το περίμεναν ή όπως φαινόταν στην αρχή. Η μία ανατροπή δίνει την θέση της στην άλλη ενώ παράλληλα ανασυντίθεται η πολυτάραχη και βασανισμένη ζωή της μητέρας και αλληγορικά της πατρίδας της.
ΣΚΗΝΟΘΕΣΙΑ: Ντενί Βιλνέβ
Ξεκινάει να δει κανείς το Μέσα από τις φλόγες (αυθεντικός τίτλος Incendies) με δεδομένα:
- ο φαύλος κύκλος της βίας στην Μέση Ανατολή
- Θεατρικό έργο μεταφερόμενο στην οθόνη
- γνωστός ο θεατρικός συγγραφέας. Καναδολιβανέζος, Βάιντι Μουαβάντ σε θέματα μνήμης, κληρονομίας, εξορίας.
- εμπνευσμένο το έργο από την αληθινή ιστορία της Σούχα Μπεχάρα.
Θεατρικό δεν είναι γιατί έχει δράση, ανοιχτούς χώρους, μάχες, εναλλαγές τοπίων.
Ο συγγραφέαςουσιαστικά έκανε ένα μεγάλο δώρο στον σκηνοθέτη ομολογουμένως ταλαντούχος Ντενί Βιλνέβ, την δύναμη του μύθου δοσμένου με αριστοτεχνικότητα την οποία αυτός πήρε αξιοποίησε, τελειοποίησε.
Εμείς συγκλονισμένοι παρακολουθούσαμε την εξέλιξη του μύθου με το κεντρικό πρόσωπο, την μάνα, απούσα αλλά μόνο ως ρόλος. Η μνήμη της όπως η μνήμη των λαών κυρίαρχη στην πορεία αναζήτησης ταυτότητας για τον λαό αλλά επί της των διδύμων παιδιών της Σιμόν και Ζαν. Την τραγωδία ενός λαού δύσκολα συνειδητοποιείς. Όμως με πόνο συνειδητοποιείς  μέσα από την τραγωδία της οικογένειας , ότι το δικαίωμα να ορίζεις τον εαυτό σου, τις επιλογές σου, τις προτιμήσεις σου, τις ιδέες, τα πιστεύω σου, την ζωή σου σημαίνει ψυχική και σωματική εξόντωση, ταπείνωση, εξευτελισμό, στέρηση ελευθερίας, πόνο και αίμα. Τίμημα ακριβό.
Έτσι είναι, βάφονται τα ποτάμια με αίμα, ποδοπατούνται οι ανθρώπινες ψυχές, όπως αυτή της Ναβάλ Μαρβάν, της μάνας.
Το τέλος της ταινίας αφήνει αναπάντητη και χλωμή την συνέχεια ενός επίπονου αγώνα. Γίνεται μελό, αδύναμο, βιαστικό, θα έλεγα εγώ, σαν μια δικαστική υπόθεση που πρέπει να κλείσει. Μόνο που το αίμα είναι και παραμένει ανεξίτηλο. Ο Ντενί Βιλνέβ επέλεξε να κλείσει άχρωμα τον κύκλο του αίματος.

Ίσως αύριο (In a better world) - 2010


In a Better World (Original title: Hævnen) is a 2010 drama film directed by Susanne Bier and written by Anders Thomas Jensen. It stars Mikael PersbrandtTrine Dyrholm and Ulrich Thomsen in a story which takes place in small-town Denmark and a refugee camp in Africa. Its original Danish title is Hævnen, which means "The Revenge". The film is a Danish majority production with co-producers in Sweden. It won the 2011 Golden Globe Award for Best Foreign Language Film and the Best Foreign Language Filmat the 83rd Academy Awards.[1]
Το ίσως Αύριο (αυθεντικός τίτλος Haevnen) ένα φίλμ του 2010 που σκηνοθέτησε η Σούζαν Μπίερ και έγραψε ο Άντερς Τόμας Τζένσεν. Πρωταγωνιστούν Μικαέλ Πέρσμπαντ, Τρίνε  Ντίρχολμ και Ούλριχ Τόμσεν σε μια ιστορία που λαμβάνει χώρα σε μία μικρή πόλη της Δανίας και σε ένα καταυλισμό προσφύγων στην Αφρική. Ο αυθεντικός τίτλος σημαίνει η Εκδίκηση. Το φίλμ ήταν μία παραγωγή Δανίας κατά κύριο λόγο με συμπαραγωγούς στην Σουηδία. Κέρδισε το Χρυσο του 2011 για το καλύτερο ξενόγλωσσο φίλμ στη 83η απονομή βραβείων Όσκαρ.
Βία, υπεροχή, δύναμη και η αντιμετώπιση της, η δυνητικότητα του καλύτερου κόσμου, το θέμα της τελευταίας ταινίας της Σούζαν Μπίερ.
Είναι μαστόρισσα στην ένταση, σύγκρουση, την κάθαρση.
Δύο παιδιά, δύο οικογένειες, δύο ήπειροι και η βία του δυνατού. Θύματα στα σχολεία, στο δρόμο, στον καταυλισμό και το καλό, προσωποποιημένο, αγωνίζεται για την διαμόρφωση της άλλης πραγματικότητας του υπάρχει «καλύτερο».
Το τι οδηγεί σ αυτή την βία μόνο στο οικογενειακό επίπεδο το άγγιξε, το άλλο στον υπόλοιπο κόσμο το κατέγραψε.  Ίσως δεν γνώριζε ή επέλεξε να μην το πει. Λόγος γίνεται για το πώς της αντιμετώπισης της, σαν η κατάσταση, οι πράξεις να μην έχουν αιτία. Σαν να λέει «πάνε και βρες το». Εγώ, η τέχνη, νύξεις κάνω, καταγραφές, αθώες ή μη εσύ ακολουθείς κι εγώ σε καθηλώνω. Ο Αρανόφσκυ είχε πει σε μία συνέντευξη ότι «αν κατορθώσω με την ταινία να σε βάλω σε μία κίνηση έχω πετύχει». Με  αυτή την έννοια η SB πέτυχε. Άφωνοι την παρακολουθούν οι θεατές.
Τα ερωτήματα πολλά όπως και τα συναισθήματα.
Θάνατος, αρρώστια, πόνος, διαζύγια, αγωνία, διακρίσεις, υπανάπτυξη, αθλιότητα της ανθρώπινης ζωής, φτώχεια, οργάνωση, αναρχία, σύμβαση, καθωσπρεπισμός, προσποίηση, ψέμα, αμφισβήτηση, εγρήγορση, παιδιά, μεγάλοι.
Ο πόνος ένας.
Ο θάνατος και αυτός ένας.
Ο πόνος της απώλειας ίδιος.
Η προσβολή ίδια.
Το  αίσθημα αδικίας ίδιο.
Τα παιδιά αθώα.
Η ενηλικίωση διαφορετική.
Η  βία μία.
Εμείς απέναντι της διαφορετικοί.
Τα παιδιά μεγαλώνουν διαφορετικά.
Εδώ κι εκεί.
Στην ίδια χώρα κι αλλού.
Το καλό διδάσκεται;
Το καλό ξεχνιέται;
Η βία επιλέγεται;
Οι συνθήκες η αιτία;
Απάντηση δίνει ο καθένας προσωπική.