31 Μαΐου 2012

Η Σιδηρά Κυρία (Iron Lady) - 2011

Η ταινία Iron Lady της Phyllida Lloyd ήρθε δυναμικά με την Meryl Streep να υποδύεται την Margaret Thatcher, την πρώην πρωθυπουργό του Ηνωμένου Βασιλείου που διετέλεσε πρωθυπουργός από το 1979 μέχρι το 1990. Αξίζει να σημειωθεί για τους νεότερους ότι ήταν η πρώτη κα μοναδική γυναίκα πρωθυπουργός του 20ου αιώνα. Προέκυψε μετά από τρεις εκλογικές αναμετρήσεις. Ο χαρακτηρισμός Iron Lady της δόθηκε εξαιτίας της άτεγκτης στάσης της απέναντι στα συνδικάτα και την πρώην Σοβιετική Ένωση.
Η ταινία θα έλεγε κανείς είναι η βιογραφία της κ. Margaret Thatcher.
Πριν κρίνεις την ταινία θα πρέπει να τοποθετηθείς αν είσαι υπέρ ή κατά της Thatcher. Απαραίτητη προϋπόθεση – παράμετρος αν είσαι Βρετανός ή όχι, και φυσικά αν σου αρέσει η υποδυητική ικανότητα της Meryl Streep.
Αν δεν είσαι Βρετανός, γυναίκα και κατά της πολιτικής της Thatcher η ταινία δεν έχει να σου πει τίποτα.
Γιατί ακόμη κι αν δεν είσαι Βρετανός ή υπέρ της Margaret Thatcher θα εντυπωσιαστείς από τον αγώνα μιας γυναίκας να επιβληθεί και να παραμείνει σε μια θέση ανδροκρατούμενη. Αν δεν είσαι Βρετανός δεν θα αρκεστείς στα θετικά που προσέφερε η Margaret Thatcher στη χώρα της. Τώρα, αν είσαι άνδρας, κατά της Margaret Thatcher, ανεξάρτητα αν είσαι Βρετανός ή όχι, η ταινία δεν είναι ούτε καν ανεκτή.
Υπάρχουν ερωτήματα όπως: μπορείς να αποφύγεις να κάνεις ντοκιμαντέρ κι όχι να δραματοποιείς τη ζωή μιας προσωπικότητας, όταν μιλάς για ένα πρόσωπο που άλλαξε ριζικά το προφίλ της Βρετανίας; Πιστή οπαδός της φιλελεύθερης οικονομίας, ενίσχυσε καθοριστικά την ελεύθερη πρωτοβουλία, περιόρισε το δημόσιο τομέα. Της χρεώθηκε η υψηλή ανεργία, την οποία με το πόλεμο των Φόκλαντ
ς 1982 την μείωσε με την προκύψασα ανάκαμψη της οικονομίας.
Με ενόχλησε, ακόμη κι αν έτσι είναι η ζωή κι ανεξάρτητα με τη θέση μου για αυτήν την πρωθυπουργό, να την δω να σέρνεται. Αυτό το τόσο δυναμικό πλάσμα, γερασμένη, άρρωστη, ανήμπορη, αποπροσανατολισμένη, ανίκανη να επιβληθεί. Εκτός κι αν η σκηνοθέτης, με αυτή την επιλογή της, αναφέρεται σε νομοτέλεια του είδους «δες τι περιμένει και τους δυνατούς και ίσως τους σκληρούς κι άδικους».
Διέκρινα, επίσης, ότι προσδόθηκε μια υπογράμμιση αφέλειας στο χαρακτήρα της, στην καλύτερη περίπτωση θα το ονόμαζα ένα ξεπερασμένο ρομαντισμό στα οράματα και τους στόχους της από τους συναδέλφους της στο Κοινοβούλιο, ακόμη και στην παράταξή της.
Εκτιμώ ότι η πολιτική είναι πολλές περισσότερες συνισταμένες και συμφέροντα, συγκρούσεις, καταπατήσεις, σαρωτικές ακυρώσεις, διαγραφές. Εν ολίγοις είναι άγριος χώρος που λειτουργεί όχι απαραίτητα με κανόνες δεοντολογίας, όπως θα έπρεπε. Όταν διετέλεσε για τόσα χρόνια πρωθυπουργός, σαν γυναίκα προς γυναίκα απευθύνομαι στη δημιουργό, εξακολουθούν οι αντίπαλοι να σε αντιμετωπίζουν με ελαφρότητα και σχόλια του είδους «είναι θέμα ημερών η αποκαθήλωση της» συνοδευόμενα, επίσης, και τονισμένα, με μειδιάματα.
Ενδεχόμενη απάντηση της σκηνοθέτιδας για τις ανακρίβειες ή ερμηνείες θα ήταν:
Όταν δραματοποιείς τη ζωή μιας προσωπικότητας έχεις άλλοθι για τα λάθη ή τις ανακρίβειες, γιατί απαντάς «δεν κάνω ντοκιμαντέρ, παραθέτω τη δική μου ερμηνεία και καταγραφή». Αν δει κανείς την απόπειρα της Phyllida Lloyd σαν μια ταινία χωρίς αναφορά σε επώνυμο ή πρόσωπο υπαρκτό, είναι μια ταινία καλή που οι γυναίκες πολλά έχουν να διδαχθούν για να πράξουν ή να αποφύγουν.
Οι λάτρεις της Meryl Streep θα αναφωνήσουν και θα επιδοκιμάσουν για ακόμη μια φορά. Οι επικριτές της θα βρουν ευκαιρία να μιλήσουν για μιμητισμό κι όχι ερμηνεία. Διακινδύνευσε και υποδύθηκε ικανοποιητικά. Χωρίς να αποφύγει την μανιέρα της. Σίγουρα δεν την προσπερνάς, γι’ αυτό και την είδαμε.

Σκηνοθέτης            Phyllida Lloyd
Σενάριο                 Abi Morgan
Ηθοποιοί               Meryl Streep, Jim Bradbent,  Richard E Grant

19 Μαΐου 2012

Ο Δρόμος του Χρήματος (Margin Call) - 2011

Ο κινηματογράφος πολλές φορές σε απασχολεί μέσω της θέασης μιας ταινίας με ένα θέμα άγνωστο και ίσως αδιάφορο.
Η επιλογή της εν λόγω ταινίας έγινε, στην συγκεκριμένη περίπτωση, όχι για τους ηθοποιούς, ούτε για τον σκηνοθέτη. Αυτόν τον κόσμο, λόγω κρίσης, ήθελα να γνωρίσω, να κατανοήσω.
Η προσέγγιση της κρίσης ή των αιτιών της δεν είναι ετεροχρονισμένη, όπως ισχυρίζονται κάποιοι. Η κρίση θα απασχολεί και θα απασχολήσει. Θα επιχειρηθούν κι άλλες, περισσότερες αναλύσεις, παρουσιάσεις, είτε μέσω της τέχνης ή μέσω των ειδικών και διαχειριστών εξουσίας.
Εγώ προσωπικά διαλέγω την τέχνη.
Η ταινία του J.C.Chandor, Margin Call, σύντομα, επιφανειακά, από λάθος γωνία, όπως σχολιάζεται, επιχειρεί να μιλήσει γι αυτό που η Ελληνική μετάφραση του τίτλου λέει καλύτερα, τον δρόμο του χρήματος.
Έχοντας σαν πλεονέκτημα και δύναμη μια ομάδα εξαιρετικών ηθοποιών και μ’ ένα ρεαλιστικό, επίκαιρο σενάριο καταγράφει τον κόσμο πίσω από τις κρίσεις ή την κρίση, αν θέλετε.
Βρισκόμαστε στο 2008, στα εσωτερικά ενός επενδυτικού κολοσσού.
Ο χρόνος εξέλιξης μόνο 24 ώρες.
Έναρξη; μία απόλυση.
Αποκάλυψη; ¨Ένα μεγάλο λάθος στη θεμελιώδη εξίσωση του συστήματος.
Συνέπεια; Κατάρρευση του κολοσσού αλλά και ντόμινο οικονομικών επιπλοκών, καταρρεύσεων στον κόσμο.
Ο μέσος, ο αδαής επί του θέματος θεατής, λίγο, ίσως καθόλου δεν τον ενδιαφέρει η εξίσωση, το λάθος.Το δέχεται με απορίες. Εστιάζει την προσοχή στην λειτουργία του συστήματος, στην κυνικότητα του, στην απρόσκοπτη από συναισθήματα, προσωπικές σχέσεις, δεσμεύσεις, συνέχιση της ροής του κέρδους.
Ο άνθρωπος -το αποτέλεσμα- η εταιρεία. Αυτό μετράει.
Ο άνθρωπος, τα άλλα δύο, υπηρετεί υιοθετώντας τις αρχές που η τελευταία θεσπίζει.
Ίσως από αυτά που σημειώνεις είναι η μία άλλη ηθική. Η αφοσίωση στην εταιρεία και στους στόχους της, το καλό της. Σε εκπλήσσει. Περιμένεις κι αυτή, η εταιρεία, να είναι το ίδιο δεσμευμένη απέναντι στους υπηρετούντες αυτή. Όμως όχι. Αυτή με την σειρά της υπηρετεί το χρήμα. Το τι το κάνει ή αν το επανατροφοδοτεί στην κοινωνία ή προς όφελος των μετόχων δεν είναι ορατό, τουλάχιστον στην ταινία.
Αυτή η σχέση η εντός των τειχών, με όλες τις βαθμίδες των στελεχών, δημιουργεί την ένταση.
Στο πρώτο μέρος, δεν με αφορούσε το αποτέλεσμα, η συνέπεια του λάθους. Έμεινα στον άνθρωπο. Αργότερα, ίσως ιδιαίτερα αργά ο J.C.Chandor, έβαλε κι εμένα, ως κοινωνία, μέσα στην έκβαση της αρχικά εσωτερικής κρίσης. Με έβαλε όταν εμφανώς έγινε αντιληπτή κι ως εξωτερική κρίση.
Ομολογουμένως η ταινία παρέμεινε ως το τέλος δυνατή, χάρη στην ερμηνεία των ηθοποιών, της πλοκής, της επικαιρότητας του θέματος.
Την είδα ως ένα ψυχογράφημα των ανθρώπων με τα σκουρόχρωμα κουστούμια, τα ανοιχτόχρωμα πουκάμισα, τις γραβάτες, αυτών που ξενυχτούν με την τροφή στην χαρτοσακούλα, την μπύρα στο χέρι, τις υψηλές αποδοχές στο πορτοφόλι, των ανθρώπων πίσω από την οθόνη, των ανθρώπων των γυάλινων γιγάντων της City της Wall Street, La Defense, αυτών που την αγωνία τους, την θλίψη τους, την μοναξιά τους θα την καλύψει η προβλεπόμενη γερή αποζημίωση. Οι άλλοι, εμείς, θα αναζητούμε την αιτία της κρίσης, θα συνεχίσουμε να ζούμε με την απορία προς τι τόσος πόθος, πάθος γι αυτόν τον δρόμο.

margin call: https://www.investdirect.hsbc.gr/HSBC/portal/media-type/html/user/anon/page/default.psml/js_panename/Tr_Margin


Σκηνοθέτης : J.C.Chandor
Σενάριο: J.C.Chandor

Ηθοποιοί:
Kevin Spacey Sam Rogers
Paul Bettany Will Emerson
Jeremy Irons John Tuld
Zachary Quinto Peter Sullivan
Penn Badgley Seth Bregman
Simon Baker Jared Cohen
Mary McDonnell Mary Rogers
Demi Moore Sarah Robertson

4 Μαΐου 2012

Moneyball - 2011

Αν δεν είσαι φίλαθλος κάποιου αθλήματος, αν το baseball ανήκει στη σφαίρα των εξωτικών, ίσως μια ταινία σαν το Moneyball να την προσπερνούσες.
Πρόκληση για την ταινία ήρθε αφ’ ενός από τον σκηνοθέτη Bennett Miller (Capote) κι αφ’ ετέρου από φίλο που την επεσήμανε ως case study για φοιτητές σχολών διοίκησης επιχειρήσεων.
Η επιλογή του Brad Pitt για το ρόλο του μάνατζερ των Oakland Athletics ίσως ήταν για κάποιους αποτρεπτική. Όμως προέκυψε ως καλή επιλογή. Ήταν μερικώς έκπληξη, μια και δείγμα για την υποκριτική του ικανότητα υπήρξε στο Babel και το Tree of Life.
Στα συν της ταινίας προστίθεται ότι βασίζεται σε αληθινή ιστορία. Το βιβλίο του Michael Lewis με τίτλο Moneyball: The Art of Winning An Unfair Game (2003) ήταν η βάση πάνω στην οποία οι σεναριογράφοι Aaron Sorkin (The West Wing, The Social Network) και ο Steve Zaillian (Schindler's List) έγραψαν το σενάριο.
Η περίληψη της ταινίας: Ο Bill Beane (Brad Pitt) είναι μάνατζερ των Oakland Athletics. Η ομάδα μάλλον άσημη, ο προϋπολογισμός του Beane μικρός, απώλειες παικτών για μεγαλύτερες ομάδες, τρείς. Επιλογές για αντικατάσταση παικτών περιορισμένες. Δυσκολίες αρκετές. Τα οικονομικά, η αδιαλλαξία των ανθρώπων του συλλόγου, οι απόψεις περί χαρακτηριστικών και κριτηρίων επιλογής παικτών αδιαπραγμάτευτες, ο δε προπονητής Art Howe (Philip Seymour Hoffman) αρνητικός. Η επιθυμία για νίκη του Bill Beane μεγάλη. Απέρριψε στο παρελθόν μια πανεπιστημιακή εκπαίδευση για το baseball. Το αποτέλεσμα άχρωμο. Ο γάμος του διαλυμένος. Η απόδειξη της νίκης απάντηση στον εαυτό του και στους άλλους η επιδίωξη του.
Επιλέγει και προσλαμβάνει τον Peter Brand (Jonah Hill), νεαρό απόφοιτο του Yale, στα οικονομικά, να τον βοηθήσει σε αυτό που επικρατεί ως άποψη για την επιτυχία μια ομάδας στο baseball, τα sabermetrics. Οι δυο τους διαμορφώνουν τις επιλογές τους μέσω της στατιστικής ανάλυσης με τη χρήση ηλεκτρονικού υπολογιστή. Το εγχείρημα παράτολμο και ζητάει τη δικαίωσή του μέχρι το τέλος της σαιζόν έχοντας απέναντι και επιφυλακτικούς έως απορριπτικούς, Διοικητικό Συμβούλιο, προπονητή, Μέσα Μαζικής Ενημέρωσης, ακόμη και παίχτες.
Το αποτέλεσμα θα το κρίνει ο φίλαθλος και ο θεατής.
Αξίζει να σημειωθεί ότι ο όρος Moneyball έχει ενταχθεί στο λεξικό του αθλήματος κι αφορά τον τρόπο, την τεχνική που ακολουθεί η ομάδα, η οποία προσαρμόζεται στη διαρκή εις βάθος ανάλυση των στατιστικών παράστασης των παικτών της.
Ο δυναμικός, δεσποτικός Beane επιβάλλεται και κινείται με τρόπο αξιοσημείωτο για τους ασκούντες διοίκηση. Ο στόχος ξεκάθαρος, αποστασιοποιημένος από επιρροές και συναισθήματα. Η νίκη και διάκριση το ζητούμενο, μπροστά σ’ αυτήν αξιοποιούνται τα δεδομένα, με στρατηγική, χωρίς συναισθήματα, με ρήξεις, όπου απαιτείται, με απολύσεις, όπου επιβάλλεται.
Ο Brand υποχωρητικός, έξυπνος, ιδιοφυής υποκλίνεται μπροστά στη δύναμη, αλλά μαζί της χαράσσει πορεία.
Οι φίλαθλοι και τα ΜΜΕ μαζί στη νίκη, χώρια στις αποτυχίες. Το εξιλαστήριο θύμα αναζητούν. Ο ευκολότερος στόχος το δίδυμο Beane-Brand μέχρι τη νίκη.
Ο Billy Beane έχει χρωστούμενα προσωπικά, φοβίες, απαντήσεις που οφείλει να δώσει κυρίως στον εαυτό του. Το σύστημα με το οποίο συνθηκολόγησε στα δεκαοκτώ είναι αυτό με το οποίο έρχεται σε ρήξη. Η αγωνία της έκβασης του αγώνα, ο εφιάλτης του.
Η ταινία, χωρίς να είσαι φίλαθλος, σε συναρπάζει με την ηθοποιία, με το παιχνίδι των διαλόγων και των ρόλων των κοινωνικών ομάδων, ο Miller το έδειξε καλά και στο Capote. Λειτουργεί ως ντοκιμαντέρ, εσύ συμμετέχεις και συμπάσχεις.
Μαθαίνεις από το πώς διοικείται ή μανατζάρεται μια ομάδα, όταν μάλιστα τζιράρονται εκατομμύρια και οι πιέσεις είναι πολλαπλές και πολύπλευρες.
Στα αρνητικά της ταινίας, αδύναμες ήταν οι αναφορές στο οικογενειακό περιβάλλον του Beane και όχι αρκετές προκειμένου να στηρίζουν τη διαμόρφωση του χαρακτήρα, τα πάθη ή τις φοβίες του.
Όμως δεν θα αναρωτηθείς γιατί βρέθηκα στο γήπεδο ή στα αποδυτήριά του με ανθρώπους που τον τρόπο ζωής τους αγνοείς. Είναι μια γοητευτική εμπειρία το δίωρο, αλλά δεν θα το έλεγα μοναδικό.
Ίσως αναρωτηθείς,
 Για την επιτυχία φθάνουν μόνο οι αριθμοί, μόνο οι ικανότητες ή τα προσόντα των αθλητών, η καλή διοίκηση, η προπόνηση, το χρήμα ή οι αστάθμητοι παράγοντες; Μπορεί ένας καλός μάνατζερ να τους προβλέψει, να τους χειρισθεί ή είναι εξωγενείς παράγοντες, αστάθμητοι, απρόβλεπτοι, αυτοί που κάνουν το «παιχνίδι»;

Σκηνοθέτης Bennett Miller
Σεναριογράφοι Steve Zaillian - Aaron Sorkin
Βασισμένο στο βιβλίο
Michael Lewis - Moneyball: The Art of Winning An Unfair Game (2003)
Ηθοποιοί

Bill Beane Brad Pitt
Peter Brand Jonah Hill
Art Howe Philip Seymour Hoffman