20 Ιουνίου 2016

Το Κορίτσι από την Δανία (The Danish Girl) - 2015

Ο Tom Hooper μετέφερε στην οθόνη μία αληθινή ιστορία βασισμένη στο ομότιτλο βιβλίο του David Elbershoff. Πρόκειται ουσιαστικά για την πρώτη αλλαγή φύλου στην ιστορία της Ευρώπης. Αν και στο biography.com αναφέρεται ότι υπήρξε άλλο πρόσωπο χωρίς να ονομάζεται.
Καλογυρισμένη, με εξαιρετική φωτογραφία, πολύ καλές ερμηνείες, εστιάζει στο ψυχολογικό κι όχι στο κοινωνικό πλαίσιο του γεγονότος.
Ένα νεαρό ζευγάρι ζωγράφων στην Δανία, μετά έξι χρόνια γάμου, έρχεται να αντιμετωπίσει την επιθυμία του άνδρα, συζύγου να είναι γυναίκα. Από εκεί ξεκινάει ένας αγώνας για την κατανόηση της επιθυμίας, μετά την έκπληξη, την αντιμετώπιση της, αλλά κυρίως το τι σημαίνει αυτή η πεποίθηση του ότι είναι η Lili.
Ακολουθούμε και βιώνουμε την ανατροπή των ρόλων, το τι σημαίνει ερωτική επιθυμία και τι αγάπη. Το τι σημαίνει εξαρτώμαι από τον άλλο χωρίς να ξέρω ποιος ή ποια είναι αυτός, ή αυτή.
Ακόμη και η γλώσσα μας δεν είναι έτοιμη να αντιμετωπίσει αυτές τις αλλαγές.
Μένει αρκετά ο σκηνοθέτης σε αυτή την διττή υπόστασή του, αλλά και την αλλαγή στο ζευγάρι.
Έχει κάποια πισωγυρίσματα χωρίς να προχωράει. Για κάποιους ίσως να ήταν βαρετό, το έκρινα όμως αναγκαίο, γιατί ακόμη και μετά το τέλος δεν είχα ακόμη ξεκαθαρίσει το τι ήθελε αυτή και τι αυτός από τον άλλο.
Θα έλεγα ότι υπερτονίστηκε το ταρακούνημα της σχέσης σε σύγκριση με το θέμα.
Ακόμη κι όταν τα πράγματα έρχονται στην θέση τους, τρόπος του λέγειν, δηλαδή η Lili είναι πια γυναίκα, εξακολουθεί να παραμένει η σχέση πολύπλοκη και αξεκαθάριστη.
Είναι τρομακτικό το πως ακόμη και η επιστήμη αντιμετώπιζε την επιθυμία να είσαι άλλος. Σαν παθογένεια. Μόνο η Εκκλησία έλλειπε από την ιστορία. Τις αντιδράσεις της κοινωνίας και του περίγυρου δεν τις είδαμε, είτε γιατί δεν ενδιέφεραν τον σκηνοθέτη, είτε γιατί δεν υπήρχαν. Δεν μπορεί να παραβλέψει κανείς ότι βρισκόμαστε στο βορρά κι όχι στο νότο της Ευρώπης με άλλες δομές και ήθη.
Ο Eddie Redmayne είναι ένας πολύ καλός ηθοποιός όπως και η Alicia Vikander. Το μόνο ίσως ψεγάδι, για μένα, είναι ότι στην προσπάθεια του να δείξει την συμπεριφορά και κινήσεις ενός άλλου φύλου σώματος, αυτό που για χρόνια υπήρξε, παραείναι γυρτός και βλέπει συνεχώς προς τα κάτω, αυτό που ο λαός λέει «χαμηλοβλεπούσα». Δημιουργεί μια μανιέρα χωρίς να είναι και τόσο εύστοχη. Όμως είναι γεγονός ότι ο Eddie Redmayne είτε ως Einar είτε ως Lili, με παρέσυρε στο δράμα του, στην αγωνία του, όπως και η Alicia Vikander. Κινήθηκα και υπήρξα μέσα στο αδιέξοδο της σχέσης τους, στο άλλο παιχνίδι κι άλλο συναίσθημα.
Ξεπέρασε τα όρια ενός προσωπικού δράματος και ο θεατής τοποθετείται μπροστά σε μία κοσμοθεωρία. Τι είναι αυτό που μας καθορίζει ως φύλο πέρα από τις αναστολές και περιορισμούς του περιβάλλοντος χώρου. Πως ορίζεσαι; Έχει αυτός ο ορισμός τις δυσκολίες του μόνο εξαιτίας εξωγενών δυνάμεων; Μας καθορίζουν ή αυτοκαθοριζόμαστε; Είναι αναγκαίο ένα εξωτερικό ερέθισμα, όπως στην ταινία, για να ανακαλύψουμε μία επιθυμία εν υπνώσει; Όλοι αυτοί οι προβληματισμοί δεν τίθενται εμφανώς και ευλόγως, προκαλούνται μέσα από την απλή εκ πρώτης όψεως ταινία εποχής. Εξαιρετικό το μακιγιάζ και οι ενδυματολογικές επιλογές. Όπως και η μουσική του Alexandre Desplat.
Παραμένει απορία η παρουσία του Μathias Schoenaerts αν και κανείς δεν μπορεί παρά να ομολογήσει ότι, όπως πάντα, είναι άψογος.

Σκηνοθέτης: Tom Hooper
Σενάριο: Lucinda Coxon
Βιβλίο: The Danish Girl του David Elbershoff
Φωτογράφος: Danny Cohen
Μουσική: Alexandre Desplat
Editor: Melanie Ann Oliver
Ηθοποιοί
Eddie Redmayne: Einar Wegener / Lili Elbe (Lili Elvenes)
Alicia Vikander: Gerda Wegener (née Gottlieb)
Matthias Schoenaerts: Hans Axgil (Fernando Porta)
Ben Whishaw: Henrik Sandar (Claude Lejeune)
Amber HeardUlla Paulson (Anna Larssen)
Sebastian Koch: Dr. Kurt Warnekros
Pip Torrens: Dr. Jens Hexler
Emerald Fennell:Elsa
Adrian Schiller: Rasmussen

3 Ιουνίου 2016

Spotlight - 2015

Όσοι ζούμε σε μικρές κοινωνίες και όσοι έχουμε μεγαλώσει σε περιβάλλοντα που η εκκλησία είναι συνυφασμένη με την ζωή μας γνωρίζουμε πάρα πολύ καλά δύο πράγματα: Πρώτον, ότι όλοι γνωρίζουν το τι συμβαίνει γύρω μας και, ανάλογα με το θέμα και το τι θίγει, παριστάνουμε, όπως συνηθίζαμε να λέμε, ότι δεν ξέρουμε. Επίσης γνωρίζουμε πόσο ανέγγιχτο παραμένει ό,τι άπτεται της Εκκλησίας και εκκλησίας, με μεγάλο και μικρό γράμμα και της ηγεσίας αυτής. Μου έλεγε κάποτε πολιτικός, «ας τολμήσει κάποιος να κατέβει στον πολιτικό στίβο χωρίς την ευλογία του παπά, εννοώντας του Μητροπολίτη, έχει ήδη χάσει».
Η ταινία του Tom McCarthy τόλμησε να επαναφέρει δραματοποιημένο ένα μεγάλο σκάνδαλο αυτό της σεξουαλικής κακοποίησης παιδιών από ένα απίστευτα μεγάλο αριθμό ιερέων της καθολικής εκκλησίας. Το σκἀνδαλο αποκάλυψε η ομάδα Spotlight της εφημερίδας Boston Globe.
Η ερευνητική δημοσιογραφική ομάδα με αρχηγό τον Walter 'Robby' Robinson, με εντολή του άρτι τότε, 2001, αφιχθέντα εκδότη, Marty Baron, έφερε στο φως όχι απλώς την ιστορία 12 ιερέων, όπως πίστευαν αρχικά, αλλά 90, βρήκαν στοιχεία για 87, ενώ μέχρι πρόσφατα με αφορμή την δημοσίευση έχουν καθαιρεθεί από την Καθολική Εκκλησία 850 και επιβλήθηκαν κυρώσεις σε 2500 ιερείς, με τα κακοποιημένα θύματα να αριθμούν επίσημα στην ένωση τους, τα 22000. Το κυριότερο αυτό που θα μπορούσε να είναι ένα σκάνδαλο εντός των τειχών, απεδείχθη ότι όχι μόνο ήταν εν γνώσει της Αρχιεπισκοπής, όχι μόνο δεν απομακρύνονταν από τα καθήκοντά τους οι ένοχοι, αλλά απλά μετακινούνταν σε άλλη ενορία. Το συγκλονιστικότερο όλων, όλοι το γνώριζαν, αστυνομία, δικαστές, δικηγόροι και δημοσιογράφοι, αλλά όλοι σιωπούσαν. Η σιωπή είχε την μορφή πολλάκις της οικονομικής διαπλοκής, συμβιβασμοί και διαπραγματεύσεις, άλλοτε του καθωσπρεπισμού και της άποψης «δεν αγγίζουμε τους εκπροσώπους του Θεού». Χρειάστηκε ένας εκτός της πόλης, ο νέος εκδότης της Boston Globe, για να ανοίξει το θέμα.
Η ταινία έχει καλούς ηθοποιούς, χωρίς να ξεχωρίζει ιδιαίτερα κανένας, ίσως επιλογή για να υποστηριχθεί η ενότητα και έννοια της ομάδας. Δεν έχει πάθος, κρατάει το ρυθμό και την ένταση της, δεν παραποίησε την ιστορία, την αφηγείται καλά και κρατάει τον θεατή με αμείωτο το ενδιαφέρον χωρίς όμως να τον οδηγεί σε εξάρσεις και συναισθηματισμούς, εξασφαλίζοντας έτσι την ματιά του καθαρή όπως είναι και μία καλή δημοσιογραφική έρευνα. Θα συμπλήρωνα ότι μετά από 15ετία ο αναγνώστης του σήμερα, του διαδικτύου, έχει συνηθίσει σε άλλου είδους ρεπορτάζ. Γρήγορο, άμεσο, πομπώδες και πολλές φορές ατεκμηρίωτο και μην έχοντας καλύψει όλες τις πλευρές.
Ο σκηνοθέτης και συνυπογράφων το σενάριο εστίασε περισσότερο, εξάλλου και ο τίτλος της ταινίας, στο δημοσιογραφικό επίτευγμα, δυσκολίες ενδογενείς και εξωγενείς, συνεργασίες, χρηματισμοί και συμφέροντα, και λιγότερο στο ίδιο το γεγονός, ηθική, ψυχολογική, και πολιτική άποψη. Ακόμη περισσότερο απουσίαζαν τα θύματα και η ζωή τους. Υπήρξαν απλά νύξεις και παραδείγματα για να καλυφθεί το θέμα. Θα τονίσω ότι δεν επέτρεψε να γίνει χρήση κλειδαρότρυπας.
Σημαντικό το ότι συμπεριέλαβε τον Richard Sipe, πρώην ιερέα εργαζόμενο στο χώρο θεραπείας των ασελγών και ψυχίατρο, ο οποίος ασχολείται εδώ και 30 χρόνια με το θέμα της σεξουαλικής κακοποίησης παιδιών από ιερείς. Τα νούμερα και οι παρατηρήσεις του κάλυψαν την κοινωνικο-ηθική προσέγγιση της ταινίας. Ανέδειξαν το μέγεθος του προβλήματος.
Η δημοσιογραφία πήρε το 2003 το βραβείο Pulitzer, τα θύματα κάποια χρηματική αποζημίωση, όμως παρ όλες τις δηλώσεις του Ποντίφικα ουσιαστικά δεν έχουν παρθεί γενναίες και ρηξικέλευθες αποφάσεις από την πλευρά της Εκκλησίας. Ο δε υπεύθυνος Αρχιεπίσκοπος, αυτός που συγκάλυπτε τα σκάνδαλα πήρε προαγωγή, μακριά από την Αμερική του βέβαια, αλλά στην Basillica di Santa Maria Maggiore της Ρώμης.
Ο αρχιεπίσκοπος της Βοστώνης Καρδινάλιος Seán O’Malley, δια στόματος του Γραμματέα δήλωσε ότι δεν θα αποτρέψει τους πιστούς να δουν την ταινία αλλά θα είναι προσωπική τους επιλογή. [When asked if the archdiocese of Boston endorses the film, Terrence Donilon, communications officer to the city’s archbishop, Cardinal Seán O’Malley, said the archdiocese «would not discourage people from seeing the film», but viewing it «should be an individual choice»]
Εγώ θα την πρότεινα.

Σκηνοθέτης: Tom McCarthy
Σενάριο: Josh Singer Tom McCarthy
Φωτογραφία: Masanobu Takayanagi
Μουσική: Howard Shore
Editing: Tom McArdie
Η ομάδα Spotlight
Mark Ruffalo: Michael Rezendes
Michael Keaton: Walter ‘Robby' Robinson
Rachel McAdams: Sacha Pfeiffer
Liev Schreiber: Marty Baron
John Slattery: Ben Bradlee, Jr.
Άλλοι
Stanley Tucci : Mitchell Garabedian,
Gene Amoroso: Stephen Kurkjian
Jamey Sheridan: Jim Sullivan
Billy Crudup: Eric MacLeish
Maureen Keiller: Eileen McNamara
Richard Jenkins: Richard Sipe
Paul Guilfoyle: Peter Conley
Len Cariou: Cardinal Bernard Law
Neal Huff: Phil Saviano της SNAP
Michael Cyril Creighton: Joe Crowley

1 Ιουνίου 2016

Mouchette 1967

Είχα την τύχη να δω με καθυστέρηση 48 ετών την ταινία χάριν του MUBI, μια online ταινιοθήκη, που καθημερινά μας προβάλλει διαμαντάκια.
Ένα τέτοιο και η Mouchette του Robert Bresson, ενός από τους σημαντικότερους εκπροσώπους του Γαλλικού Νέου Κύματος. Γι αυτόν που ο Jean Luc Godard είπε πως «ο Robert Bresson είναι ο γαλλικός κινηματογράφος, όπως ο Ντοστογιέφσκι είναι η ρωσική λογοτεχνία και ο Μότσαρτ η γερμανική μουσική».
Είναι δύσκολο να εκτιμήσεις την ποιότητα και το εγχείρημα του κινήματος ζώντας σε μια εποχή που ήδη κοντεύει να αντικατασταθεί ακόμη και ο ηθοποιός, εκτός από τα σκηνικά, ενώ ξοδεύονται εκατομμύρια για το πιο σύνθετο υπερθέαμα.
Να εκτιμήσεις την αργή κίνηση, την αλληγορία, τον ηθοποιό πλασμένο από αγνά υλικά, δια χειρός ενός άλλου Πυγμαλίωνα, του σκηνοθέτη. Για τον Robert Bresson, αυτόν τον λάτρη της σιωπής μίλησαν πολλοί, και έχουν εντρυφήσει στο έργο του άλλοι τόσοι.
Διάλεξα την γνώμη ενός δικού μας κριτικού του Μανώλη Κρανάκη που γράφει:
«Δεν υπάρχει τίποτα που να μην έχει ειπωθεί για τον Robert Bresson και το έργο του. Και στην κυριολεξία τίποτα που να μην έμοιαζε, ήδη τη στιγμή που διατυπωνόταν, τελείως περιττό.
Ειδικά για έναν δημιουργό, που σε όλη τη διάρκεια του αιώνα που έζησε, ξόδεψε και την ελάχιστη σταγόνα ενέργειας και ευφυίας του, προκειμένου να πετύχει κάτι τόσο απλό αλλά συνάμα ακατόρθωτο, όπως την απόλυτη σιωπή.»
Ολα είναι σιωπή.
«Έχεις δει την ταινία μου;» ρώτησε κάποτε ο Robert Bresson έναν δημοσιογράφο κατά τη διάρκεια μιας συνέντευξης με αφορμή την προβολή του «Χρήματος» το 1983. Αυτός απάντησε καταφατικά.
«Τότε γνωρίζεις ακριβώς όσα κι εγώ. Δεν υπάρχει τίποτα περισσότερο για το οποίο αξίζει να μιλήσουμε».
[Μην αλλάξεις τίποτα, αλλά κάνε τα πάντα να μοιάζουν διαφορετικά].
Καταδικασμένος σε θάνατο (όπως οι περισσότεροι ήρωες του), ο Robert Bresson δεν κατάφερε ωστόσο ποτέ να αποδράσει από το πλήθος των θεωρητικών αναλύσεων που φρόντισαν από νωρίς να αποκωδικοποιήσουν τη θέση του στο παγκόσμιο σινεμά. Ευτυχώς, όμως, για τον ίδιο αλλά και την πολύπαθη κινηματογραφική ιστορία, το έργο του υπήρξε, από τη φύση του, περισσότερο ελεύθερο, περισσότερο μοντέρνο και, εν τη γενέσει του, περισσότερο διαχρονικό από όσο θα επέτρεπε οποιοσδήποτε καταναγκαστικός εγκλεισμός του σε μία - έστω και πλήρη - κινηματογραφική θεώρηση.
Δείγματα μιας πρωτοφανούς ιδιοφυΐας ή απλώς σπουδαίες πράξεις ενός ξεχωριστού θνητού, οι μόλις 13 ταινίες που γύρισε ο Robert Bresson από το 1943 μέχρι το 1983 εξηγούν αυτόνομα και σχεδόν ολοκληρωτικά όλα όσα προσπάθησαν κατά καιρούς να αποδοθούν ως ιδιότητες στο αγιασμένο ήδη από τους φανατικούς θαυμαστές του «μπρεσονικό» του έργο. Και το κυριότερο. Μοιάζουν με την πιο αποστομωτική απάντηση στην παρεξήγηση που ήθελε το δημιουργό τους αποφασισμένο να αλλάξει το σινεμά.
Ο Ρομπέρ Μπρεσόν δεν είχε πρόθεση να αλλάξει το σινεμά. Ήθελε απλά, αλλά συνειδητά, να το επαναφέρει στην όποια πρωταρχική του υπόσταση και, ίσως σημαντικότερο από το να το αλλάξει, να το εφεύρει από την αρχή.
Γι αυτό και απεχθανόταν τη λέξη ‘σινεμά’ προτιμώντας αντ' αυτού τη λέξη ‘κινηματογράφος’. Αυτή ήταν η Τέχνη του Robert Bresson. Ο Κινηματογράφος. Που «η αλήθεια του δεν μπορεί να είναι η αλήθεια του θεάτρου, ούτε η αλήθεια του μυθιστορήματος, ούτε η αλήθεια της ζωγραφικής». Και η αναζήτηση της ουσίας του (απαλλαγμένης τόσο από τα δάνεια των άλλων τεχνών, όσο και από την βιομηχανοποίηση μιας πρωταρχικά χειρωνακτικής διαδικασίας) θα γινόταν για τον Μπρεσόν κάτι σαν το δικό του άγιο δισκοπότηρο. Μια βίαιη και αιματηρή «σταυροφορία» που νομοτελειακά έμελλε να μπερδέψει ακόμη περισσότερο όσους προσπάθησαν μάταια να τον κατηγοριοποιήσουν ως έναν «ασκητικό» καλλιτέχνη, έναν βαθιά θρησκευόμενο δυτικό, έναν κλειδωμένο διανοούμενο την ίδια στιγμή που ο ίδιος ήθελε απλά και μόνο να στρέψει το βλέμμα στο αναγκαίο, το απαραίτητο, το αδύνατο."
Μέσα σ’ αυτήν την απόλυτη λιτότητα κινείται η Mouchette. Για το έργο του ο Bresson είπε ότι «η Mouchette είναι η προσωποποίηση της μιζέριας και της εγκληματικότητας. Μπορείς να την βρεις οπουδήποτε: Πόλεμοι, στρατόπεδα συγκέντρωσης, βασανιστήρια και δολοφονίες».
Το σενάριο υπογράφει ο σκηνοθέτης, βασίσθηκε σε μία νουβέλα με τον ίδιο τίτλο του Georges Bernanos.
Βρισκόμαστε στην Γαλλία, σ’ ένα μικρό χωριό. Ένα σιωπηλό κορίτσι, μόλις στην αρχή της εφηβείας, παλεύει να υπάρξει στον ασφυκτικό κλοιό μιας στενόμυαλης, διεφθαρμένης, μικρής επαρχιακής κοινωνίας. Ζώντας την απόλυτη φτώχεια ,έχει επιφορτισθεί την φροντίδα της οικογένειας. Η μητέρα αγωνιά άρρωστη στο κρεββάτι, ένα βρέφος, το νεώτερο μέλος της οικογένειας, χρειάζεται την φροντίδα της. Αδελφός και πατέρας εμπορεύονται παράνομα, εν γνώση και αδιαφορία όλων, οινοπνευματώδη. Αλκοολικός τουλάχιστον ο πατέρας.
Υπομένει την έλλειψη φροντίδας, την απουσία στοργής, τον περίγελο, τον οίκτο, την βία. Κινείται σε ένα χώρο σαν εκτός αυτού. Την θυμούνται οι γεμάτοι ορμές έφηβοι, την αποφεύγουν και περιφρονούν οι συμμαθήτριες, την σχολιάζουν οι μεγαλύτερες.
Ένα βράδυ σφοδρής καταιγίδας, έχοντας χαθεί μέσα στο δάσος, θα γίνει μάρτυρας μιας διαμάχης ανάμεσα σε δύο αντίζηλους. Ένα πλάσμα απροστάτευτο. Εσύ κι αυτή. Ο φόβος παρών. Θα την οδηγήσει, ὀταν την ανακαλύψει ο ένας εξ αυτών στην καλύβα του, με την υποψία δε ότι έχει σκοτώσει τον άλλον, θα την εξαναγκάσει να γίνει το άλλοθι του, και τελικά τη βιάζει. Θέλεις να την αναλάβεις, να την προστατεύσεις, να την στεγνώσεις. Δεν το ζητά. Δεν κλαψουρίζει, δεν επιζητά τον οίκτο, δεν χαμογελά, δεν ξεχνιέται παρά μια φορά.
Η κάμερα καταγράφει τη σιωπή, το βλέμμα και το παπούτσι της, τα κουρελιασμένα ρούχα της. Ένα παιδί η ίδια σε ρόλο ευθύνης. Ένα παγιδευμένο ανήμπορο πουλί.
Επιλέγει τον θάνατο από την υποτιθέμενη ελευθερία.
Όλα εκφράζονται με την κάμερα που θαρρείς αφηγείται ακόμη και τα συναισθήματα, ενώ έχεις την βαθιά πεποίθηση ότι τα άκουσες να εκφέρονται.
Οι ηθοποιοί έχουν αυθεντικότητα και φυσικότητα. Λείπουν οι κραυγαλέες εκφράσεις, οι θεαματικές κινήσεις, οι εύπεπτες ατάκες. Τα πλάνα αλλάζουν και με το άνοιγμα ή κλείσιμο πόρτας. Εν γνώση του θεατή.
Ζεις το δράμα της Μouchette και ταυτόχρονα έχεις την ενοχή για τον κόσμο στον οποίο συμμετέχεις.
Ήχοι φυσικοί, παγιδευμένα ζώα ως η παγιδευμένη τρυφερή ψυχή της Mouchette. Ένας κόσμος που θα ήταν γραφικός αν δεν σου έδειχναν την άλλη πλευρά του, αυτή της αλήθειας.
Η μουσική εμφανίζεται ως προοίμιο στην αρχή, και μετά χάνεται, ή νομίζεις ότι χάνεται.
Θα έλεγα ποιητική η εικόνα αλλά θα ήταν σαν να πρόδιδα αυτόν που τον κινηματογράφο τον ήθελε ανεξάρτητο από τις άλλες τέχνες. Τέχνη ξεχωριστή από μόνος του.
Είναι από τα έργα που θέλεις να τα κρατήσεις, να τα ξανασυναντήσεις.

Σκηνοθέτης: Robert Bresson
Σενάριο: Robert Bresson βασισμένο στην ομότιτλη νουβέλα του Georges Bernanos
Φωτογραφία: Ghislain Cloquet:
Μουσική: Jean Wiener,Claudio Monteverdi
Editing: Raymond Lamy
Ηθοποιοί
Nadine Nortier: Mouchette
Jean-Claude Guilber: Arsène
Marie Cardinal: Mother
Paul Hebert: Father
Jean Vimenet: Mathieu
Marie Susini: Mathieu’s wife
Suzanne Huguenin: Layer-out of the Dead
Marine Trichet: Louisa
Raymonde Chabrun: Grocer