28 Δεκεμβρίου 2014

Ο εγωïστής Γίγαντας (The Selfish Giant) - 2013

Ο εγωιστής γίγαντας της Clio Barnard είναι μια ταινία με παιδιά αλλά όχι μόνο για παιδιά. Ο τίτλος ίδιος με αυτόν του Oscar Wilde. Ο απροετοίμαστος θεατής νομίζει ότι θα δει κινηματογραφημένο το ομώνυμο παραμύθι.
Το μόνο κοινό τους, ο εγωισμός και η μεταμέλεια.
Δυο αγόρια, περίπου δεκατριάχρονα, ζουν με τις προβληματικές τους οικογένειες στο Bradford.
Πριν δει κανείς την ταινία και για να αντιληφθεί το δράμα της καλό θα ήταν να γνωρίζει ότι η εν λόγω περιοχή είναι με το υψηλότερο δείκτη ανεργίας μια και ήταν από τις πρώτες που επλήγησαν από την αποβιομηχάνιση της περιοχής με το κλείσιμο των εργοστασίων κλωστοϋφαντουργίας και τις υπόλοιπες μονάδες που συνδεόταν με αυτές, όπως κατασκευής σιδήρου, εξαρτημάτων κα.
Η άλλοτε ακμάζουσα περιοχή, από τα μέσα του 19 αι μέχρι τα μέσα του 20 αι έφθασε να έχει σήμερα 25% ανεργία με ότι αυτό σημαίνει. Η κάποτε «παγκόσμια πρωτεύουσα του μαλλιού» παρήκμασε.
Φανταστείτε ότι οι εργάτες του 50, σήμερα παππούδες, αν ζουν ακόμη, είδαν τους γιους και εγγονούς τους άνεργους. Ότι ακούσματα είχαν αποτελειώθηκαν. Οι περισσότεροι είχαν έρθει από Ιρλανδία, για να βρουν ένα μεροκάματο. Έμοιαζε κάποτε με γη της επαγγελίας. Με το κλείσιμο των εργοστασίων ακολούθησε η φτώχεια, η γκρίνια και σύντομα η διάλυση της οικογένειας και η εγκληματικότητα.
Δυο παιδιά, ο Arbor και ο Swifty, μεγαλώνουν σε ένα τέτοιο περιβάλλον. Του ενός ο πατέρας άφαντος, ο αδελφός στα ναρκωτικά. Του άλλου η οικογένεια πολύτεκνη με προβληματικούς γονείς. Η φτώχεια και τα χρέη εξίσου μεγάλα και κοινά. Ο ένας εκ των δύο έχει ιδιαιτερότητα στον χαρακτήρα και παίρνει φάρμακα. Η συμπεριφορά του τον οδηγεί σε ρήξεις και εκτός σχολείου. Η δύναμη επιρροής του Arbor πάνω στον Swifty  θα τον οδηγήσει κι αυτόν, μετά από ένα καυγά, εκτός σχολείου. Στην φιλία τους θα βρει ο καθένας αυτό που δεν έχει. Αποφασίζουν οι δυο τους να βοηθήσουν τις οικογένειες των μαζεύοντας σκουπίδια από αλουμίνιο, χαλκό και σίδερο, τα οποία η μάνδρα, δηλαδή ένας σκληρός σκουπιδοσυλλέκτης, αγοράζει για ψίχουλα. Εκμεταλλεύεται την ανέχεια, το αδύναμο παιδί. Άγριος, σκληρός και άπληστος .
Αυτός είναι ο ένας σκληρός γίγαντας που η μεταμέλειά του σώζει μια ψυχή. Εξάλλου ποτέ δεν είναι αργά να σώσεις μια ψυχή… την δική σου.
Η σκληρότητα των ανθρώπων, των συνομήλικων, η απουσία της  κοινωνικής πρόνοιας και η εκμετάλλευση των ανηλίκων θα τα οδηγήσει σε άλλους δρόμους και θα δημιουργήσει και την πλοκή της ταινίας.
Η  ερμηνεία των δυο παιδιών άπταιστη. Η σκηνοθεσία της Clio Barnard ξεχωριστή. Ανέδειξε με ρεαλιστικό τρόπο την σκληρότητα της ζωής αυτών των παιδιών, της ζωής των κοινωνικών τους ομάδων. Βιώνεις  το δράμα, την αδικία και εγκατάλειψη από την πολιτεία αυτών των υπέροχων και τρυφερών πλασμάτων. Νιώθεις άβολα για την βολή σου και τις απαιτήσεις σου. Αγανακτείς με το πόσο εκτεθειμένα κι απροστάτευτα παραμένουν και σήμερα τα παιδιά. Παιδική εργασία, κανονικά δεν θα ‘πρεπε να υπάρχει και ο όρος, αφού τυπικά δεν υφίσταται αυτό το είδος απασχόλησης. Άλλη μία έκφραση της κοινωνικής μας υποκρισίας.
Στο περιθώριο της πόλης αυτά τα δύο πλάσματα ονειρεύονται πως θα ξεχρεώσουν τους γονείς τους. Αντεστραμμένοι οι ρόλοι. Οι δε γονείς τους, αφημένοι κι αυτοί σ’ αυτό που αποδέχθηκαν ως πραγματικότητα, παραμένουν, η μεν μητέρα του Arbor συμβιβαστική, οι δε γονείς του Swifty προστατευτικοί με τον δικό τους ελλειμματικό τρόπο. Σε μία συνέντευξη η Clio Barnard ανέφερε  τα σχόλια της μητέρας σχετικά με τον υπεύθυνο της μάνδρας: There was a real ambivalence in the community about whether the scrap merchant was exploiting them, or giving them an opportunity, Βut I remember Matty's mum saying to me, «What the hell else is he going to do around here? At least he's earning some money.». Αυτή η φράση τι άλλο θα μπορούσε να σημαίνει εδώ γύρω; Είναι απλά η επιβεβαίωση της αποδοχής της σκληρής πραγματικότητας.
Ο Arbor  είναι εγωιστής, σκληρός, ευρηματικός, υπερκινητικός και ο Swifty υποχωρητικός, χοντρούλης, αλλά εύπλαστος και τρυφερός. Η φιλία τους θα κλονιστεί και το τέλος θα ‘ρθει άσχημο, τραγικό, αμετάκλητο.
Ο Γολγοθάς των δυο παιδιών θα γίνει ολισθηρή κατηφόρα. Η μεταμέλεια δεν θα φέρει τα άνθη στα δένδρα όπως στο παραμύθι. Θα πονέσουν, θα κλάψουν.Ο Arbor, o μικρός γίγαντας, ένας άκακος αλλά σκληρός, θα λιώσει από την μεταμέλεια. Θα του αφαιρέσει ο πόνος την μαγκιά. Θα τον γλυκάνει. Είναι η προοπτική μιας ανθοφορίας. Είναι ανάσα για τον θεατή.
Όσο όμως δυνατή είναι η ιστορία, εξίσου συναρπαστική είναι και η σκηνοθεσία.
Η καταπληκτική φωτογραφία και τα πλάνα των εξωτερικών χώρων λειτουργούν ως βαλβίδες αποφόρτισης του θεατή. Ποιητική προσέγγιση του χώρου και των πορτρέτων. Η έλλειψη μουσικής και οι φυσικοί ήχοι συμβάλλουν στην δημιουργία συγκίνησης, έντασης συναισθηματικής. Το πείσμα και εμμονή του Arbor προκαλεί την τρυφερότητα. Η καλοσύνη του Swifty προς τα άλογα, σκηνή με τα δυο παιδιά ξαπλωμένα τρώγοντας από κοινού ένα μήλο και κοιτάζοντας στον ουρανό, ανεξίτηλη στη μνήμη.
Σύγχρονοι ήρωες που όμως κουβαλούν τον Όλιβερ Τουίστ, τον Τομ Σώγιερ, τον Χωκμπερι Φιν. Δυσκολεύεσαι να πιστέψεις ότι είναι πρόσφατη η εποχή. Μάλλον αρνείσαι να δεχτείς ότι είσαι κι εσύ συγκάτοικος αυτού του κόσμου. Συνυπεύθυνος.
Η Barnard σε μία συνέντευξη στην Guardian στην ερώτηση αν τα παιδιά αντέχουν τόσο ρεαλισμό, είπε «Καλό θα είναι τα παιδιά να γνωρίζουν τι θα συναντήσουν στη ζωή.» Έχει πολύ δίκιο. Η ίδια φρόντισε να παρουσιάσει με τέτοιο τρόπο το θέμα, που λυπάσαι μεν, προβληματίζεσαι δε. Φροντίζει να μην δημιουργήσει αρρωστημένη ατμόσφαιρα… δίνει διέξοδο.

Σκηνοθεσία         Clio Barnard
Σενάριο              Clio Barnard
Φωτογραφία       Mike. Eley
Editing               Nick Fenton
Μουσική             Harry Escott
Διανομή ρόλων    Helen Hubbard

Ηθοποιοί.
Arbor                 Conner Chapman
Swifty                Shaun Thomas
 Kitten               Sean Gilder 


26 Δεκεμβρίου 2014

Ένα Ταξιδι 30,5 μέτρα Μακριά (The Hundred-Foot Journey) - 2014


Το ότι μας αρέσουν τα παραμύθια, εμένα και πολλούς άλλους, είναι γεγονός και μάλιστα ευχάριστο. Το να θέλεις όμως με παραμύθια να ενώσεις τους λαούς και να περάσεις μήνυμα αδελφοσύνης θα πρέπει να είσαι ή πολύ δυνατός παραμυθάς, ή να βυθίζεις το μαχαίρι βαθιά μέχρι το κόκκαλο, πράγμα που σημαίνει ότι θα προκαλέσεις και τις ανάλογες αντιδράσεις.
Ο λόγος για την τελευταία ταινία του Lasse Hallstöm, στα ελληνικά: Ένα Ταξίδι 30,5 μ μακριά, ή Τhe Hundred foot journey. Μια οικογένεια Ινδών πολιτικών προσφύγων αναζητά τη τύχη της στην Ευρώπη και καταλήγει τελικά στην Νότια Γαλλία. Το πείραμά του Hallstöm στο Fishing Salmon in Yemen πριν λίγα χρόνια προφανώς απέτυχε… γιατί λοιπόν ξαναεπανέρχεται στο ίδιο θέμα;

Σημείωση πρώτη: Ευκατάστατοι στην Ινδία, κατάφεραν και έφεραν αρκετό χρήμα μαζί τους. Στο γραφικό Γαλλικό χωριό Saint Antonine Noble-Val, όπου θα εγκατασταθούν, κάνουν αυτό που ξέρουν καλύτερα και τους χάρισε την ευημερία. Θα ανοίξουν εστιατόριο. Έχουν τις απαραίτητες γνώσεις και το επιχειρηματικό πνεύμα του πατέρα μαζί τους, και ως πλεονέκτημα, το ότι ο ένας εκ των δύο υιών τυχαίνει να είναι ένας πολύ χαρισματικός μάγειρας. Κληρονομημένο ταλέντο από την μητέρα του, την οποία χάσανε στις φλόγες, όπως και το μαγαζί τους, εξαιτίας των εκεί τοπικών πολιτικών εχθροτήτων.

Σημείωση δεύτερη:Το εστιατόριο Maison Mumbai θα το ανοίξουν απέναντι σ' ένα Γαλλικό εστιατόριο, Le Saule Pleureur, με διάκριση Michelin και ιδιοκτήτρια μια ικανή, παθιασμένη με την δουλειά της, αλλά ισχυρογνώμων κυρία, ονόματι Madame Mallory (Helen Mirren). Στο σημείο αυτό ξεκινάει η διαμάχη ανάμεσα τους. Παιδαριώδης η επιλογή από τον σκηνοθέτη της 'σύμπτωσης' αυτής, ακόμη και για μια κωμωδία. Το πάθος του γιου για την μαγειρική, τη Γαλλική κουζίνα και για μια υπάλληλο του απέναντι εστιατορίου θα εξομαλύνει τις σχέσεις και θα δρομολογήσει τη εξέλιξη της ιστορίας μας.

Σημείωση τρίτη: Όσο καλοστημένα κι αν είναι τα σκηνικά, όσο κι αν έχεις εξαιρετική φωτογραφία, γεωγραφική θέση προνομιούχα, καλές ερμηνείες, επώνυμους παραγωγούς, (τον Steven Spielberg, την Oprah Winfrey και την Juliet Blake) ως και την Disney Company από πλάι, την μετριότητα με μετριοπαθή στάση δεν μπορείς να την αποφύγεις. Κάποτε άκουσα μια φράση ότι για να κάνεις ομελέτα πρέπει να σπάσεις αυγά... πραγματικά, χαϊδεύοντας δεν συμφιλιώνεις λαούς, ούτε μιλάς για πολιτισμικές διαφορές. Έναν ολόκληρο λαό, τον Ινδικό, με παράδοση χιλιετιών που τάïσε Ευρώπη και Αμερική από το 50 και μετά, δεν τον καθιστάς γραφική νότα. Κανείς δεν θα αμφισβητήσει την γαλλική κουζίνα. Δεν μπορείς όμως να προκαλείς γέλιο με την πολιτισμική ιδιαιτερότητα κάποιου άλλου λαού, μετατρέποντας τον σε κλόουν.

Σημείωση τέταρτη: Θυμώνω με σκηνοθέτες που με εγκλωβίζουν. Εννοώ ότι χωρίς να το θέλω γέλασα κι εγώ με φαιδρές καταστάσεις παρόμοιες μ' αυτές που προκύπτουν όταν κάποιος προσπαθεί να εγκλιματιστεί σε ένα καινούριο περιβάλλον. Αισθάνθηκα ντροπή εκ των υστέρων. Δεν βαθμολογείς κουλτούρες. Και όμως ο σκηνοθέτης, παρουσιάζοντας την Γαλλία, κοινωνική ομάδα υποδοχής και πλειοψηφία, ως γνωρίζουσα και υπερέχουσα, παίρνει θέση και η επιλογή του είναι να εγκλωβίσει τον θεατή. Ούτε είναι αθώα αυτή η ιστορία, ούτε η θετική έκβασή της απαλλάσσει τους δημιουργούς της από την ευθύνη. Αν δεν είχε προηγηθεί η προηγούμενη ταινία του θα έλεγα ότι δεν τίθεται θέμα πρόθεσης. Υπάρχει όμως για μένα. Έχει θέση. Ποια; Όταν κάποιοι κατέχουν γνώση και δύναμη, είναι σπουδαίοι η πετυχημένοι, μπορούν και είναι γενναιόδωροι, βοηθούν τότε, αναγνωρίζουν την αξία, αλλά μόνο όταν θέλουν και έχουν όφελος.

Τέλος καλό όλα καλά, θα συμπλήρωνε κάποιος. Στην εποχή του «πολιτικά ορθού» το να μας χαρίσει ένα χαλαρό δίωρο δεν αρκεί. Αρνούμαι να δεχθώ ότι στον ανταγωνισμό δυο «μαγειρικών» παγκοσμίως αποδεκτών, επιλέγεις το συγκερασμό έχοντας ένα επαγγελματία της μίας να θαυμάζει τον επαγγελματία της άλλης από θέση κατωτερότητας. «Να μάθεις, να γίνεις chef, να πάρεις Michelin stars», (...«να τους μάθεις να ψαρεύουν σολομούς στην Υεμένη»). Ε, πια, κύριε Hallström! Η Δύση, μα τίποτα δεν έμαθε ακόμη; Εσείς δε, πόσο έξυπνα αποφεύγετε την μομφή, ισχυριζόμενος ότι δεν κάνετε πολιτική ταινία αλλά αναζητάτε μέσω της 'αβάσταχτης ελαφρότητας' την συνύπαρξη και συμφιλίωση των λαών;

Υπάρχει βεβαίως και μια άλλη άποψη, όπως της Oprah Winfrey: «Food blends cultures and allows us to have just a little peek into someone else's life... It is about a hundred foot divide between cultures... It’s about human beings coming to understand other human beings and more importantly, after you get to experience or step into somebody else’s shoes or see them for a real human being, how you understand that you αre really more alike than you are different».

Οφείλω να ομολογήσω ότι ακόμη χαμογελώ όταν σκέφτομαι κάποιες σκηνές. Γρήγορα όμως ανακαλείται το χαμόγελο όταν σκεφθώ με τι γέλασα. Θεατές αδιάφοροι υπάρχουν. Ερώτηση: όταν στον κινηματογράφο τίποτα δεν συμβαίνει τυχαία, πόσο αδιάφοροι θα μπορούσαν να είναι τότε οι δημιουργοί;

Σκηνοθέτης                  Lasse Hallström
Σενάριο.                      Steven Knight
Βιβλίο.                        Richard C.Morais
Μουσική.                     A.R.Rahman
Φωτογραφία.               Linus Sandgren
Editing.                       Andrew Mondshein

Ηθοποιοί
Madame Mallory            Helen Mirren
Hassan                        Mannish Dsyaal
Papa.                          Om Puri
Marguerite                   Charlotte Le Bon                  

15 Δεκεμβρίου 2014

Lucy - 2014

Η Lucy, μια ανέμελη Αμερικανίδα φοιτήτρια στο Τόκιο, θα βρεθεί να κάνει το «βαποράκι» κάτω από την πίεση φίλου της προς ένα Κινέζο μαφιόζο έμπορο. Στην συνέχεια θα μπλεχθεί σε μία απρόβλεπτα επικίνδυνη αποστολή. Συγκεκριμένα, θα βρεθεί με πλαστική σακούλα γεμάτη με μια τρομακτικά επικίνδυνη ουσία εμφυτευμένη μέσα στη κοιλιά της.
Λέγεται ότι η εν λόγω ουσία, ονομαζόμενη στη ταινία «CPH4», προσδίδει σε μεγάλη δόση υπερφυσικές ικανότητες στον χρήστη της. Η σακούλα, εξαιτίας χτυπημάτων που δέχεται η Lucy από τους επιτηρητές/βασανιστές της, ελευθερώνει ποσότητες του CPH4 που την καθιστούν μια υπερφυσική δύναμη. Όχι μόνο ταξιδεύει με ιλιγγιώδη ταχύτητα στο παρελθόν της, ελέγχει τους άλλους, διαβάζει την σκέψη τους, ενεργοποιεί συσκευές, αποστηθίζει σελίδες συγγραμμάτων, ελέγχει τις κινήσεις των άλλων, κυριαρχεί το χώρο και το χρόνο. Με αυτό το τρόπο και θα εκδικηθεί, αλλά και θα βοηθήσει την ανθρωπότητα που εδώ κι εκατομμύρια χρόνια εξελίσσεται, αλλά έχει στο μεταξύ φθάσει πάλι σε αδιέξοδο.
Με παράλληλο μήνυμα, που οι θεατές λαμβάνουν μέσω διάλεξης ενός διάσημου στο θέμα καθηγητή, μαθαίνουμε ότι ο άνθρωπος δεν αξιοποιεί παρά μόνο το 10% των δυνατοτήτων του εγκεφάλου του (το οποίον βέβαια δεν είναι καθόλου αλήθεια). Το μήνυμα αυτό είναι ο βασικός άξονας της ταινίας.
Η Lucy, εξαιτίας της ουσίας που διαχύθηκε μέσα της, θα υπερβεί τα όρια και θα φθάσει σε υπερφυσικές δράσεις, χρόνου, επικοινωνίας, συνειδητού και ασυνείδητου.
Ο Luc Besson θέλησε να κάνει μία ταινία δράσης επιστημονικής φαντασίας με κοινωνικές διαστάσεις και προβληματισμούς. Θέλησε να συνδέσει το 2001: A Space Odyssey του Stanley Kubrick με μια ταινία αποδεκτή κι εύληπτη από το ευρύ κοινό. Όπως είπε ο ίδιος, ήθελε, αφήνοντας την αίθουσα, να μείνει ο θεατής με ένα προβληματισμό.
Το πέτυχε;
Διάλεξε να τον καθηλώσει με διάφορα μέσα:
Μια γυναίκα, την Scarlett Johansson, για την πειθαρχία της και δραματική της ικανότητα. Δεν παρέλειψε όμως να την επιδεικνύει όπου μπορούσε και σαν σύμβολο σεξ.
Έναν πειστικό καθηγητή, τον Morgan Freeman, που αφού υπήρξε κάποτε και «Θεός» θα μπορούσε να γίνει τώρα και πηγή Σοφίας.
Σκηνές και σκηνικά αριστουργηματικά, άφθονα εφέ CGI που χρησιμοποιήθηκαν για να επιτύχουν τον επιστημονικής φαντασίας προβληματισμό Άνθρωπος-Χρόνος-Θεός-Γνώση.
Η εκδίκηση προς τους βασανιστές της δεν ήταν ο κυρίως στόχος της Lucy.
Ό,τι της δόθηκε, έστω και εγκληματικά, έπρεπε να μεταλαμπαδευτεί στην ανθρωπότητα, δηλαδή η γνώση. Το ερώτημα παραμένει πάντως αν η «Γνώση» μας φέρνει πιο κοντά στο «κατ’ εικόνα και ομοίωση Αυτού».
Αίμα άφθονο, ταχύτητες ιλιγγιώδεις, πυροβολισμοί και θάνατοι υπερβολικοί. Πολλές φορές η υπερβολή τους, μόνο αν ειδωθούν υπό το πρίσμα της διακωμώδησης, ανέχονται.
Δράση, δράμα, φιλοσοφία, άποψη, όλα εμπεριέχονται σε μια ταινία δράσης και αγωνίας, επιστημονικής φαντασίας.
Πείθει με έξυπνο τρόπο. Στο τέλος αναρωτιέσαι «μήπως και είναι αλήθεια»; Επίσης το ερωτηματικό μιας υπαρξιακής ανησυχίας του είδους «τι θα έκανε ένας άνθρωπος αν είχε την κατάλληλη γνώση και ικανότητα» σε συνοδεύει και μετά την θέαση.
Δεν έκανε «κοιλιά». Τρέχει η ταινία, κι εσύ μαζί. Δύο-τρεις σκηνές, το ντύσιμο της Lucy, η νύξη ερωτισμού με τον Αστυνομικό σε επαναφέρουν στην πραγματικότητα, όπως και η σκηνή στα χειρουργεία, στους δρόμους, στην δραματική συνομιλία με την μητέρα της στο τηλέφωνο.
Το ευτύχημα είναι ότι δεν φοβήθηκα, ούτε και αγχώθηκα. Τώρα, αν έπρεπε να δω τόσο αίμα, τον άλλο να τον κολλάει η σφαίρα σαν χαλκομανία σε παράθυρο, να καθαρίζονται σαν αστραπή δεκάδες άνθρωποι, για να προβληματιστώ για το τι μπορεί να κάνει ένας άνθρωπος με το μυαλό του, τι καθορίζει την πορεία του στην γη, ο χρόνος και οι ουσίες που τον καταργούν, είναι θέμα επιλογής του καθενός μας. Η υπερβολή ως μέσον ελάφρυνσης της επιρροής επάνω στον θεατή έχει πολλούς θιασώτες αλλά και πολέμιους.
Ευρηματική; Ναι.
Γρήγορη; Ναι.
Επιστημονικής φαντασίας ; Ναι.
Δράσης; Ναι.
Προβληματισμού; Ναι.
Προτείνεται; Θέμα επιλογής ως προς το είδος. 

Σκηνοθέτης                 Luc Besson
Σενάριο                      Luc Besson
Μουσική                     Eric Serra
Editing                       Julien Rey
Φωτογραφία              Thierry Arbogast
Ηθοποιοί
Lucy                           Scarlett Johansson
Καθηγητής Norman     Morgan Freeman
Mr Jang                      Min-sik Choi
Αστυνομικός               Pierre Del Rio

13 Δεκεμβρίου 2014

Τα Δύο Πρόσωπα του Ιανουαρίου (The two Faces of January) - 2014

Πολλές φορές έχεις ανάγκη από μία ταινία απλά για να χαλαρώσεις και κλείνοντας τον διακόπτη, αν την δεις σε video, ή ανάβοντας τα φώτα, αν είσαι  σε αίθουσα κινηματογράφου, να πεις ήταν ένα ευχάριστο δίωρο.
Βέβαια η ταινία ξεκινά με ένα δυνατό χαρτί, βασίζεται στο βιβλίο της Patricia Highsmith.
Είναι αναμφισβήτητη η ικανότητα της στην δημιουργία σφιχτοδεμένης πλοκής και δυνατών χαρακτήρων. Με αυτό, ως μεγάλο πλεονέκτημα, η ταινία ξεκινά. Ένα ερωτικό τρίγωνο, όμορφοι άνθρωποι, ερωτική έλξη και οιδιπόδειο, φόντο τα ομορφότερα κομμάτια της Ελλάδας του 1960, στήνεται η πλοκή με δεδομένη την επιτυχία.
Όμως δεν είναι αρκετά, χρειάζεται μία καλή σκηνοθεσία για να πετύχεις. Ήταν καλή. Ο σκηνοθέτης Hossein Amini, ενώ μοιάζει να επηρεάσθηκε από τις ταινίες του Hitchcock, μερικές φορές νόμιζα ότι έβλεπα μια απ’ αυτές, πέτυχε εν τέλει την δική του εκδοχή  στην απόδοση μιας ταινίας εγκλήματος και δράσης.
Δεν κουβαλούσε αυτό το φόβο που σε αρρωσταίνει, ακόμη και στις ταινίες Hitchcock. Παρακολουθούσες και η ανατροπή δεν είχε τον τρόμο του ελλοχεύοντoς κακού αλλά το κακό εξαιτίας της ανατρεπτικότητας της ζωής.
Αξιοσημείωτη η φωτογραφία του Marcel Zyskind έδωσε το φως της Μεσογείου και τις σκιές του, το μυστήριο των σοκακιών της παλιάς Κωνσταντινούπολης.
Ήταν πλεονέκτημα ότι ο δυνατός ήχος μας προειδοποιούσε για την ανατροπή.
Σε ό,τι αφορά την απόδοση της εποχής, μιας εποχής που κουβαλώ ακόμη στην μνήμη μου, έγινε αψεγάδιαστα.
Πολύ καλές ερμηνείες, αδυνατώ να τις ιεραρχήσω. Το έργο είχε τρεις  πρωταγωνιστές. Δεν επισκίασε κανείς από τους τρεις τους τον άλλον. Οι χαρακτήρες τους αποδόθηκαν με την ίδια δεξιοτεχνία. Σπάνια βλέπεις όμορφη πρωταγωνίστρια που δεν παύει να τονίζει κάθε τόσο «δείτε πόσο όμορφη είμαι», «προσέξτε με». Η Kirsten Dunst ήταν μια κούκλα που την θαύμαζες και την αποδεχόσουν, το κυριότερο, την απλοϊκότητα του ρόλου της δεν επέτρεψε να τη μειώσει.
Με απασχόλησε ο τίτλος και η σημασία του.
Η προσωπική μου εξήγηση θα μπορούσε να είναι ότι ο Rydal είναι και καλός και κακός. Bοηθάει, σαν πρόσχημα, αλλά μηχανεύεται το κακό. 
Όμως δεν είναι. Καθώς  έπαιρνα απόσταση από την θέασή μου ξεκαθάρισε και ο τίτλος:
Ο δύο άνδρες είναι ένα και το αυτό πρόσωπο. Παρελθόν και μέλλον της ίδιας προσωπικότητας. Ο ένας βλέπει στον άλλο το αντίστοιχο ηλικιακό κομμάτι του. Το ίδιο και η Colette επιθυμεί το κομμάτι που λείπει στον άλλον.
Ποιον διαλέγει είναι απάντηση που δίνεται με την θέαση της ταινίας.

Σκηνοθεσία.             Hossein Amini
Βιβλίο.                     Patricia Highsmith
Σενάριο.                   Hossein Amini Patricia Highsmith
Μουσική.                  Alberto. Iglesias
Editing.                    Nicolas Chaudeurge Jon Harris
Διανομή ρόλων.        Richard Hicks Jina Jay
Φωτογραφία.           Marcel Zyskind

Ηθοποιοί
Viggo Mortensen       Chester
Kirsten Dunst            Colette
Oscar Isaac               Rydal

4 Δεκεμβρίου 2014

How to Train your Dragon 2 - 2014

Φέτος το καλοκαίρι βγήκε στις αίθουσες η ταινία «How to Train your Dragon 2». Είναι η δεύτερη ταινία μιας πρόσφατης σειράς φιλμ που ξεκίνησε το 2010 με το πρώτο επεισόδιό της και με ομώνυμο τίτλο (χωρίς το 2 βέβαια), παραγωγή της Dreamworks του Steven Spielberg, που ήδη μας χάρισε αριστουργήματα του είδους στο παρελθόν. Ταινία 3D animation κατασκευασμένη εξ ολοκλήρου σε υπολογιστές, χωρίς ηθοποιούς, μόνο την φωνή τους τελικά δανείζεται.
ΟΙ λόγοι που επέλεξα να την δω ήταν: 
α) ήθελα να ενημερωθώ μέχρι που έφθασε η τεχνολογία σ’αυτό το είδος κινηματογράφου.
β) τι είναι αυτό που ανεβάζει τις εισπράξεις τέτοιων ταινιών στα ύψη.  
γ) τι βλέπουν την σήμερον ημέραν τα «παιδιά».
Εντυπωσιάσθηκα, για να είμαι ειλικρινής, είναι το ρήμα που θα εκφράσει εμένα καλύτερα, μια και δεν ανήκω στους λάτρεις του συγκεκριμένου είδους.  
Συνολικά πήρε τέσσερα χρόνια να ολοκληρωθεί με πάρα πολλούς εργαζόμενους, πολλαπλών ειδικοτήτων. Βεβαίως, δεν είναι αυτή η ταινία ούτε η πρώτη ούτε και η τελευταία του είδους.
Δεν είναι απλά μία ταινία για παιδιά ή για οικογενειακή θέαση, για ένα Κυριακάτικο απόγευμα. Είναι μια παραγωγή που μπορεί να σε κρατήσει ακόμη κι αν δεν είσαι παιδί, ή δεν κρατάς παρέα σε παιδιά που τη βλέπουν.
Έχει προχωρήσει τόσο η τεχνολογία, έχουν ανθρωποποιηθεί όντα και εκφράσεις σε τέτοιο σημείο που δυσκολεύεσαι να δεχθείς ότι δεν είναι υπαρκτά και έμψυχα. Οι ήρωες των άλλοτε ονομαζόμενων cartoons και  comics ξαφνικά αποκτούν ζωή, κινούνται και εκφράζονται με απίστευτη τελειότητα. Όχι μόνο οι ανθρώπινες φιγούρες που συναγωνίζονται ανθρώπινους ηθοποιούς, αλλά επίσης όντα όπως δράκοι, πουλιά και άλλα ζώα καθώς και οι χώροι. Τους προσδίδονται ανθρώπινες ιδιότητες στους πρώτους, και χαρακτηριστικά ανθρώπινου περιβάλλοντος στους δεύτερους, κάνοντας συναρπαστική την θέαση και κινητοποιώντας πολλά συναισθήματα στο θεατή.
Η  φωνητική κάλυψη από εξέχοντες ηθοποιούς όπως ο Gerard Butler και ή Cate Blanchett εξασφαλίζουν βέβαια ένα απολαυστικά άρτιο αποτέλεσμα.
Η αισθητική και υλοποίηση των δράκων, των σκηνικών, του νερού, και της κίνησης της κάμερας μέσα σε φανταστικούς χώρους «virtual reality» δεν χαρίζουν απλά αληθοφάνεια αλλά και ευφορία. Ακόμη και ο «κακός» έχει μοναδικότητα ως προς την πειστικότητά του. Το τέρας δεν είναι έτσι απλά ένα τέρας. Αιτιολογείται η έκφραση του κακού, έχει τον λόγο εκπόρευσης του.    
Η μουσική της ταινίας εναρμονισμένη, υποστηρικτική και κυρίως καθοριστική της δράσης και της εξέλιξης του μύθου.
Δεν είναι τυχαίο που όλα σχεδόν τα κινηματογραφικά Studio του Hollywood εισέρχονται στο χώρο του 3D animation. Τα χρήματα πολλά επειδή μεγάλη η ανάγκη του κοινού σήμερα για παιδικά παραμύθια.
Ανάγκη για να γίνει εφικτό το ανέφικτο, για ωραιοποίηση της πραγματικότητας, για αναζήτηση ερεισμάτων και συμμάχων εκτός ανθρώπινου γένους προς υλοποίηση του ονείρου. Είναι αυτά που έλκουν το κοινό σήμερα στην θέαση του παραμυθιού επί της οθόνης.
Αυτό που άλλαξε είναι ο τρόπος που αναπαρίσταται το όνειρο και το παραμύθι, η αρχέγονη αυτή ανάγκη του ανθρώπου να εξηγήσει τα αδύνατα και άγνωστα, να νικήσει το κακό, να είναι πάντα ο νικητής,  να ζήσουν αυτοί καλά «και εμείς καλύτερα». Να χαθεί μέσα στο όνειρο.
Το σενάριο, από το βιβλίο της Cressida Cowell, δημιούργησε το μύθο, όμως ο σκηνοθέτης και οι υπόλοιποι δημιουργοί, επώνυμοι και μη, γνωστοί και άγνωστοι, το καθιστούν αξιόλογο.
Ο μύθος και κατά συνέπεια η ταινία ακολουθούν τις γνωστές παραμέτρους και συνταγές: καλός, κακός, επιπόλαιος, φιλόδοξος, επεκτατικός κ.α. Θέτει όμως παράλληλα και άλλους προβληματισμούς, όπως: πόλεμος, ειρήνη, περιβάλλον, απειλούμενα είδη, οικογένεια, φιλία, συνύπαρξη. 
Δεν είδα το πρώτο επεισόδιο «How to Tain your Dragon» (εκείνο είχε μάλιστα και δύο υποψηφιότητες για Οσκαρ), όμως περιμένω να δω το τρίτο.
Συμφιλιώθηκα με τους κακούς δράκους της δικής μου παιδικής ηλικίας. Χαλάρωσα, αναζήτησα τους φίλους μου. Ξαναγεύτηκα την ομορφιά της φύσης, έστω και σε virtual 3D.
Αναρωτἠθηκα συχνά: Τι γνώσεις άραγε να έχουν όλοι εκείνοι που με την βοήθεια υπολογιστών δημιουργούν όντα, δίνουν ανθρώπινη κίνηση στα μάτια, αναπαράγουν κινήσεις ανθρώπινων δακτύλων και σωμάτων, συνδέουν συναισθήματα με γραμμές καρικατούρας, χαρίζουν πλαστικότητα στις κινήσεις, κατασκευάζουν ευρηματικές λύσεις, π.χ. το κανόνι που πέταγε δίχτια στον αέρα για να αιχμαλωτίσει τους ιπτάμενους δράκους. Είναι αλήθεια ζωγράφοι, γλύπτες η κινηματογραφιστές, επικοινωνιολόγοι, κοινωνιολόγοι, ψυχίατροι; Τι είναι ακριβώς; Είναι όλα αυτά και πολλά περισσότερα, νομίζω!
Νομίζω ότι ήδη ανέφερα τις τρεις δικαιολογίες της προσωπικής μου απόφασης να δω το έργο, όμως δεν θα αφηγηθώ καθόλου εδώ τη περίληψή του. Άνθρωποι και δράκοι σε μία νέα περιπέτεια μέσα σ' ένα φανταστικό χώρο με προστριβές οικείες στον σύγχρονο άνθρωπο. Αλλού εστίασα βασικά και θα εστιάσει ο κάθε θεατής την αξία αυτού του έργου. 

Σε ένα εξαιρετικό βιβλίο «Ανατολικά του Ήλιου και Δυτικά της Σελήνης» από τις εκδόσεις ISIS (sic), που τελούν υπό την αιγίδα του Ιδρύματος της Αναλυτικής Ψυχολογίας Carl G. Jung, διάβασα στον πρόλογό του κάτι που νομίζω ταιριάζει απόλυτα σ' αυτή τη ταινία: «Δεν μπορούμε να χαρακτηρίσουμε τέτοιους θρύλους σαν «παιδικά παραμύθια» γιατί έτσι θα αφαιρούσαμε το μεγαλύτερο μέρος του ενδιαφέροντος και της σημασίας τους. Βέβαια δεν παύουν να παραμένουν θαυμάσια παραμύθια για μικρούς και μεγάλους επειδή εκφράζουν το ρομαντισμό της παιδικής ηλικίας των Εθνών, συνιστούν τις αστείρευτες πηγές του συναισθήματος, των αισθήσεων και του ηρωικού παραδείγματος, απ' όπου αντλούσαν ελεύθερα οι αρχέγονοι λαοί!»

Σκηνοθεσία                      Dean DeBlois
Σενάριο                           Dean DeBlois Cressida Cowell 
Βιβλίο                             Cressida Cowell
Editing                            John K Carr
Μουσική                          John Powell
Καλλιτεχνική Διεύθυνση     Michael Necci, Zhaoping Wei
και κατ' εξαίρεση  θα αναφέρω στον ήχο το Ελληνικό όνομα Panos Asimenios

Φωνές των ηθοποιών
Jay Baruchel                     Hiccup
Cate Blanchett                  Valka
Gerard Butler                    Stoik
Graig Ferguson                  Gobber
Djimon Hounson                 Drago
Kit Harrington                    Eret

America Ferrera                 Astrid

2 Νοεμβρίου 2014

Νώε (Noah) - 2014

     Δεν μου αρἐσουν οι ταινίες που επιχειρούν να αφηγηθούν ένα πολυδιαβασμένο βιβλίο, μύθο, ένα αμφισβητούμενο θέμα, ή θέματα παρμένα από την ιστορία, ή την θρησκεία. Κατανοώ την πρόκληση, αλλά είναι αναμενόμενες και η αμφισβήτηση και ή αποτυχία. Είμαστε προκατειλημμένοι, ή είμαι εγώ τουλάχιστον ως θεατής.
     Όμως ο Darren Αronofsky το τόλμησε. Προσπαθώντας να καταλάβω γιατί, και έχοντας ως δεδομένο ότι είναι ένας οραματιστής, ανήσυχος κατ’ αρχήν άνθρωπος, και κατά συνέπεια και σκηνοθέτης (τουλάχιστον έτσι φαίνεται από τις δουλειές του και τις συνεντεύξεις που έδωσε), αποφάσισα να δω το Νώε.
     Δεν με απασχόλησε αν αφηγείται πιστά την ιστορία, αν η προσέγγισή του είναι ευαγγελική ή όχι. Είναι σαφές στην ταινία αυτή, όπως και στις άλλες του Αronofsky, ότι προσεγγίζει το θέμα προσπαθώντας να βρει ο ίδιος απάντηση σε θεμελιώδεις ερωτήσεις προσωπικές, όχι μόνο δικές του, αλλά και οικουμενικές. Δίνει τελικά απάντηση και είναι ως συνήθως ρηξικέλευθη.
     Ἐνας κόσμος, ο κόσμος μας, αφοὐ έχει απομυζήσει τον πλανήτη, οδηγήθηκε σε αδιέξοδο επιβίωσης και αλληλοσπαράζεται. Ο Δημιουργός εκ νέου αποφασίζει τη κτίση του κόσμου κι επιλέγει για τον σκοπό αυτό έναν άνθρωπο ακέραιο, ηθικά άκαμπτο, απὀλυτα πιστό στις Εντολές Του. Εκείνος αναλαμβάνει το ακατάληπτο σε μέγεθος και δυσκολία έργο. Μόνο με βαθιά πίστη μπορείς να δεχθείς το επίτευγμα. Ο Αronofsky ανέδειξε επίσης τη σύγκρουση ανθρώπου και πίστης. Ανέδειξε τι σημαἰνει «εγώ» και «πρἐπει». Τι σημαίνει ο ανθρώπινος πόνος, αδυναμία και το άμεσο συμφέρον; Τι σημαίνει η επέκταση του «εγώ» στην ευρύτερη έννοια του «εμείς»; Ποιοι οι «εμείς», πόσοι οι «εμείς»; Μία ομάδα, απέναντι σε μία άλλη. Πόσο μεγάλη η πρώτη ομάδα; Ποιους θα συμπεριλαμβάνει; Πόσο η πίστη σε κρατάει, σε στηρίζει; Πότε και που κλονίζεσαι; Πως αντιμετωπίζεις το «κακό» και τι μορφές παίρνει όταν αποφασίζεις να ακολουθείσεις τις Εντολές. Οι πειρασμοί είναι διαρκώς παρὀντες και με αυτούς συνεχίζει να παλεύει ο πιστός. Η σοφία και οι Πατέρες, στην ταινία ο Μαθουσάλας**, βοηθούν μαζί με την προσευχή να ξεπεραστούν τα εμπόδια. Η ταινία απευθύνεται σε μη πιστούς αλλά και σε αλλόθρησκους. Πως Θα αντιληφθούν αυτή την εσωτερικἠ σύγκρουση της πίστης με το «εγώ»; Σε αυτήν την διάσταση ο Αronofsky νομίζω πέτυχε.
     Η φοβερή υποκριτική ικανότητα του Russell Crowe κατἀφερε αυτή τη πορεία του πιστού και ακέραιου, άμεμπτου ανθρώπου, να αποδώσει. Ο αδαμάντινος χαρακτήρας του, η υπευθυνότητα, η καθαρή ματιά του, η βαθιά πίστη για την αναγκαιότητα του έργου Του και της εντολής Του ήταν εύληπτα και κατανοητά. Τίποτα δεν τον σταματούσε. Ούτε η αγάπη της οικογένειας του, ούτε η πατρότητα και η συζυγική του σχέση μπροστά στην Εντολἠ. Συμμἀχους του είχε τη συμβουλἠ του γηραιοὐ Πατἐρα του, την συσσωρευμἐνη ετὠν σοφἰα και τη προσευχἠ. Με την προσευχή του έκανε επίσης τους πέτρινους και έκπτωτους αγγέλους, συμμάχους και βοηθούς.
     Δίπλα του η οικογένεια υπάκουε τις εντολές που αυτός έδινε. Υπάρχει όμως η ερώτηση. Τι είναι οικογένεια; Που αρχίζει και που σταματάει ο δεσμός; Ήταν κάτι εμφανές και εύληπτο από την σκηνοθεσία. Όπως δυνατή και έντονα υπογραμμισμένη, καταδικασμένη από άποψη, η πορεία τη ανθρωπότητας. Η αλαζονεία του ανθρώπου προς τη Φύση, η αναρχία, η πολεμοχαρής του φύση, η βία, η σκληρότητα, η δύναμη και το άλογον της μάζας, ο δόλιος, άπληστος, σκληρὀς και φίλαρχος αρχηγός. Εξαιρετικἀ ηχητικά και οπτικά εφέ, μοναδικές ψηφιακά κατασκευασμένες σκηνές με CGI (Computer Generated Imaging) όπως το γνωρίζουμε από το Lord of the Rings και το Avatar.
     Σκηνές όπως της Δημιουργίας του κόσμου, του κατακλυσμού και των πέτρινων αγγέλων ήταν όχι μόνο θεαματικές αλλά και άξιες θαυμασμού για την ευρηματικότητά τους και ποιότητα. Δεν θέλω να αδικήσω τους ηθοποιούς, αλλά εξαιτίας της ηθοποιίας του Crowe αλλά και του χαρακτήρα (ρόλου) του Νώε ήταν υποτονικοί, έως ακόμη και ο Αnthony Ηopkins. 'Ισως μόνος ο Ray Winstone να μπόρεσε να σταθεί στην σαρωτική θα έλεγα παρουσία του Russell Crowe. Ήταν έξυπνη η επιλογή του γι αυτό το ρόλο, μια και έπρεπε να προσωποποιήσει τον κακό, αυτόν που ο Νώε είχε ουσιαστικά αντίπαλο σε προσωπικές, εσωτερικές και ενδοοικογενειακές συγκρούσεις.
     Υπήρχαν σκηνές και στιγμές μελοδραματικές, παράδειγμα με την σύζυγο του Νώε και τα παιδιά του, ή το Μαθουσάλα αναζητούμενος το σπόρο, που δεν μπόρεσαν να υποστηρίξουν ικανοποιητικά τον άθλο, όχι μὀνο του Νώε (αυτός είχε τουλάχιστον την πίστη του), αλλά και του ίδιου του σκηνοθέτη. Ήταν ένα μικρό κομμάτι αποτυχίας, που θα ήθελα και το παράβλεψα. Ήταν καθηλωτικές για μένα οι σκηνές όταν η ανθρωπότητα κατασπαραζόταν. Συγκλονίστηκα. Συζητάς συχνά ότι έχουμε φθάσει σε τέλμα, χάσαμε την υπόστασή μας ως γένος. Το σκέφτεσαι. Ζούμε με καθημερινές μαζικές θυσίες αίματος, πρόωρους και άδικους θανάτους σε όλες τις γωνιές του πλανήτη. Ενημερώνεσαι ότι πεθαίνουν οι ωκεανοί, αφανίζονται τα δάση, απειλούνται υπό εξαφάνιση αρκετά είδη, κάποια δεν είναι πια μαζί μας από καιρό. Αλλά όταν το βλέπεις να συμβαίνει μπροστά σου, εικονικά μεν αλλά απόλυτα πειστικά δε, τόσο που να μην αντιλαμβάνεσαι το όρια αλήθειας-ψέματος, δεν μπορείς παρά να συγκλονιστείς. Ήχος, εικόνα, ηθοποιία, λόγος, όλα στην υπηρεσία του μηνύματος. Ὀλες σου οι αισθήσεις, εκτός της αφής, εν εγρηγόρσει. Τόσο παραστατικά, προκειμένου να αγγίξεις το πρόβλημα.
     Δύσκολο θέμα να το αποδώσει κανείς, όμως ο Αronofsky το έκανε. Εύγε του. Υπερπαραγωγή; Ναι! Μεγάλο κόστος; Αναμφισβήτητα! Μόνο που έθεσε σε κάποια εκατομμύρια θεατές το ερώτημα, που βαδίζουμε, πόσοι Νώες υπάρχουν; Ποια πίστη σώζει; Αν σωζόμαστε, είναι (ήταν) αρκετά για να παραβλέψεις ό,τι δεν σου άρεσε.

Σκηνοθεσία                   Darren Aronofsky
Σενάριο                        Darren Aronofsky, Ari Handel
Φωτογραφία                 Mathew Libatique
Μουσική                       Clint Mansell
Editing                         Andrew Weisblum

Ηθοποιοί
Russell Crowe               Νoah
Anthony Hopkins           Mathuselah
Ray Winstone               Tubalcain
Emma Watson               Ila
Jennifer Connely           Noameh
Logan Lerman               Ham
Douglas Booth               Shem


Η κριτική εμφανίστηκε στις 6 Νοεμβρίου 2014 στην εφημερίδα "Η Γνώμη" ...



________________________________________________________________________
**Στο βιβλίο της Γένεσης αναφέρεται ως γιος του Ενώχ και πατέρας του Λαμέχ τον οποίο απέκτησε σε ηλικία 187 ετών. Μελετητές της Βίβλου υποστηρίζουν ότι πέθανε στον κατακλυσμό, αλλά το κείμενο δεν ξεκαθαρίζει τα αίτια του θανάτου του. Κάποιοι άλλοι τον συνδέουν με την περίοδο χάριτος του Θεού προς τους ανθρώπους που τερματίστηκε με τον θάνατο του Μαθουσάλα και την έναρξη του Κατακλυσμού.

30 Οκτωβρίου 2014

Μικρἀ Ὀμορφα Πλάσματα (Short Term 12 ) - 2013

Μπορείς, αν θέλεις, να κάνεις σινεμά με απλά πράγματα, για απλά θέματα, καθημερινά, και όμως να είναι καθηλωτικά για τον θεατή. Ο τίτλος μιλάει από μόνος του. Ο Destin Daniel Cretton με σχεδόν άγνωστους ηθοποιούς, για την Ελλάδα τουλάχιστον, κατέγραψε σαν σε ντοκιμαντέρ ένα μεγάλο θέμα. Δύο, τρία σκηνικά, κόστος ανύπαρκτο.
Ἐνα κέντρο διαμονής εφήβων, προερχομένων από προβληματικές ή ανύπαρκτες οικογένειες, φιλοξενεί μέχρι τα 18 τους τα νεαρά ἀτομα. Οι δυσκολίες πολλές, οι ιδιαιτερότητες επίσης, οι φροντιστές νέοι και αυτοί με πολλά προβλήματα επίσης, παλιά και καινούρια. Όμως ή φρεσκάδα των προσὠπων δίνει νέο λυτρωτικό άνεμο σε ένα βαρύ θέμα. Η νεότητα δεν είναι απαραίτητα και ελλειμματική σε αποτελεσματικὀτητα. Η παρόρμηση τις περισσότερες φορές, μέσα από την αγάπη γι αυτό που κάνουν, βοηθάει και λύνονται προβλήματα. Η ανυπαρξία αγάπης στην οικογένεια, κάποιος θάνατος που σημάδεψε τις τρυφερές νεανικές ψυχές, έρχεται και συναντάει αληθινούς λειτουργούς, που δεν φόρεσαν το πρόσωπο του κουρασμένου, αδιάφορου υπαλλήλου. Κρύβει και άλλο μυστικό η κατανὀηση και η άμεση ανταπόκριση στο πρόβλημα των παιδιών.
Υποκατάσταση γονιών, φίλων, απολεσθείσας στοργής. Ο σκηνοθέτης με την ταινία του επιχείρησε να στρέψει το βλέμμα μας σε αυτό το κομμάτι της κοινωνίας μας και μας καλεί, χωρίς να μας κουράζει, να κατανοήσουμε την δύσκολη κατάσταση αυτών των παιδιών, που εμείς, έτσι κι αλλιώς, έχουμε τραυματίσει θελημένα ή αθέλητα. Ελπίδα για έναν απρόσωπο και αδιάφορο κόσμο, τον κόσμο της παρούσας αγριότητας. Σε ένα κόσμο που τα παθήματα και την θλίψη την καταπίνουν τα μικρά όμορφα πλάσματα, που τα μάτια τους τα σκιάζει ο φόβος της βίας και της απάνθρωπης διαβίωσης.
Μια ταινία από νέους για κουρασμένους, απηυδισμένους ενήλικες.
Ευέλικτη, καλή ηθοποιία, έξυπνοι διάλογοι, γρήγορη, ευφάνταστη εξέλιξη, πολλά τα «lean forward moments».

Σκηνοθέτης                     Destin Daniel Cretton
Σενάριο                          Destin Daniel Cretton
Φωτογραφία                   Brett Pawlak
Μονταζ                           Nat Sanders
Μουσικἠ                         Joel P.West

Ηθοποιοί
Grace                             Brie Larson
Mason                            John Gallagher Jr
Jessica                           Stephanie Beatriz
Nate                              Rami Malek
Sammy                           Alex Galloway
Luis                               Kevin Hernandez
Kendra                           Lydia Du Veaux
Marcus                           Keith Stanfield
Jayden                           Katilyn Dever
Jack                              Franz Turner

26 Οκτωβρίου 2014

Όταν θέλουν οι γυναίκες (Where do we go now?) - 2011

Σε ένα χωριό κάπου στη Μέση Ανατολή, μουσουλμάνοι και χριστιανοί συμβιώνουν με εντάσεις και διαφωνίες, ενώ η χώρα τους κατασπαράζεται και οι νεκροί πολλαπλασιάζονται. Οι γυναίκες του χωριού, έχοντας ήδη χάσει αρκετούς από τους άνδρες τους, θαμμένους σε ένα διχοτομημένο κοιμητήριο, αποφασίζουν να πάρουν τη κατάσταση στα χέρια τους και να επιφέρουν ειρήνη, έστω να καθησυχάσουν τις έριδες από φόβο μη και προκληθούν σοβαρότερες διενέξεις και οδηγηθούν όπως η χώρα στο πόλεμο και θρηνήσουν και άλλους νεκρούς. Τα μέσα που χρησιμοποιούν είναι απλοϊκά έως ευτράπελα, αλλά και ακραία.
Δεν χρειάζεται ιδιαίτερες γνώσεις για να αντιληφθείς ότι έχει επηρεασθεί η σκηνοθέτιδα Nadine Labaki από τη Λυσιστράτη του Αριστοφάνη.
Η ίδια είπε ότι δεν ήθελε να κάνει πολιτική ταινία. Ήθελε να αφηγηθεί ένα παραμύθι προσαρμοσμένο στους σύγχρονους καιρούς και στη περιοχή που ακόμα φλέγεται. Να συμβάλλει κάπως με το τρόπο της.
Δήλωσε επίσης ότι τη ταινία τη σκέφθηκε όταν ήταν έγκυος στο γιο της την εποχή που ξέσπασε ο εμφύλιος στο Λίβανο. Αναρωτήθηκε τι θα έκανε για να προστατεύσει το παιδί της, να το αποτρέψει να πάρει τα όπλα για να βγει στους δρόμους.
Τη ταινία τη κατηγόρησαν ότι είναι για ευχαρίστηση της μάζας, ένα ‘crowd pleaser’.
Θα ήθελα κι εγώ με την σειρά μου να ρωτήσω, για ποιον γίνεται τελικά ο κινηματογράφος; Αν δεν είναι για την μάζα, δηλαδή! Τι νόημα έχει να γίνεται μία οποιαδήποτε ταινία για μερικούς μόνο αποδέκτες; Ποιες είναι οι προδιαγραφές που θα την κάνουν αριστούργημα και όχι προς τέρψιν των μαζών;


Με ένα γρήγορο, απλό τρόπο, χαμηλό κόστος και καλή ηθοποιία με πέρασε από το γέλιο στο δάκρυ με ευκολία. Όπως και η ζωή. Απέφυγε το μελόδραμα, αλλά ανέδειξε τα προβλήματα μητρότητα, θρησκεία, αφορμή συρράξεων, συνύπαρξη αλλοθρήσκων, άνδρες, γυναίκες και παιδιά.
Ούτε μια στιγμή δεν ένιωσα ότι μου έκανε μάθημα. Αντίθετα, αφαίρεσε όλη τη δήθεν σπουδαιότητα από τις εξουσίες του χωριού, θρησκευτικές και πολιτικές. Το τραγούδι και οι σκηνές με αναφορές στον χορό του αρχαίου δράματος χρησιμοποιήθηκαν για να γελάσεις, να σατυρίσεις, να στεγνώσεις τα δάκρυα ή να συμμετέχεις στο πένθος.
Ευρηματικά και όχι απλοϊκά τα σχέδια των γυναικών. Όποιος έχει ζήσει τις γυναίκες της δικής μας υπαίθρου αναγνωρίζει στις πρωταγωνίστριες οικείους διαλόγους και συμπεριφορές. Ζώντας μακριά από τα κέντρα, αναπτύσσουν δικούς τους κώδικες επικοινωνίας, συντροφικότητας, διαπληκτισμού, ομοψυχίας ή αντιπαλότητας, κυρίως ηθικής. Όλα αυτά βέβαια πριν την εγκατάσταση της τηλεόρασης στα σπίτια, πριν ομογενοποιηθούμε, κέντρο και επαρχία, με τα αρνητικά και τα θετικά.


Τη παρακολούθησα με ενδιαφέρον. Οι πρωταγωνιστές έδεσαν με τους δεύτερους ρόλους και τους κομπάρσους. Μου έκλειναν το μάτι παπάς και ιμάμης. Μέσα στο δράμα υπήρχε τρυφερότητα. Χωρίς διαχυτικότητα και υπερβολές νιώθεις την αγάπη, τη φιλία, τη μητρότητα, τον έρωτα. Ίσως οι καυγάδες να παρα-ήταν υπερβολικοί, τους δέχομαι όμως ως σαρκασμό. Μέχρι να αποφασίσουν οι μεγάλοι για την ειρήνη, ίσως για μια μάνα η ζωή του παιδιού της πρέπει να παραμείνει στα χέρια της. Δεν ήταν τυχαίο ότι γυναίκα έκανε τελικά αυτή τη ταινία.

Σκηνοθέτιδα              Nadine Labaki
Σενάριο                    Thomas Bidegain, Rodney El Haddad, 

                               Jihad Hojeilu, Nadine Labaki, Bassam Nessim
Μουσική                    Khalid Mouzanar
Φωτογραφία              Christophe Offenstein
Editing                      Veronique Lange

Ηθοποιοί
Amale                        Nadine Labaki
Talka                         Claude Baz Moussawbaa
Afaf                           Layla Hakim
Yvonne                      Yvonne Maalouf
Alda                          Caroline Labaki
Saydeh                      Antoinette Noufaily
Rabih                        Julien Farhat

22 Οκτωβρίου 2014

Μεγαλώνοντας (Boyhood) - 2014

Καθώς μεγαλώνεις, όπως είναι γνωστό, επαναπροσδιορίζεις τον εαυτό σου, τον συγκρίνεις, και ενώ άλλοτε τον αποδέχεσαι, άλλοτε αυτομαστιγώνεσαι. Θαυμάζεις κάποιους, απορρίπτεις μερικούς, αδιαφορείς για κάποιους άλλους. Τον σκηνοθέτη και σεναριογράφο Richard Linklater το θαύμασα, πρώτον για την εμμονή του να κάνει μία ταινία επί δώδεκα συναπτά έτη και δεύτερον, για το πόσο τίμησε την μάνα και την γυναίκα γενικά. Στα Ελληνικά ο τίτλος αποδόθηκε «μεγαλώνοντας», ενώ η αίσθηση που είχα ως θεατής ήταν «μεγαλώνοντας ένα αγόρι» που είναι και πιο κοντά στον Αγγλικό τίτλο.
Θέμα της ταινίας οι νέες μορφές οικογένειας και οι συνθήκες στις οποίες καλούνται να ενηλικιωθούν τα παιδιά και να ωριμάσουν οι γονείς, οι τραυματισμοί των παιδιών από την ανωριμότητα των γονέων τους, καθώς και η αγάπη που έλαβαν ή δεν έλαβαν από προβληματικούς γονείς.
Η ταινία είναι σχεδόν τρίωρη, αλλά την παρακολουθείς με προσοχή. Δεν θέλεις να την αφήσεις, όχι απαραίτητα επειδή έχεις αγωνία. Όταν τελειώνει, αναρωτιέσαι γιατί δεν φτιάχθηκε μικρότερη, και με ποιες σκηνές θα γινόταν συντομότερη και ίσως πιο ελκυστική. Είναι επίσης γεγονός πως υπήρξαν διάφορα θέματα και συζητήσεις που παρέμειναν σε εκκρεμότητα. Παράδειγμα, τι έγινε μετά την συζήτηση με τον δάσκαλο φωτογραφίας και το deadline που του έθεσε για την επερχόμενη Δευτέρα; Ποια η χρησιμότητα της διαδρομής των δύο νεαρών ερωτευμένων και μελλοντικών φοιτητών της επόμενης εκπαιδευτικής χρονιάς, από την πόλη διαμονής τους μέχρι το Austin, την πανεπιστημιούπολη;
Αξιοσημείωτο ότι 
η ταινία δεν αναφέρθηκε (μάλλον δεν τους ανέδειξε) στους ψυχολογικούς τραυματισμούς των παιδιών εξαιτίας του μη σταθερού οικογενειακού περιβάλλοντος. Ερωτηματικό παραμένει αν το απέφυγε σκοπίμως ή θεωρεί ότι το ανέδειξε. Αν ναι, γιατί δεν το αντιλήφθηκα; Μου έμοιαζαν πολύ φυσιολογικά παιδιά, με προσδοκόμενες τις αντιδράσεις τους.
Όπως ήδη ανέφερα, η μητέρα είχε την τιμητική της.
Έδωσε τον εαυτό της ολόκληρο, επιφορτίστηκε το μεγάλωμα και την ευθύνη των παιδιών, αλλά και δεν
τον εγκατέλειψε. Εντυπωσιακό το γεγονός ότι φρόντισε ο σκηνοθέτης να δούμε τις φυσικές φθορές που προέκυψαν από την διάρκεια των δώδεκα χρόνων του γυρίσματος της ταινίας.
Ο πατέρας έδινε παρών όταν ένιωθε την ανάγκη να επιστρέφει στα παιδιά του τα Σαββατοκύριακα. Όταν επιτέλους ωρίμασε, υιοθέτησε συμπεριφορές και ανέλαβε ευθύνες για το νέο του παιδί, όπως όφειλε να πράξει και στο παρελθόν. Θα πρόσθετε κάποιος «κάλλιο αργά, παρά ποτέ» βέβαια. Η λεπτή και εύθραυστη σχέση γονιός - παιδί διέτρεχε την ραχοκοκκαλιά της ταινίας.
Αυτό που πρέπει να τονισθεί είναι ότι ο χρόνος εξέλιξης του μύθου της ταινίας ήταν αληθινός. Δεν αναπαρήχθει ο χρόνος στο στούντιο. Δεν χρειάσθηκε να αλλάξουν οι ηθοποιοί στους χαρακτήρες του έργου, ούτε να χρησιμοποιηθεί μακιγιάζ για τις αλλαγές της εμφάνισής των.
Παρακολουθήσαμε πραγματικά ένα «μεγαλώνοντας».
Για έρευνες στην κοινωνιολογία, ψυχολογία, παιδαγωγική και ιατρική είναι γνωστή η στατιστική μέθοδος καταγραφής εξελίξεων από το πέρασμα του χρόνου.
Παρακολουθείται ένα αντικείμενο μελέτης, ένα άτομο ή μία ασθένεια στο μήκος του χρόνου (longitudinal) και καταγράφονται οι μεταβολές. Παρόμοια στην συγκεκριμένη ταινία, δεδομένου ότι είναι μια μη πραγματικότητα ο κινηματογράφος, είχαμε ένα βασικό και μοναδικό στοιχείο αλήθειας, το πραγματικό χρόνο. Δόθηκε έτσι έμφαση και ένταση στο θέμα, όπως συχνά, όταν αναφέρεται στο τέλος ή την αρχή μιάς οποιασδήποτε ταινίας ότι αφορά 'αληθινή ιστορία', ή ότι βασίζεται σε 'αληθινά γεγονότα'.
Ήταν τεχνικά άψογα το πέρασμα από τη μία ηλικία στην άλλη. Μεγάλωναν μπροστά μας τα παιδιά - πρωταγωνιστές, όπως βλέπουμε να μεγαλώνουν τα δικά
μας παιδιά. Δεν αντιλαμβανόμαστε τις αλλαγές τους παρά μόνο με αφορμή και σύγκριση με εξωγενείς παράγοντες και συμβάντα, σπουδές, πάρτι, δραστηριότητες, ενδιαφέροντα, κ.α.
Από τα μη αναμενόμενα, δυστυχώς, και όπως συνηθίζεται συχνά να θεωρείται «ξεκάρφωτο» ήταν το κλάμα της μάνας προς στο τέλος της ταινίας… δεν ήταν καν ξέσπασμα, πανικός, ή παράπονο. Δεν με έπεισε.

Όσοι με παιδιά σκέφτονται να χωρίσουν, καλό θα ήταν να δουν αυτή τη ταινία. Οι δε χωρισμένοι επίσης θα λάβουν, έστω και καθυστερημένα, το μήνυμά της. Εμείς, οι υπόλοιποι, είτε επειδή δεν είχαμε σκεφθεί τον χωρισμό, είτε τον θέλαμε αλλά τον αποφύγαμε, δεν ξέρω αν τελικά θα πούμε «ευτυχώς». Εξαρτάται τι σημαίνει προσωπική γαλήνη και ευχαρίστηση, ελευθερία και πως αντιλαμβάνεται ο καθένας την ευτυχία. Επίσης, πως αντιλαμβάνεται ο καθένας το τι είναι ανατροφή και πως (πρέπει να) μεγαλώσει ένα παιδί. Του φθάνει η αγάπη; Του φθάνουν τα βασικά, το ωραίο σπίτι και το καλό σχολείο; Θέλει αυστηρότητα, χαλαρότητα; Δεν τα αναφέρω απλά φιλοσοφώντας. Αναπτύσονται όλοι αυτοί οι προβληματισμοί στα 165 λεπτά της θέασης. Αφήνει διάφορες αιχμές ο σκηνοθέτης και παίρνει θέση, από απόσταση μπορεί, αλλά πάντως παίρνει. Την εποχή που αποφάσισε να κάνει την ταινία, είχε γίνει ο ίδιος ο Richard Linklater πρόσφατα πατέρας, η Σαμάνθα μάλιστα του έργου είναι η κόρη του. Αναρωτιέμαι αν οι προσωπικές του αγωνίες έγιναν και η αφορμή της ταινίας;

Δεν γκρινιάζω για τις ώρες που της αφιέρωσα. Θεωρώ ότι άξιζε τον κόπο.
Σε καλεί με τις ατέλειες της να δεις τις μεταλλάξεις της οικογένειας στην σύγχρονη εποχή, μέσα στην οποία αναπτύσσεται ο μελλοντικός άνθρωπος.


Σκηνοθέτης                         Richard Linklater
Σενάριο                              Richard Linklater
Μουσική                             Megan Currier,Randall Poster
Φωτογραφία                       Lee Daniel, Shane F.Kelly
Editing                               Sandra Adar

Ηθοποιοί

Ellar Coltrane                      Μέισον
Patricia Arquette                  Μητέρα
Ethan Hawke                       Πατέρας
Loreleir Linklater                 Σαμάνθα


Η κριτική εμφανίστηκε στις 6 Δεκεμβρίου 2014 στην εφημερίδα "Η Γνώμη" ...



14 Σεπτεμβρίου 2014

Le Week-End (in Paris) - 2013

Η ταινία Le Week-End του Roger Mitchell δεν έφθασε στην επαρχία ακόμη, αλλά ούτε και στο video club.
Όμως την συνιστώ ανεπιφύλακτα, όταν έρθει. Ανήκει στο είδος που μας σύστησε ο Woody Allen.
Νομίζεις ότι βλέπεις κωμωδία, ένα αθώο ρομάντζο, αλλά σε κρατάει αιχμάλωτο ο διάλογος, η βαθιά εντρύφηση στις σχέσεις ενός ζευγαριού. Στην συγκεκριμένη ταινία ο σεναριογράφος Hanif Kureishi επανέρχεται με το θέμα «σχέση του ζευγαριού».
Η αγάπη και το μίσος συνυπάρχουν ταυτόχρονα στις σχέσεις μας. Η φθορά και η κούραση, επίσης. Αυτό ισχυρίζονται σκηνοθέτης και σεναριογράφος διά στόματος των πρωταγωνιστών Νick και Meg.
Αποφασίζουν αυτοί, δύο Βρετανοί, να γιορτάσουν την 30η επέτειο του γάμου τους στο Παρίσι.
Κουβαλούν μαζί τους όλη την κούραση ενός μακρόχρονου γάμου, την ελπίδα ο ένας να τον αναπτερώσει, η άλλη να τον διακόψει, την βρετανική τους ιδιοσυγκρασία και φλέγμα, το λεπτό τους χιούμορ.
Κουβαλούν και τις αναμονές τους (μας) για την πόλη του φωτός. Αναζητούν τη σχέση που είχαν, θα ήθελαν να έχουν, την φλόγα του πάθους, όχι και οι δύο όμως με την ίδια επιμονή. Αναζητούν αυτό που υπόσχεται το Παρίσι σε όλους μας και αυτό που εναγωνίως ψάχνουμε και που ίσως να βρίσκεται ήδη κοντά μας.
Πολλές φορές νομίζει κανείς ότι το όνειρο κατοικοεδρεύει στη Γαλλική πρωτεύουσα και έτσι αισθάνονται και οι δύο πρωταγωνιστές μας. Σ’αυτή την αναζήτηση του «εγώ» του (ο Νick) και του έρωτα (η Meg) συμβαίνουν διάφορες σκηνές όπου συναντιούνται δυο άσπονδοι εχθροί και φίλοι, με όλες τις αντιθέσεις τους και διαφορετικότητες, Γάλλοι και Άγγλοι.
Ο θεατής γελάει. Κάποιοι γέλασαν πολύ. Δυστυχώς, εμένα, ο Kureishi δεν μου επέτρεψε να γελάσω. Δυσκολεύομαι να δεχθώ την άποψη του ότι όλα έχουν ένα τέλος, όλα κινούνται, όχι απαραίτητα προς το καλύτερο. Το ίδιο και οι έρωτές μας.
Ο Roger Mitchell έκανε ότι μπορούσε για να μην επικρατήσει η πικρία. Οι εξαιρετικές ερμηνείες των ηθοποιών, με τη φωτογραφία που αφαίρεσε το θλιβερό από το Παρίσι και τόνισε τα πρόσωπα των ηθοποιών, κατέστησαν ευχάριστη την παρακολούθηση και ανάλαφρη τη διαμονή τους εκεί. Αν δεν είχε διαλεχτεί ως τόπος εξέλιξης του μύθου και ως το δεύτερο ήμισυ του τίτλου, με ότι το ίδιο κουβαλάει, φαγητό, κρασί, φώτα, βροχερά βράδια δίπλα στο Σηκουάνα, επιβλητικά κτίρια, χαλαρές κινήσεις, κομψές γυναίκες, αρώματα, κοσμήματα, έρωτες… θα ήταν το έργο τελικά ένα υπαρξιακό δράμα. Υπάρχει βεβαίως και το αναπάντεχο, η άλλη κουλτούρα, αυτή που όταν δεν μας φέρνει σε αμηχανία, μας κάνει να γελάμε.
Την τελευταία φορά που βρέθηκα στη μεγαλούπολη επισκέφθηκα μια έκθεση με θέμα το Παρίσι του 1900. Ήταν η μεγάλη έκθεση Exposition Universelle 1900 που θέλησε να προβάλλει στο κόσμο τα επιτεύγματα του προηγούμενου αιώνα και να επωφεληθεί από αυτά η Γαλλία στον επόμενο. Σαν σύμβολο στην είσοδο της Porte Monumentale Paris: The Triumphal Gateway of the Place de la Concorde, που σχεδίασε ο αρχιτέκτονας René Binet, ήταν η Parisienne του Moreau-Vauthier. Ήταν το σύμβολο που καθιέρωσε τον μύθο. Γυναίκες από άκρη σε άκρη της γης, πλούσιες ή φτωχές, θέλησαν να μοιάσουν της Παριζιάνας. 50 εκατ. ήταν οι επισκέπτες της. Έμποροι, επαγγελματίες, πολιτικοί, διπλωμάτες πήγαν να δουν, να ενημερωθούν, να θαυμάσουν. Άνδρες-γυναίκες γοητεύτηκαν από τον θρύλο της Παριζιάνας και την ζωή που η ίδια υποσχόταν ή υπαινισσόταν ότι ζούσε. Οι άνδρες να την απολαύσουν, οι γυναίκες να της μοιάσουν.
Εδώ και 100 χρόνια, αυτό το σύμβολο, ο μύθος της Παριζιάνας, παρ όλο που οι επισκέπτες εκείνης της έκθεσης σχολίασαν «ως μην έχουσας ευπρεπήν ενδυμασίαν», ένας άλλος ολόκληρος κόσμος, στρατιές επαγγελματιών, κέρδισε και κερδίζει πουλώντας τα μέσα για να αγγίξει κανείς το μύθο. Δεν σχολιάζω αρνητικά ούτε αποφεύγω το ολίσθημα. Η Meg, ζούσα εντός του μύθου, αγόρασε γόβες και φόρεσε δαντέλα, ακόμη κι αν της στοίχισαν έναν μισθό. Θέλησε να σαγηνεύσει τον αδιάφορο σύζυγο; Να συναντήσει άλλον άνδρα; Να εισέλθει ή να επιβεβαιώσει τον μύθο;
Ο Hanif Kioureisi συνέχισε να επιμένει για το ζευγάρι, το χρόνο, την αποτυχία, την διαφορά πλούτου, την διαφορά καταγωγής, τη διαφορετικότητα των συμπεριφορών των φύλων, ενώ ο σκηνοθέτης πιστά τον απέδωσε συνεπικουρούμενος από τους συνεργάτες του.
Το τόνισαν κι εμείς το καταλάβαμε...
Όταν ταξιδεύεις είσαι αλλιώς. «Στο ταξίδι πλούσιος, στο σπίτι φτωχός» λέει μια ρήση. Και εγώ θα συμπλήρωνα, στο ταξίδι δεν είσαι απλώς αλλιώς, αλλά αποτινάσσεις τα βάρη, τις συμβάσεις... πλησιάζεις τον εαυτό σου.
Έτσι θα δικαιολογούσα την πρόποση του Nick στο τέλος καθώς και το χορευτικό φινάλε, που σε άλλη περίπτωση θα έμοιαζε παιδαριώδες.

Θα ξαναπάω στο Παρίσι όπως οι διάφοροι/ες Nick και Meg χωρίς να χρειασθεί να είναι και κάποια επέτειος. Κάποιοι τόποι είναι «σταθμοί» και παραμένουν πρόκληση για φωτογράφους, κινηματογραφιστές, σκηνοθέτες, ποιητές, εραστές. Ένα παράθυρο με θέα τον Eiffel αξίζει τη παρεκτροπή... σε φέρνει κοντά στον άλλον.
Ο Roger Mitchell το εξιστόρησε με την κινηματογραφική ομάδα του αυτό πολύ καλά.
Τώρα για μένα, το θεατή, μου αρκεί που πέρασα ένα ΣΚ μαζί τους. Προβληματίστηκα χωρίς να με βαρύνει, ανέξοδα, κυριολεκτικά και μεταφορικά... διέτρεξα ένα όνειρο.
Ενοχλήθηκα από ορισμένα κλισέ, συμπυκνωμένες συζητήσεις... αλλά μήπως έτσι δεν είναι οι Σαββατοκύριακες αποδράσεις;

Σκηνοθέτης      Roger Michell
Σενάριο           Hanif Kureishi
Μουσική          Jeremy Sams
Φωτογραφία    Nathalie Durand
Μοντάζ            Kristina Hetherington

Ηθοποιοί
Meg                  Lindsay Duncan
Nick                 Jim Broadbent
Morgan             Jeff Goldblum
Michael            Olly Alexander

15 Ιουλίου 2014

The Grand Budapest Hotel - 2014

Το να σου αφηγηθούν μία συναρπαστική ιστορία και μετά να κοιμηθείς σαν πουλάκι είναι από τις πιο γλυκές παιδικές επιθυμίες. Το να δεις μια ταινία και μετά η επιστροφή σου στην πραγματικότητα να μοιάζει πέταγμα σπουργιτιού, ανάλαφρη και περιπαιχτική, είναι ζητούμενο ενήλικα στην εποχή μας.
Θυμάμαι πριν χρόνια καθώς γύριζα σπίτι, αφού μόλις είχα δει το Tango του Carlos Saura, χόρευα με το νου, ή μάλλον προσπαθούσα να μην αποχωριστώ την μαγεία του χορού που πριν λίγο άφησα στην οθόνη. Τώρα ήρθε η σειρά του Wes Anderson να μου χαρίσει τέτοιας ποιότητας ψυχαγωγία που ξέχασα γιατί ήμουν πριν στρεσαρισμένη.
Κάπου σε μία φανταστική χώρα, σε ένα φανταστικό υπερπολυτελές ξενοδοχείο, ανάμεσα σε δυο πολέμους, ένας φημισμένος Υπεύθυνος Υποδοχής (front office/reception desk manager). Γοητευτικός, τελειομανής, αποτελεσματικός, αγόγγυστα προσφέρει τις υπηρεσίες του προς εξυπηρέτηση των πελατών με τρόπο μοναδικό, αυτό που του χάρισε την φήμη και στην συνέχεια το πλούτο.
Την ιστορία του θα ξεδιπλώσει ο Wes Anderson δια της αφηγήσεως του ηλικιωμένου πλέον μαθητή του και καλύτερού του φίλου.
Η περιπέτεια των πρωταγωνιστών ξεκινά με ένα θάνατο, ακολουθεί μία διαθήκη, ένα κληροδότημα, μία κλοπή και θα τελειώσει εκεί που άρχισε.
Η ταινία είναι μία αφήγηση μέσα σε μία άλλη, με παράλληλες αναδρομές στο παρελθόν δύο ανθρώπων, ενός συγγραφέα και ενός ιδιοκτήτη ξενοδοχείου. Βασίσθηκε σε κείμενα του Stefan Zweig για να λάβει σάρκα και οστά.
Δεν ήταν και τόσο απλό. Έχουμε δει αρκετές ιστορίες που ένα καλό υλικό, μια καλή ιστορία καταποντίζεται. Δούλεψαν πολλοί άνθρωποι από διαφορετικές θέσεις για το καλό αποτέλεσμα.
Μία πλειάδα πολύ γνωστών ηθοποιών, σε απίστευτα επιτυχημένα σκηνικά, με άπειρα προσεγμένη τη μεταμόρφωση τους με ενδυμασία και μακιγιάζ, ενορχηστρωμένοι από έναν άλλο Gustave H., τον πρωταγωνιστή (εν προκειμένω τον σκηνοθέτη), έφθασε να χαρίσει αυτό που επιδιώκει ο κινηματογράφος τη χαρά του «ζω εν ψευδαισθήσει» κατόπιν επιλογής μου.
Περιπέτεια δοσμένη θεατρικά, διακωμώδηση με φλεγματικότητα, αλλά και ποιότητα, ένταση και ευρηματικότητα, έκπληξη, αλλά ευχάριστη. Φόβος που δεν σε τρομάζει γιατί γρήγορα-γρήγορα σου υπενθυμίζει «Ε, σινεμά είναι».
Ατμοσφαιρική αλλά όχι ‘βαριά’. Πίνακες εποχής το κάθε κάδρο. Αισθητική ποιότητα χαρισμένη με περιπαιχτική διάθεση. Μια προτροπή «απόλαυσε... μη παίρνεις και πολύ σοβαρά ό,τι βλέπεις», σε ακολουθεί σ' όλη την διάρκεια. Ούτε τα δάκρυα άφησε να σε λυπήσουν. Υπονόησε ότι είναι μέρος της προσωπικότητας του χαρακτήρα που υποδύεται ο ηθοποιός, ενός χαρακτήρα αγνού, απλοϊκού, συναισθηματικού, που κλαίει και ζηλεύει.
Ο Stefan Zweig έδωσε την μελαγχολία και τον μελοδραματισμό μιας Ευρώπης που αλλάζει, ο Wes Anderson την διεισδυτική ματιά ενός παρατηρητή από την άλλη πλευρά του ωκεανού. Η εκκεντρικότητα προς τέρψιν του θεατή. Η ποιότητα εργαλείο προς επίτευξη του στόχου. Κοινωνικές και πολιτικές αλλαγές σε μια Ευρώπη που ακόμη αλλάζει το σκηνικό για την ιστορία. Η εμπειρία, το μέσο μεταμόρφωσης του σκηνικού.
Για μήνυμα έλαβα την σημασία της φιλίας και το «την ανταμοιβή του κάνω καλά την οποιαδήποτε δουλειά, ακόμη κι αν κανονικά σερβίρω πρωινό σε Δούκισσες, αλλά σε λίγο θα μοιράζω πρωινό στους συγκρατούμενούς μου στη φυλακή.
Ψεγάδια; Είχε. Εκείνο που μ’ ενόχλησε κάπως περισσότερο ήταν η μάλλον παιδαριώδης εισαγωγή στην εξιστόρηση της ζωής του πρωταγωνιστή. Δεν κατόρθωσε να γίνει πειστική παρ’ όλη την ευρηματικότητά της.
Δεν θα την ονομάσω για να αφήσω την πλάνη του μυστηρίου να υπάρξει…

Σκηνοθέτης               Wes Anderson
Σενάριο.                   Βασισμένο σε κείμενα του Stefan Zweig.
                              Wes Anderson, Hugo Guinness
Κινηματογραφία        Robert D.Yeoman
Editing                     Barney Pilling

Μουσική                   Alexandre Desplat
Ενδυματολογία          Milena Canonero

Art Director              Stephan O Gessler
Set Decoration           Anna Pinnock

Hθοποιοί
Ralf Fiennes              Monsieur Gustave
Murray Bill.               Monsieur Ivan
Saoirse Roman           Agatha
Tild Swinton              Madame D
Edward Norton          Henckels
Adrien Brondy            Dimitri
Willem Dafoe            Jopling
Jude Law                  Νεαρος συγγραφέας
Jeff Goldblum.          Kovacs
Anthony Quinoz         Zero Moustafa
F Murray Abraham.    Monsieur Moustafa
Harvey Keitel.           Ludwig
Tom Wilkison             Συγγραφέας