7 Δεκεμβρίου 2017

Stefan Zweig: Αποχαιρετισμός στην Ευρώπη - 2017

Η ταινία της Maria Shrader επιχειρεί να αναδείξει την προσωπικότητα του Stefan Zweig, αλλά στην ουσία ο θεατής βιώνει μέσα από αυτήν την οδυνηρή εμπειρία των ανθρώπων που δεν είναι ελεύθεροι να ζήσουν στον τόπο τους, είτε γιατί εξορίζονται από άλλους, είτε αυτοεξορίζονται. Ανεξάρτητα από το αν ο τόπος της εξορίας είναι δελεαστικός και προσφέρει φιλοξενία, είναι το αίσθημα του «δεν είμαι ευπρόσδεκτος εκεί που νόμιζα ότι ανήκω». Αν δεν μιλώ την γλώσσα, αν τα ήθη και έθιμα, ο τρόπος σκέψης και οι συμπεριφορές είναι διαφορετικές, είναι ακόμη πιο δύσκολη η συνέχιση της ζωής, της δημιουργίας, της ύπαρξης.
Σε ακολουθεί το «γιατί», το αίσθημα αδικίας.
Αν η έλλειψη ελευθερίας, η βία και η απειλή θανάτου σε καταδιώκουν και σε υποχρεώνουν να εκλιπαρείς μια θέση σε άλλο κόσμο, είναι απάνθρωπο κάτι τέτοιο και προκαλεί οργή. Οδηγεί στην καταρράκωση της ανθρώπινης αξιοπρέπειας. Είναι μέγιστη η ποινή. Είτε είναι επιλογή, είτε εξαναγκασμός.
Αν στους τόπους εξορίας υπάρχει άλλος επώδυνος, ατελείωτος, ανέλπιδος γολγοθάς, μόνο μία μεγάλη ιδέα θα σε βοηθήσει να ανταπεξέλθεις το σωματικό και ψυχικό άλγος. Όπως ακριβώς συνέβη στους δικούς μας εξόριστους στα ξερονήσια την ίδια εποχή, ενώ άλλοι έφευγαν κρυφά, παίρνοντας με κίνδυνο της ζωής το πλοίο για άλλες χώρες, αρχικά πρόθυμες να δώσουν άσυλο. Τουλάχιστον, στην αρχαία Αθήνα, έπρεπε 6000 Αθηναίοι να ψηφίσουν για να θεωρηθεί έγκυρος ο οστρακισμός, δηλαδή η εξορία, η αναγκαστική και βίαιη απομάκρυνση από τη γενέθλια γη.
Το έγκλημα εναντίον των Εβραίων έχει καταγραφεί, αλλά δεν έχει δοθεί απάντηση που να ικανοποιεί την ανθρώπινη λογική. Όσοι δεν θανατώθηκαν, διέφυγαν από την καταδίωξη, γλύτωσαν από του χάρου τα δόντια, αυτοεξορίστηκαν μόνοι ή με την βοήθεια άλλων.
Μία τέτοια περίπτωση ο δεύτερος στη σειρα πολυδιαβασμένος γερμανόφωνος συγγραφέας, Stefan Zweig. 
Η σκηνοθέτης χωρίζοντας την ταινία σε ενότητες προσπάθησε και κατά την γνώμη μου πέτυχε να αποδώσει το χαρακτήρα, τις σκέψεις, τη θλίψη, το αδιέξοδο του ανθρώπου, του συγγραφέα, του πετυχημένου. Να γνωρίσει ο θεατής μέσα από τις συνομιλίες του με τους δημοσιογράφους, τους πολιτικούς, τις αρχές, τους φίλους του, τους συναδέλφους του, την πρώην σύζυγο, την οικογένεια, αυτούς που τον φιλοξενούν, που τον αγαπούν και θαυμάζουν, που επιθυμούν τη γνώση του, τη βοήθεια του, τον άνθρωπο.
Να καταλάβει ο θεατής τι τον οδήγησε στο τέλος του. Είναι λιγομίλητος, θα έλεγα σιωπηλός. Μιλάει με τα μάτια. Η κάμερα ακολουθεί το βλέμμα του. Βλέπουμε μαζί του, στον ιππόδρομο, καθώς τα ποδοβολητά των αλόγων έρχονται καταπάνω μας, να τσαλαπατούν οι βάρβαροι την Ευρώπη, εμάς. Χάνεται στις φλόγες των χωραφιών και ξέρουμε ότι τις φλόγες που άφησε πίσω σκέφτεται, αυτά που κάηκαν και θα καούν.
Δεν θα μπορούσε να είναι καλύτερη επιλογή από αυτήν του Josef Hader για το πρωταγωνιστικό ρόλο. Εξαιρετικές οι δύο σύζυγοι.
Χείμαρρος με ορμή η Barbara Sukowa στο ρόλο της Friderike. Παρ όλο τον πόνο που βιώνει, κατορθώνει και στέκεται δυναμικά και με αξιοπρέπεια μπρος την «τα θέλω όλα» συμπεριφορά του, την αδυναμία του να πορευτεί με το ασήκωτο βάρος της ύπαρξής του, την έκκλησή του να σταθεί πλάι του, την άρνηση του να βοηθήσει άλλους, τη κούραση του, την ανάγκη να γράψει.
Βλέποντάς την, είναι αντιμέτωπος με αυτό που άφησε, με αυτό που δεν έχει, την άλλη πλευρά του ωκεανού, αυτό που δεν ήθελε αλλά αναγκαστικά άφησε.
Η ταινία είναι  έξυπνη, σε αφήνει να σκεφθείς χωρίς να φωνάζει. Θα πάρεις όσα εσύ θέλεις. Έχουν δουλέψει όλοι πολύ, καλά και συνυπάρχουν διακριτικά η μουσική, η φωτογραφία, το editing για να ακολουθήσεις αυτό που ήθελε η Maria Shrader να αφηγηθεί.
Ήξερε τι ήθελε να πει και το θέμα δεν της ξέφυγε. Ο Stefan Zweig αποχαιρέτισε την Ευρώπη όπως και χιλιάδες άλλοι κυνηγημένοι από το θηρίο του ναζισμού. Αυτό που δεν μπόρεσε να πάρει ήταν η ψυχή του. Έμεινε εκείνη εκεί και το κορμί του αλλού. Κάηκε στις φλόγες και αυτός αναρωτήθηκε για το τι θα κάνει με το σαρκίο του.
Αν σημείωνα ψεγάδι, θα έλεγα ότι το τέλος δεν υποστηρίχτηκε αρκετά, όπως και το μέρος με τον υπερβολικό και ως καρικατούρα δήμαρχο θα μπορούσε να ελαχιστοποιηθεί, αν ήταν αναγκαίο. Παρ όλα αυτά δεν μπορούν να μειώσουν την αξία της ταινίας.

Σκηνοθέτης:Maria Shrader
Σενάριο:Maria Shrader Jan Schomburg
Φωτογραφία:Wolfgang Thaler
Editing:Hansjoerg Weissbrich
Μουσική:Tobias Wagner
Διανομή ρόλων:Karen Wendland,Lisa Olah,Youna de Peretti

Ηθοποιοί
Josef Hader:Stefan Zweig 
Barbara Sukowa: Frederike Zweig 
Anne Scharz: Lotte Zweig
Matthias Brandt: Ernst Feder 




29 Νοεμβρίου 2017

Έγκλημα στο Οριάν Εξπρές (Murder on the Orient Express) - 2017

Η Fox δια χειρός Kenneth Branagh λέγεται ότι θα έχει την πρωτιά στις εισπράξεις απ ότι μέχρι στιγμής λένε τα νούμερα. Το Έγκλημα στο Orient Express της Agatha Christie είναι συναρπαστικό είτε ως βιβλίο είτε ως ταινία. Η πολυδιαβασμένη κυρία των αστυνομικών κατορθώνει να κρατάει τα σκήπτρα και τον τίτλο της. Το βιβλίο δημοσιεύτηκε το 1934 και έκτοτε έχει γίνει ταινία το 1974 από τον  Sidney Lumet, μία σειρά τηλεοπτική με τον Alfred Molina ως Poirot το 2001 και το 2010 η σειρά με τον David Suchet ως Poirot.

Είναι δύσκολο εγχείρημα να κάνεις ταινία αστυνομικού ενδιαφέροντος όταν ο δράστης είναι γνωστός τουλάχιστον στους περισσότερους θεατές. Πως θα κρατήσεις το ενδιαφέρον;  Είναι ακόμη πιο δύσκολο να ικανοποιήσεις τους φανατικούς λάτρεις της Christie. Έχουν αναμονές και μάλιστα αδιαπραγμάτευτες σε ότι αφορά τους χαρακτήρες, τους διαλόγους, την ευρηματικότητα ως προς την αντιμετώπιση διαφόρων δυσκολιών προκειμένου να αποδοθεί η ιστορία με εικόνα. Παρ' όλα αυτά γοητευμένοι εξήλθαν της αίθουσας οι περισσότεροι θεατές. 

Η ταινία ξεκινά στην Ιερουσαλήμ το 1934, όπου μας συστήνεται ο περίφημος ντετέκτιβ Hercule Poirot και συνεχίζει με την επιβίβαση του στο τραίνο που διέσχιζε όλη την Ευρώπη, από την Κωνσταντινούπολη μέχρι το Calais. Επιβάτες πλούσιοι, με ή χωρίς τίτλο, επώνυμοι ή μη, θα ταξιδέψουν με χλιδή έως τον προορισμό τους, και θα συνυπάρξουν για κάποιες ημέρες στον ίδιο χώρο.

Κάπου στην ορεινή Ευρώπη μία χιονοστιβάδα θα εκτροχιάσει την μηχανή του τραίνου και θα εμποδίσει το ταξίδι μέχρι την αποκατάσταση της γραμμής και την επαναφορά του τραίνου στις γραμμές. Σε αυτό το ειδυλλιακό τοπίο θα δολοφονηθεί ένας αντιπαθητικός επιχειρηματίας και θα κληθεί ο Poirot να ανιχνεύσει το έγκλημα ενώ το τραίνο παραμένει ακινητοποιημένο. Γνωστοί και αγαπημένοι ηθοποιοί δίνουν όλη τους την τέχνη για να αφηγηθούν την ιστορία. Είναι δύσκολο γιατί πολλοί από τους θεατές έχουν απολαύσει σε αυτούς τους ρόλους άλλα τρανταχτά ονόματα της μεγάλης οθόνης όπως ο Albert Finney, η Lauren Bacall, η Ingrid Bergman ...

Κι όμως είναι ισάξιοι και με την φρεσκάδα του νεώτερου είδους ηθοποιίας, λιγότερη δραματικότητα και στομφώδη θεατρικότητα.
Ο Κenneth Branagh μάγεψε με την κομψότητα, το οξυδερκές και αλάνθαστο βλέμμα, το φλέγμα, τις μη άσκοπες κινήσεις, τους επιτηδευμένους τρόπους και συνήθειες του. Για μας τους πληβείους και έχοντας υπόψη το ελληνικό τραίνο, η πολυτέλεια και η ποιότητα των αμαξοστοιχιών μας καθήλωσαν και μας άφησαν ευχόμενους να βιώσουμε μία παρόμοια εμπειρία χωρίς τον απαραίτητο φόνο, ή μήπως αυτά πάνε μαζί;

Κουστούμια, αξεσουάρ, αντικείμενα εποχής και μάλιστα το υπερπολυτελές κομμάτι της. Μικρές λεπτομέρειες όπως ο astrachan γιακάς του Poirot, το υπέροχο μεταξωτό της πανέμορφης Caroline Hubbard, η υπερφορτωμένη πριγκίπισσα Dragomiroff βοηθούσαν βάζοντας πινελιές στα κάδρα του σκηνοθέτη. Δεν θα άφηνα ασχολίαστη την φωτογραφία. Όχι γιατί είναι Έλληνας ο φωτογράφος, Haris Zιmbarloukos, αλλά ποιος δεν αναφώνησε στο αντίκρυσμα της Κωνσταντινούπολης, του σταθμού της, των οροσειρών, της πτώσης  χιονοστιβάδας, τα πλάνα με φως, λίγο φως, φως πίσω από τους ηθοποιούς;

Καθώς το τραίνο περνούσε κι από την πόλη μου φαντάζομαι τα δεκάχρονα προσφυγόπουλα του τότε να στέκονται πλάι στις γραμμές ενώ οι επιβάτες της Christie και του Branagh τα χαιρετούν από το παράθυρο κρατώντας χαμογελαστοί το κρυστάλλινο ποτήρι του κοκτέιλ. Είναι γοητευτικό έστω και δύο ώρες να σου χαρίζουν ένα παραμύθι τόσο καλοφτιαγμένο. Έκανε καλή δουλειά ο σεναριογράφος Μichael Green. Πρόσθεσε διαλόγους ιδιαίτερα προς το τέλος της ταινίας περί της ψυχής του ανθρώπου όμως κράτησε την ιστορία κοντά στο βιβλίο.
Έχω απορία βέβαια πως συνέλεξε τόσες πληροφορίες ο Poirot ενώ ήταν απομονωμένος στην μέση του πουθενά χωρίς την υποστήριξη μιας υπηρεσίας. Βέβαια αυτό το ερώτημα απευθύνεται στην συγγραφέα και όχι στο σεναριογράφο ή τον σκηνοθέτη.

Σκηνοθέτης: Kenneth Branagh
Σενάριο: Michael Green
Βιβλίο: Murder on the Orient Express της Agatha Christie 
Φωτογραφία: Haris Zambarloukos
Editing: Mick Audsley
 Μουσική: Patrick Doyle
Ενδυματολογία: Alexandre Byrne
Σκηνικά: Rebecca Alleway

Ηθοποιοί:
Kenneth Branagh, Penelope Cruz, Willem Dafoe, Judi Dench, Johnny Depp, Michelle Pfeiffer, Daisy Ridley, Josh Gad and Leslie Odom Jr.


22 Νοεμβρίου 2017

Berthe Morisot - 2012

Αποφάσισα να γράψω για την ταινία για δυο λόγους. Πρώτον, θα ήθελα να κάνω γνωστή σε όσους δεν την γνωρίζουν την Berthe Morisot, και δεύτερον να μιλήσω για τις αδικίες που υφίστανται οι γυναίκες. Να ληφθεί υπόψη ότι στα ελληνικά, στο διαδίκτυο, δεν υπάρχουν πληροφορίες γι αυτήν. Παρ όλο που η σκηνοθέτης, Caroline Champetier ήταν γυναίκα, και μάλιστα ξεκίνησε ως κινηματογραφίστρια, δούλεψε με διάσημους σκηνοθέτες όπως ο Godard,o Rivette, o Carax και η Margarethe Von Trotta, και συνέχισε ως σκηνοθέτης, δεν ξέφυγε από τα στερεότυπα. Ηθελημένα ή μη παρέμεινε στον άνδρα, ακόμη και μαυρίζοντάς τον. Ήθελα να δω την δουλειά της, μια και το θέμα με προκαλούσε Είχα δει στο Παρίσι μια έκθεση αφιέρωμα στο μουσείο Musée Marmottan Monet. Σε εκείνη την έκθεση εντυπωσιάστηκα από αυτήν την πρωτοπόρο και δυναμική ζωγράφο που όμως ενώ όλοι έχουμε δει πίνακές της αγνοούμε την δημιουργό. Προσωπικά θεωρούσα ότι είναι κάποιος Μοrisot από τους ιμπρεσιονιστές, όταν συναντούσα έργα της.
Οι πληροφορίες σε μη εξειδικευμένα έντυπα ή διαδικτυακούς τόπους λένε ότι ήταν ζωγράφος, νύφη του Eduard Manet, μοντέλο, και συμμετείχε στην ομάδα των ιμπρεσιονιστών.
Με την ταινία της η Caroline Champetier επιχειρεί να μας γνωρίσει την ζωγράφο. Μόνο που εκτιμώ ότι δεν το έκανε. Ήταν πιο σημαντικό να μας τονίσει την σχέση της με τον Manet και λιγότερο να αναδείξει το ταλέντο της, την επιμονή της και όνειρό της να αιχμαλωτίσει το φως στον καμβά, να ζωγραφίσει εκ του φυσικού στο ύπαιθρο, να πάει κόντρα, στους γονείς της, τον κοινωνικό περίγυρο, να σταθεί ισότιμα δίπλα σε αυτούς, τους άνδρες ομότεχνους της, αυτούς που η παγκόσμια κοινότητα υμνεί, να εκθέσει μαζί τους σε μια επαναστατική για τα δεδομένα έκθεση με τους. Paul Cézanne, Edgar Degas, Claude Monet, Camille Pissarro, Pierre-Auguste Renoir και Alfred Sisley.το 1874. Κι όμως ,όχι μόνο υπήρξε, αλλά και δημιούργησε. Πούλησε και πουλάει ακόμη σε δημοπρασίες με αστρονομικές τιμές. (Higonnet, Anne (1990). Berthe Morisot. New York: Harper & Row, Publishers, Inc. p. 124). 
Έργα της φιλοξενούνται στα μεγαλύτερα μουσεία.
Τι είδαμε εμείς στην ταινία; Μία ερωτευμένη που θέλει και να ζωγραφίζει. Αν η συμπεριφορά του εγωκεντρικού Manet, που αγνοούσε ή περιφρονούσε το ταλέντο της, ήταν ο τρόπος για να καταλάβουμε το πως η κοινωνία αντιμετώπισε τις γυναίκες καλλιτέχνες, ίσως δεχθώ ότι μίλησε για τις επικρατούσες κοινωνικές συνθήκες στο τέλος του 19 ου αι.
Τον ενδιέφερε ως μοντέλο και έτσι έχουμε πολλά πορτραίτα της από αυτόν τον κατά τα άλλα μεγάλο καλλιτέχνη.
Οι ηθοποιοί εξαιρετικοί στο ρόλο τους, με έντονη την θεατρικότητα των κινήσεων τους.
Φυσικά και η φωτογραφία ήταν ποιητική. Χρώμα, πλάνα, γωνίες, επιλεγμένες τοποθεσίες, πως θα μπορούσε άλλωστε με την σκηνοθέτη να έχει υπάρξει η διευθύντρια φωτογραφίας σε διακεκριμένες ταινίες και μάλιστα μαζί με πλέον αναγνωρισμένους σκηνοθέτες;
Εικαστικά ένας πίνακας κινούμενος, μεταλλασσόμενος. Σκηνικά κουστούμια βοηθούν στο να συμμετέχετε στην εποχή, στην ματιά την δική της αλλά και του Manet, διάλεγε ακόμη και τα ρούχα των μοντέλων, εκτός από το στήσιμο, την θέση, έκφραση. Η μουσική ήταν προσεγμένη και αξιοπρόσεκτη.
Σημείωση, η ταινία πραγματοποιήθηκε για την τηλεόραση.
Θα αναρωτηθεί κανείς μα πως με τόσα θετικά στοιχεία δεν κέρδισε τον θαυμασμό μου, όχι μόνο τον δικό μου, αλλά πολλοί θεατές αντέδρασαν αρνητικά;
Τους λόγους τους εξήγησα στην αρχή μόνο που παρέλειψα να πω, πόσο σημαντικός είναι ο ρόλος αυτών που προετοιμάζουν και στήνουν μια έκθεση. Αυτοί που την παρουσίασαν στο Musée Marmottan Monet, οι ιστορικοί τέχνης Claire Durand-Ruel Snollaerts και η Marianne Mathieu, διευθύντρια του Μουσείου. Πως μπόρεσαν μόνο με τους πίνακες και τις σημειώσεις, ενημερώσεις της έκθεσης να παρουσιάσουν όχι μόνο την διεκδικητικότητα της στο χώρο της τέχνης, την αντίδραση του περιβάλλοντος, το μοναδικό ταλέντο της αλλά και τις διαπροσωπικές και οικογενειακές σχέσεις της;
Είτε βρείτε την ταινία είτε όχι, ανατρέξτε στο διαδίκτυο ή στα βιβλία ιστορίας τέχνης να χορτάσει το μάτι σας ομορφιά, φως, χρώμα, τρυφερότητα, εν ολίγοις τέχνη. 

Σκηνοθέτης:Caroline Champetier
Σενάριο:Beth Archer Brombert,Jean Francois Allain,Sylvie Meyer,Philippe Lasry.
Φωτογραφία:Stephane Bourgoin, Stephen Mack,Caroline Champetier
Editing:Jean Francois Elie
Μουσική:Eric Demarsan
Ενδυματολογία:Pascaline Suty

Ηθοποιοί

Marine Delterme, Malik Zidi, Alice Butaud, Berangere Bonvoisin, Francois Dieuaide


15 Νοεμβρίου 2017

Το Τελευταίο Σημείωμα - 2017

Άφησα την μεγάλη οθόνη γεμάτη αντιφατικά συναισθήματα.
Ενθουσιασμένη που για ακόμη μία φορά δεν με απογοήτευσε ο Παντελής Βούλγαρης ως σκηνοθέτης, αλλά και η και η Ιωάννα Καρυστιάνη, ως σεναριογράφος συγγραφέας, δεν είναι σπάνιο. Στην εποχή μας σχεδόν καθημερινά σβήνουμε και κάποιον από τους αγαπημένους. Συγκινημένη, αναστατωμένη και θυμωμένη.
Ιστορία από μόνη της επώδυνη.
Η εκτέλεση 200 Ελλήνων ως αντίποινα των Γερμανών, στην Καισιαριανή την 1η του Μάη 1944. Ήταν Έλληνες της Εθνικής Αντίστασης. Ίσως όμως στεναχωρήσω κάποιον, τον κ Σαραντάκο, τον οποίο θαυμάζω και παρακολουθώ τα γραφόμενά του, όχι γιατί ξέρω περισσότερο αλλά γιατί έτσι πιστεύω. Ήταν και κομμουνιστές.
Σημασία είχε το θάρρος, η αγωνιστικότητα, το ήθος, η ομοψυχία, η αλληλεγγύη των αγωνιστών που για ακόμη μία φορά είχα την ευκαιρία, μέσα από την ταινία, να θαυμάσω.
Ζούμε σε εποχές που αυτά έχουν εκλείψει.
Κανείς, κι εγώ επίσης, δεν εκχωρούμε σήμερα την προσωπική μας ηρεμία, καθημερινότητα, βόλεμα για άλλους, για προκύπτοντα θέματα, θέματα που αφορούν την κοινωνία μας, πιθανόν ελάσσονος σημασίας σε σχέση με το θέμα της ταινίας, την ήττα του κατακτητή, την απόκτηση της ελευθερίας, την ζωή, αυτή όπως την ορίζουν οι αρχές μας και το δίκαιο, η ίση ευκαιρία για όλους.
Πολλούς από τους χαρακτήρες τους συνάντησα, ας το πω έτσι, στο βιβλίο,που διάβασα πρόσφατα, “Εξόριστοι στο Αιγαίο”, του Αυστραλού δημοσιογράφου Bert Birtles. Τους συνάντησε και μας τους παρουσίασε στην Αθήνα, στην Ανάφη, στην Γαύδο, το 1935,1936. Ήταν τόσο οικείοι, στην ταινία, για μένα, τόσο αληθινοί που έμοιαζε σαν να συναντούσα παλιό γνώριμο. Η συναισθηματική φόρτιση ως ήταν φυσικό ακόμη μεγαλύτερη. Βίωσα την βία, τον πόνο, τον εξευτελισμό, την αγωνία, το αδιέξοδο μαζί τους. Ταυτίστηκα με τους ήρωες.
Σαν να ζήλεψα και ήθελα ένα κομμάτι από το μεγαλείο τους και την ανδρεία τους.
Δεν ξεχνώ ότι ήταν εικόνα, μία ιστορία στο πανί με αληθινό θέμα.
Το χειρίστηκε καλά ο Παντελής Βούλγαρης;
Ναι. Χωρίς τον παραμικρό ενδοιασμό. Εστιάζοντας στην προσωπική ιστορία του Ναπολέοντα Σουκατζίδη και την σχέση του με το Γερμανό διοικητή, ήταν διερμηνέας, εξιστορήθηκε το γεγονός.Το μέρος μίλησε για το όλο. Τα πρόσωπα αλλάζουν όπως και οι λεπτομέρειες της ζωής των όμως αυτό που η ταινία αφηγήθηκε ήταν αυτό που ένωνε τους ανθρώπους και ήταν κοινό για όλους. Ο αγώνας τους και η θυσία για την ελευθερία, η ομοψυχία, ο αλτρουισμός, η ιδέα, το όραμα, η δύναμη του συνόλου.
Εξαιρετικές ερμηνείες, συναρπαστικές των Ανδρέα Κωνσταντίνου (Ναπολέων Σουκατζίδης) και Andre Hennicke (Karl Fischer). Ακόμη και η λιγόλογη παρουσία κάποιων όπως της Μελία Kreling  (Χαρά Λιουδάκη) αξιοσημείωτη.
Η φωτογραφία του Σίμου Σαρκετζή έκανε θαύματα και κάλυψε αδυναμίες όπως των σκηνικών και ίσως του χαμηλού προϋπολογισμού.
Η μουσική τόσο ενδιαφέρουσα που αναζήτησα το όνομα του δημιουργού στους τίτλους του τέλους και αργότερα πληροφορήθηκα ότι είναι μέλος της οικογενείας Βούλγαρη, υιός, Αλέξανδρος με το όνομα “The Boy”. Άρχισα να την προσέχω από τα γαβγίσματα των σκυλιών που άκουγα ενώ έβλεπα την ταινία. Αναρωτήθηκα. Πως είναι δυνατόν να  ακούγονται μέσα στην αίθουσα απ έξω, μέχρι που αντιλήφθηκα ότι δεν είναι έξω από την αίθουσα αλλά είναι μέρος της ταινίας. Αν τίθεται θέμα παραλληλισμού ή αληθοφάνειας σκηνικού, ο ίδιος μπορεί να απαντήσει. Δεν ήταν μόνο αυτή η μικρή αλλά όχι ασήμαντη λεπτομέρεια. Ακολουθούσε τις εντάσεις και τις εκφράσεις. Με κορύφωση τους κρητικούς και ποντιακούς χορούς.
Η νύχτα πριν την εκτέλεση δεν είναι μόνο η αποθέωση της δουλειάς όλων γι αυτήν την υπέροχη ταινία αλλά και η απάντηση στο ποιο είναι το μήνυμα της.
Θέλω να βλέπω με αισιοδοξία το αύριο και δουλειές όπως αυτή με βοηθούν να μην κλονίζεται η εμπιστοσύνη στον άνθρωπο και τους σύγχρονους δημιουργούς.

Σκηνοθέτης : Παντελής Βόυλγαρης
Σενάριο : Ιωάννα Καρυστιάνη, Παντελής Βούλγαρης.
Φωτογραφία : Σίμος Σαρκετζής
Μουσική : Αλέξανδρος Βούλγαρης,The Boy
Editing : Τάκης Γιαννόπουλος
Ενδυματολογικά : Γιούλα Ζωιοπούλου
Σκηνικά : Σπύρος Λάσκαρης

Ηθοποιοί
Ναπολέων Σουκατζίδης : Ανδρέας Κωνσταντίνου
Karl Fischer : Andre Hennicke
Χαρά Λιουδάκη : Μελία Kreling
Kovats : Λουκάς Κυριαζής
Κώστας Τάσος Δήμας
Βασίλης Κουκαλάνι,
Αινείας Τσαμάτης,
Κωνσταντίνα Χατζηαθανασίου,
Λευτέρης Λαμπράκης,
Μιχάλης Αεράκης,
Χρήστος Κωνσταντακόπουλος,
Μανώλης Ψαρουδάκης,
Γιώργος Καραμαλέγκος,
Βασίλης Σύρρος,
Δημήτρης Καλογεράκης,
Μανώλης Μαυράκης,
Μηνάς Μισύρης,
Τάσος Καϊσαρλής,
Αντώνης Παλιεράκης,
Νίκος Ράμμος,
Μιχάλης Τακτικάκης,
Μανώλης Πούλης,
Θεώνη Κουτσουνάκη

1 Νοεμβρίου 2017

Look Who's Back (Netflix) - 2015

Η ταινία “Look who is Back” (Er ist wieder da, αρχικός τίτλος) βασίσθηκε στο βιβλίο του Timus Vermes, “Adolf Hitler”, που όταν κυκλοφόρησε είχε τεράστια επιτυχία και πούλησε 1.3 εκατ αντίτυπα μόνο στην Γερμανία, και που μεταφράστηκε σε 41 άλλες γλώσσες. Εν μέρει ντοκυμαντερ, τάραξε τα ήσυχα νερά της σύγχρονης γερμανικής κοινωνίας και όχι μόνο.
Ένας ηθοποιός, ο Oliver Masucci ως Adolf Hitler, έχοντας βάλει 26 κιλά για τις ανάγκες του ρόλου και με το ανάλογο μακιγιάζ, ξυπνά από λήθαργο 70 ετών στην κατοικημένη, τώρα, περιοχή, εκεί που ήταν το καταφύγιο του Hitler. Ένας άνεργος σκηνοθέτης, ο Fabian Sawatzki (Fabian Busch) θα τον ανακαλύψει και θεωρώντας ότι είναι η ευκαιρία της ζωής του, αποφασίζει να κάνει τηλεοπτική εκπομπή με αυτόν σαν θέμα. Για την εκπομπή θα επισκεφθεί μαζί του όλη την σύγχρονη Γερμανία από τον Βορρά ως το Νότο. Ο ένας έχει στόχο την εκπομπή που θα τον κάνει διάσημο, o δε άλλος επιδιώκει την σωτηρία και αναμόρφωση της Γερμανίας. Έτσι, φθανουν να συνομιλούν με Γερμανούς πολίτες όλων των τάξεων. Ο Fabian Sawatzki, νομίζει ότι έχει να κάνει με κάποιο που μιμείται τον Hitler, ο δε Oliver Masucci υπηρετεί την εκδοχή του “σκέψου και να ερχόταν πίσω”. Αυτή είναι η υπερβατική σύλληψη του συγγραφέα και του σκηνοθέτη. Για τις ανάγκες της ταινίας ο σκηνοθέτης David Wnendt κατέγραψε επίσης 300 ώρες κινηματογράφησης συνεντεύξεων.

Ο Oliver Masucci είναι εξαιρετικός και πειστικός στο ρολο του, αφοπλιστικός για τους θεατές, αλλά και για τους συνομιλούντες μαζί του. Λέγεται μάλιστα ότι είναι ο 120ος Ηitler που πέρασε από τις οθόνες μέχρι σήμερα! Εξαιρετικοί στο ρόλο τους και οι άλλοι ηθοποιοί. Είναι δύσκολο να ξεχωρίσεις τους πραγματικούς ηθοποιούς από τους μη, αφού και η ταινία η ίδια κινείται ανάμεσα στο πραγματικό και στο κατασκευασμένο. Όμως εκτιμώ ότι έγινε πολύ έξυπνα και πετυχημένα, μια και ο στόχος της ήταν το “τι θα σήμαινε μία επιστροφή του Hitler στη Γερμανία”. Οι άνθρωποι που τον συναντούν εκπλήσσονται, θεωρούν ότι πρόκειται για κακόγουστο αστείο, πολλοί γελούν, τραβούν selfies μαζί του κι ελάχιστοι εξαγριώνονται.

Η ταινία προβλήθηκε την εποχή που μεγάλα κύματα προσφύγων έφθαναν στην Ευρώπη, όπως και στην Γερμανία, αναζητώντας άσυλο και μία καλύτερη ζωή. Γροθιά στο στομάχι δέχεται ο θεατής όταν ακούει και αντιλαμβάνεται τι σκέφτονται οι Γερμανοί για τους άλλους, όπως δηλαδή και για λαούς σαν εμάς. Η ανωτερότητα της φυλής τους είναι βαθιά ριζωμένη μέσα τους. Η υπεροχή αυτής της χώρας αναμφισβήτητη.

Το χειρότερο είναι όταν, μιλώντας ο επαναεμφανιζόμενος Hitler μαζί τους, ακόμη και σε σατυρικές εκπομπές, διαπιστώνεις ότι μετά τα γέλια, πολλοί δείχνουν να συμφωνούν μαζί του.
Είναι σαν να τους είπε αυτό που ήθελαν ν’ ακούσουν. Είναι γεγονός ότι πολλές δικτατορίες στηρίζονται σ’ αυτό. Όπως έλεγε και η Joan Didion, Αμερικανίδα συγγραφέας και αρθρογράφος, “επιλέγουμε ηγέτες που ξέρουν να μιλούν. Που μας χαϊδεύουν τα αυτιά και το εγώ μας. Ουσιαστικά είμαστε εμείς δια του στόματος των.” 

Ενώ θα γελάσετε αρχικά, σιγά σιγά θα ξεβολευτείτε μέχρι που θα αρχίσετε να ανησυχείτε με το τι συμβαίνει. Οι μελετητές της γερμανικής κοινωνίας λένε ότι κάποια γεγονότα αθώα, όπως ποδοσφαιρικές συναντήσεις και διεθνείς αγώνες, φέρνουν στο προσκήνιο βαθιά κρυμμένα "πιστεύω", ενίοτε επικίνδυνα. Συσπειρώνονται πίσω από το “εμείς” απέναντι στο “οι άλλοι” και ένα θέμα απλό μεταμορφώνεται από τις μάζες σε αχαλίνωτο δήθεν πατριωτισμό. Τότε ‘βγαίνουν’, εκτός από ‘τα νύχια’ και τα μαχαίρια.

Αλλ δεν είναι μόνο η Γερμανία. Η μετακίνηση πληθυσμών ταρακούνησε την ήσυχη φαινομενικά και ταχτοποιημένη ζωή μας. Με το που τίθεται το θέμα 'δίνω χώρο και στον άλλον', ξεπηδούν μέσα μας φόβοι, συμφέροντα, εγωισμοί, κυριαρχικές τάσεις, επιθετικότητα, συσπειρώσεις, καταγγελίες, βία.  Αμφιβάλλετε; Βλέποντας την ταινία θα πεισθείτε εύκολα για το τι συμβαίνει. Εξάλλου, η ταινία προείπε αυτό που οι μετέπειτα γνωστές εξελίξεις έφεραν στην Ευρώπη.

Σκηνοθέτης: David Wnendt
Σενάριο: Johannes Boss, Minna Fischgartl, Timur Vermes, David Wnendt,
Συγγραφέας του βιβλίου Adolf Hitler στο οποίο βασίσθηκε η ταινία: Timur Vermes 
Φωτογραφία: Hanno Lentz:
Μουσική: Enis Rotthoff
Editing: Hans Funck

Ηθοποιοί
Oliver Masucci: Adolf Hitler
Fabian Busch Fabian Sawatzki
Katja Riemann: Katja Bellini
Fred Aaron Blake: ιδιοκτήτης σκύλων
Franziska Wulf Franziska Krömeier 
Michael Kessler: Michael Witzigmann
Thomas Thieme:  Senderchef Kärrner
Michael Ostrowski: Rico Mancello
Lars Rudolph: Ιδιοκτήτης Περίπτερου
Ramona Kunze-Libnow Mutter Sawatzki
Gudrun Ritter Oma Krömeier
Stephan Grossmann Staatsanwalt Göttlicher
Christoph Maria Herbst: Christoph Sensenbrink
Bernardo Arias Porras

25 Οκτωβρίου 2017

The Meyerowitz Stories (Netflix) - 2017

Τα πρόσωπα της ιστορίας, η ταινία: Ένας ισχυρογνώμων εγωκεντρικός μπαμπάς, o Harold, τρία παιδιά, ο Dannny και η Jean ετεροθαλή αδέλφια με τον Matthew, μία νεαρή, η Eliza κόρη του Danny, και η Maureen, τέταρτη σύζυγος του μπαμπά και μητριά των τριών, προσπαθούν να βρουν τις άκρες τους, να κλείσουν πληγές και να συνυπάρξουν.Οι σχέσεις μεταξύ τους ανύπαρκτες έως εχθρικές. Μια και ο μπαμπάς έχει φανερή αδυνα-μία και απροκάλυπτο θαυμασμό προς το ένα εκ των τριών παιδιών του και αδιαφορία, θα έλεγα αναισθησία, για τους γύρω του. Ένα γεγονός θα τους φέρει γρήγορα σε αυτό που αργούσε τόσα χρόνια, να βρουν ο ένας τον άλλον, τα αίτια της αποξένωσής τους, των πληγών τους.

Θα περίμενε κανείς να είναι βαριά και καταθλιπτική η ταινία καθώς το θέμα της μας θυμίζει την νέα μορφή οικογένειας που δυστυχώς ήδη έφθασε και στα μέρη μας. Δύο ή τρεις γάμοι, παιδιά από μία ή δύο μητέρες συγκατοικούν, αποκόβονται, συναντιούνται περιστασιακά, μεγαλώνουν ή γερνούν, ξένοι ενίοτε εχθροί, διεκδικητές του κοινού πατέρα ή μητέρας. Το σπίτι σημείο αναφοράς δικαίωμα ή μη στην κατοχή και οικειο-ποίηση του.

Οι ηθοποιοί Adam Sandler(Danny), Ben Stiller (Matthew), Dustin Hoffman (Harold), Emma Thompson (Maureen), με κωμικές υπερβολές αλλά με εξαι-ρετική υποκριτική ικανότητα σε καλούν μέσα από το γέλιο να κοιτάξεις μέσα σου και γύρω σου. Να αναρωτηθείς για την δική σου οικογένεια, αυτήν που άφησες αυτήν που δημιούργησες. Ποιους η νέα σου επιλογή τραυμάτισε. Τι συμβαίνει αν τόσο πολύ προσέχεις τον εαυτό σου που ξεχνάς τα παιδιά σου και τις ανάγκες τους. Γρήγορα θα απαντήσεις, μα αυτός, ο κ Meyerowitz (Dustin Hoffman) ήταν καλλιτέχνης, άνδρας, Αμερικανός. Δεν συμβαίνουν εδώ αυτά. Σαν την Ελληνική οικογένεια δεν έχει. Εγώ είμαι μία απλή μάνα ένας μεροκα-ματιάρης πατέρας. Γεγονός είναι ότι θα υπερασπίσεις τον εαυτό σου μια και σου θυμίζει, αν είσαι γονιός, τις ευθύνες σου απέναντι στα παιδιά σου, κι αν δεν είσαι γονιός, είσαι το παιδί κάποιων γονιών. Λιγότερη δουλειά το να κοιτάς μόνο πίσω στην δεύτερη περίπτωση.

Έξυπνο σενάριο, γρήγορο, ευρηματικό, ζωντανεύει με εξαιρετικές ερμηνείες όπως ανέφερα. Δεν μπορώ να ξεχωρίσω κάποιον ή κάποια, στο ρόλο τους, αξιολάτρευτοι όλοι. Διακριτική ως έπρεπε η μουσική του Randy Newman. Η ταινία είχε τέτοια δομή που έδινε την αίσθηση ότι κρατάς ένα βιβλίο και περνάς από κεφάλαιο σε κεφάλαιο, το καθένα αφιερωμένο στους χαρακτήρες του. Τα εύσημα για αυτό σε σκηνοθέτη και editor. Noah Baumbach και Jennifer Lame.

Μας είχε προετοιμάσει ο Noah Baumbach με το The Squid and the Whale και αργότερα με το Μargot at the Wedding; ότι τον ενδιαφέρoυν οι ενδοοικο-γενειακές σχέσεις, τις οποίες, όπως δηλώνει, τις διακωμωδεί μέχρι την λύτρωση, τη δική του και τη δική μας: (Συνέντευξη: Lethem, Jonathan 'Noah Baumbach', BOMB Magazine, Fall, 2005)  
“Μερικές φορές, όταν σκέφτομαι όλη την εμπειρία αυτού, αρχίζει να γίνεται αστείο, μέσα σε ένα αστείο, μέσα σε ένα αστείο. Η ταινία δεν εμπνέεται μόνο από την παιδική μου ηλικία και το διαζύγιο των γονιών μου, αλλά ήταν επίσης το πρώτο σενάριο που δεν έδειξα στους γονείς μου ενώ εργαζό-μουν σε αυτήν. Δεν θέλω να τους προστατεύσω από τίποτα. Απλώς ήθελα να διατηρήσω τη δική μου εμπειρία.”
Αν αφαιρέσεις κάποιες σκηνές όπου παρουσιάζεται το εξεζητημένο φιλμάκι της εγγονής του κ Meyerrowitz, Eliza(Grace Van Patten), μια παρατραβηγμένη θα έλεγα εκδοχή των νέων αναζητήσεων των νεαρών καλλιτεχνών, η θέαση της ταινίας είναι μια αφορμή να πάει όλη η οικογένεια μαζί στο κινηματογράφο.

Σκηνοθέτης:Noah Baumbach
Σενάριο:Noah Baumbach
Φωτογραφία:Robbie Ryan
Μουσική:Randy Newman
Editor:Jennifer Lame
Ηθοποιοί
Adam Sandler: Danny Meyerowitz,
Ben Stiller: Matthew Meyerowitz, 
Dustin Hoffman: Harold Meyerowitz
Elizabeth Marvel: Jean Meyerowitz
Emma Thompson: Maureen η τέταρτη και νυν σύζυγος του Harold
Grace Van Patten: Eliza, εγγονή του Meyerowitz
Candice Bergen: Julia, 3η σύζυγος  του Harold μητέρα του Matthew
Rebecca Miller: Loretta Shapiro
Judd Hirsch: L.J. Shapiro,καλλιτέχνης φίλος του Harold
Sigourney Weaver: ο εαυτός της.

19 Οκτωβρίου 2017

Victoria and Abdul ( 2017)

Το να είσαι γυναίκα, λευκή, ηλικιωμένη και να συναναστρέφεσαι άνδρα, άλλου χρώματος και επιπλέον νέο, είναι μία φορά παράξενο, δύσκολο έως ακατόρθωτο στις παρούσες κοινωνικές συνθήκες. Το να είσαι βασίλισσα και μάλιστα του 19ου αι μοιάζει σχεδόν με παραμύθι.
Και όμως, παρ όλο που έγινε βίαιη και συστηματική εξαφάνιση των αποδεικτικών στοιχείων αυτής της ιδιαίτερης σχέσης, η Shrabani Basu με το ομότιτλο βιβλίο της μετά,από μακροχρόνια έρευνα, την αποκάλυψε και εξιστόρισε.

Τώρα, γιατί ο Stephen Frears επιμένει να ασχολείται με την βασιλική οικογένεια είναι άξιο απορίας. Το λέω γιατί γι αυτόν τον σκηνοθέτη είχα προσδοκίες. Απέδειξε όμως με τις τελευταίες του ταινίες ότι μόνο επιδερμικά αγγίζει τα θέματά του και τα καθιστά εύπεπτα για το ευρύ κοινό, Plilomena(2013) The Queen(2006), Florence Foster Jenkins(2016).

Για όσους δεν γνωρίζουν την ιστορία της ταινιάς: Για τον εορτασμό των 50 χρόνων βασιλείας της βασίλισσας Βικτωρίας μεταβαίνουν δύο Ινδοί για να της προσφέρουν ένα νόμισμα ως δώρο και ένδειξη εκτίμησης και σεβασμού προς το πρόσωπό της. Μην ξεχνάμε ότι η Ινδία ήταν μέρος της Βρετανικής Αυτοκρατορίας μετά την κατάπαυση της ανταρσίας. Η βασίλισσα εντυπωσιάζεται από τα μάτια και εμφάνιση αρχικά του Abdul, ενός εκ των δύο Ινδών, και από την στιγμή εκείνη ξεκινά η προσωπική τους σχέση. Η θέση του Abdul διαρκώς αναβαθμίζεται, ο άμεσος βρετανικός κύκλος της προσβάλλεται, αναταράζεται και δυσανασχετεί, έως που επαναστατεί και δολοπλοκεί για την απομάκρυνση του. Ο Αbdul παραμένει μέχρι τον θάνατό της ο έμπιστός της, ο δάσκαλος της, ο Μούνσι όπως τον αποκαλεί και επιβάλει. Βίαια εκδιώκεται αυτός και η οικογένεια του, που εν τω μεταξύ είχε κληθεί, μετά από διαταγή της Βικτώριας, και εγκαταστάθηκε σε οίκημα εντός του παλατιού προς μεγάλη δυσφορία και αγανάκτηση όλων. Ήταν πράξεις αδιανόητες για την νοοτροπία και τα ήθη όχι μόνο των μελών της Αυλής αλλά και του υπηρετικού προσωπικού.

Η ταινία, παρ όλη την λαμπρή και αβίαστη ερμηνεία της Judi Dench ως Βικτώρια, την καλή παρουσία του Ali Fazal ως Abdul Κarim, και την θεατρικότητα της αγγλικής σχολής με την οποία οι διαλεγμένοι ηθοποιοί απέδωσαν τους ανθρώπους του παλατιού, παραμένει μέτρια. Η καρτουνίστικη προσέγγιση των χαρακτήρων δεν βοήθησε γιατί δεν είχε συνέπεια. Ήταν έντονη μέχρι τη μέση της ταινίας και κατόπιν εμφανιζόταν επιλεκτικά, προς ελάφρυνση της βαρύτητας του θέματος που προέκυπτε κάνοντας τον θεατή να γελά.
Ανάλαφρη θα την έλεγα και αξιαγάπητη ιδιαίτερα από κοινό που το γοητεύουν οι ιστορίες των βασιλικών θρόνων χωρίς ιδιαίτερη εμβάθυνση και σύνδεση των διαδραματιζομένων με ιστορικά και πολιτικά γεγονότα.

Ο κινηματογράφος δεν είναι αθώος. Απευθυνόμενος σε αυτούς και κυρίως αυτές (ήταν γυναίκες οι περισσότερες μέσα στην αίθουσα προβολής), χαλάρωσε, χάιδεψε και αποσιώπησε τεχνηέντως. Δεν μου αρκεί η σύντομη μαρτυρία, σχολιασμοί του Mohammed (Adeel Akhtar) του Ινδού που ήρθε στην Αγγλία μαζί με τον Abdul για τον ίδιο σκοπό, αλλά μην έχοντας την εμφάνιση του συμπατριώτη του δεν δέχτηκε την προτίμηση της βασίλισσας και έτσι υπηρετούσε σε κατώτερες θέσεις, τόσο που κατέληξε υπηρέτης του Abdul. Ήταν ελάχιστη και μάλιστα γραφική. Τους θυμίζω μια και εκστασιασμένες εξήλθαν ποια ήταν η Βικτώρια αν το ξεχάσαν ή δεν το γνώριζαν.

Η βασίλισσα που επί της βασιλείας της εξαπλώθηκε η βρετανική αυτοκρατορεία σε τέτοιο μέγεθος που όπως λεγόταν «ο ήλιος δεν έδυε ποτέ», παραχωρήθηκε το Hong Kong στην Βρετανία μετά την ήττα της Κίνας, στον πόλεμο του Οπίου, ήταν η αιτία του 4ετούς λιμού της Ιρλανδίας, εξ ού και ο χαρακτηρισμός της ως «βασίλισσα του λιμού». Απέκλεισε το λιμάνι του Πειραιά με τεράστια ζημιά για το νεοσύστατο Ελληνικό κράτος δήθεν για τα συμφέροντα ενός άγγλου πολίτη. «Χάρισε» την Ζάκυνθο στην Ελλάδα κατά την ενθρόνιση του συγγενούς της, μονάρχη της Ελλάδας Γεωργίου με αντάλλαγμα την υποστήριξη του προς τα συμφέροντα των Άγγλων στα Βαλκάνια και τη Μεσόγειο. Πήρε ως δώρο, για την συμμετοχή της και υποστήριξη της Τουρκίας στο Ρώσοτουρκικό πόλεμο, τη Κύπρο. Τι είναι ένα νησί;Το παίρνεις και το δίνεις.  Προέτρεψε την εμπλοκή της Βρετανίας στον πόλεμο των Boeren. 

Πόσο να με ικανοποιήσει η ταινία αν είχε καλή μουσική, Τhomas Newman, μοντάζ, Melanie Ann Oliver, φωτογραφία, Danny Cohen, απόδοση ενδυμασίας, Consolata Boyle, εθιμοτυπικών, σκηνικών εποχής, Sarah Finlay, Adam Squires; Πόσο να με ικανοποιήσει αν κατά την ταινία η βασίλισσα αποδεικνύεται προοδευτικότερη της Αυλής της σε θέματα καταγωγής, τάξης; Ήταν τολμηρή σε κάτι που της έδινε ευχαρίστηση. Δεν ήταν (και είναι ιστορικά αποδεδειγμένο) τολμηρή και οικουμενική σε ότι αφορά την αμφισβήτηση και μόνο των συμφερόντων της αυτοκρατορείας, πόσο μάλλον για κατάργηση κεκτημένων.
Μα δεν έκανε το πορτραίτο της Βικτώριας, θα ισχυριζόνταν κάποιος. Ακόμη κι αν είναι έτσι, γιατί δεν κράτησε την αρχική προσέγγιση, αυτή της διακωμώδησης;

Θα ήταν τουλάχιστον δίκαιο. Στο παρελθόν, ομόεθνοι του όπως ο David Lean, κατέδειξαν εξ απαλών ονύχων πάντοτε, με πολύ βρετανικό τρόπο, πολύ περισσότερα θέματα σε ότι αφορά την βρετανική παρουσία στις Ινδίες και την σχέση Άγγλων Ινδών, o λόγος για τη μη πολιτική ταινία «Α Passage to India».

Σκηνοθέτης: Stephen Frears
Σενάριο: Lee Hall
Συγγραφέας ,βιβλίο: Shrabani Basu, Victoria and Abdul
Φωτογραφια: Danny Cohen
Μουσική: Thomas Newman
Editing: Melani Ann Oliver
Καλλιτεχνική Διεύθυνση: Sarah Finlay, Adam Sqires
Ενδυματολόγος: Consolata Boyle
Ηθοποιοί
Judi Dench: Queen Victoria
Ali Fazal: Abdul Karim
Eddie Izzard: Bertie
Tim Pigott-Smith: Sir Henry Ponsonby
Adeel Akhtar: Mohammed
Simon Callow: Puccini
Michael Gambon: Λόρδος Salisbury
Julian Wadham: Alick Yorke
Olivia Williams: Jane Spencer, Βαρώνη Churchill
Fenella Woolgar: Δεσποινίς Phipps
Jonathan Harden: The Kaiser
Paul Higgins: Sir James Reid, γιατρός της Βασίλισσας