27 Μαΐου 2015

Βόλτα με τον Μολιέρο (Alceste à Bicyclette) - 2013

Στο απόγειο της υποκριτικής του καριέρας, ο Serge Tanneur (Fabrice Luchini), αποφασίζει να γυρίσει την πλάτη στον κόσμο του θεάματος. Ήταν όλα απογοητευτικά μέχρι λύπης. Eίχε φθαρεί σε ένα κόσμο υποκρισίας και προδοσίας, σε ένα κόσμο λαμπερό εξωτερικά αλλά σκοτεινό και εχθρικό εσωτερικά. O Serge αποσύρεται να ζήσει απομονωμένος σε ένα υποβαθμισμένο σπίτι στο νησί Île de Ré, στον Ατλαντικό Ωκεανό, κοντά στις Γαλλικές ακτές. 
Τρία χρόνια αργότερα, ο Gauthier Valence, (Lambert Wilson), ένας ηθοποιός πετυχημένος στην μικρή οθόνη, θα εμφανιστεί στο νησί. Σκοπός του να πείσει τον Serge να επιστρέψει στο θέατρο για να παίξει το ρόλο του Μισάνθρωπου στο ομώνυμο κλασσικό έργο του Μολιέρου. Ο Serge αρχικά αρνείται κατηγορηματικά και «ορκίζεται» πως δε θα ξαναγυρίσει ποτέ πια στο palcoscenico. Ο ηθοποιός όμως μέσα του προσπαθεί να τον κανει να αλλάξει γνώμη, συμβοηθούντος βέβαια και του Gauthier. Προτείνει λοιπόν στον Gauthier να προβάρουν την πρώτη σκηνή του έργου, τον διάλογο μεταξύ Alceste και  Philinte, η δε συμφωνία τους συμπεριλαμβάνει και την εναλλαγή των ρόλων. Η μαγεία του θεατρικού κειμένου, το πάθος και η γοητεία της ερμηνείας τους μαζί με διάφορα άλλα συμβάντα, ολοκληρώνουν την πρόβα και την ταινία για μας τους θεατές. Μετά από πέντε μέρες εκκρεμεί ακόμη η απάντηση, η δε έκβαση αφήνει αναπάντητα και ακάλυπτα ερωτηματικά. 
Είναι γεγονός πως με τον Μισάνθρωπο ο Μολιέρος, ο άνθρωπος που τοποθέτησε στο σύγχρονο κόσμο την Αριστοφανική θέση της κωμωδίας, έθεσε όπως και σε όλα του τα έργα του αναπάντητα ερωτηματικά, όπως: 
Είναι μία η αλήθεια; 
Ποιος είθισται να είναι ο αποδέκτης της; 
Επηρεάζεται από ποιους και ποιος ο ρόλος των εχόντων εξουσία, δύναμη και πλούτο;
Τι είναι ελάττωμα και πότε εκλαμβάνεται ως προτέρημα;
Είναι αναπόφευκτη η υποκρισία και ο φθόνος;
Είμαστε κριτές και κρινόμενοι; 
Η αξιοπρέπεια και ο αγώνας της εξασφάλισης της, πού μας οδηγεί;
Τη σύγχρονη και έμμεση μεταφορά του κλασσικού έργου στη μεγάλη οθόνη επιχείρησε ο σκηνοθέτης με ανάλαφρο τρόπο ομολογουμένως, κυρίως με εξαιρετικά καλές ερμηνείες, και σχεδόν κατάφερε να παραμείνει στις βασικές φιλοσοφικές δομές του. Εξάλλου και ο ίδιος ο Μολιέρος, γελώντας και διασκεδάζοντας, έθεσε την κριτική του για την κοινωνία της εποχής του.
Είναι επίσης γεγονός ότι τα τελευταία χρόνια ο Γαλλικός κινηματογράφος επιχειρεί με απλά σενάρια, καλή σκηνοθεσία και καλές ερμηνείες να θίξει σύγχρονες κοινωνικές πτυχές χωρίς να κουράσει τον θεατή. Έχει διάφορους υποστηρικτές αλλά και αυστηρούς κριτές, ενίοτε πολέμιους του εγχειρήματος.
Αν η σκηνοθεσία, όπως στην εν λόγω ταινία, η ερμηνεία των ρόλων και το σενάριο είναι προσεγμένα, τότε το αναμενόμενο τέλος, η υπάρχουσα εξοικείωση με το θέμα και η ταύτιση των θεατών με τους χαρακτήρες των πρωταγωνιστών δεν το ακυρώνουν εύκολα ως δημιούργημα.
Την ταινία θα την πρότεινα για ένα ακόμη λόγο. Για τον διάλογο ανάμεσα σε δύο φίλους, συναδέλφους, επικοινωνία που σχεδόν έχουμε ξεχάσει, τουλάχιστον εδώ γύρω όπου ζω. Ευτυχώς παρακολούθησα την ταινία σε DVD κι έτσι μπόρεσα να επαναλάβω τις στιχομυθίες τους και τις ξανάκουσα όσο ήθελα, είτε ανήκαν στο έργο του Μολιέρου, είτε στο σενάριο της ταινίας.
Ναι, υπήρχε μια διάχυτη πικρή μελαγχολία, αναπόφευκτη ακόμη και στις κωμωδίες του Μολιέρου. Η εποχή που ζούμε χαρακτηρίζεται γενικά από μια τέτοια πικρία. Πως να μπορούσε ο σκηνοθέτης να την προσπεράσει; Οι γνωρίζοντες την ιστορία του θεάτρου θα επιβεβαιώσουν ότι έτσι ήταν και ο Μολιέρος και τα έργα της εποχής του. Μία ανάλαφρη ιστορία, που όμως μέσα από το γέλιο αναδεικνύει και σατιρίζει γεγονότα και συμπεριφορές ή χαρακτήρες.
Χαλαρή, αλλά όχι αδιάφορη, όντως ευρηματική.
Η αφορμή της ταινίας ενισχύει την δημιουργικότητα και ικανότητα του σκηνοθέτη και σεναριογράφου, Philippe Le Guay:
«Η ταινία γεννήθηκε κατά ένα περίεργο τρόπο. Ετοίμαζα την ταινία «Οι Γυναίκες Του Τελευταίου Ορόφου» και προσπαθούσα να συμφωνήσω να παίξει ο Fabrice Luchini τον πρωταγωνιστικό ρόλο. Ο Fabrice είναι γενικά πολύ αφηρημένος και μπορεί να ξεχάσει το σενάριο οπουδήποτε. Έφτασα στο Île de Ré για να του δώσω ένα αντίγραφο του ρόλου. Με το που τον συνάντησα άρχισε να μου απαγγέλλει ατάκες από το έργο του Μολιέρου, υποδυόταν και τους δύο ρόλους – του Alceste και του Philinte – με φοβερή άνεση. Ήξερε σχεδόν όλο το έργο απ’ έξω. Εκείνη τη στιγμή ακριβώς ήταν που «είδα» την ταινία και μου ήρθε η ιδέα του τίτλου « Alceste à Bicyclette». Η ιστορία ενός μοναχικού ηθοποιού σ’ αυτό το νησί.»

Σκηνοθέτης               Philippe Le Guay
Σενάριο.                   Philippe Le Guay συνεργάστηκε Emmanuel Carrėre
Φωτογραφία            Jean-Caude Larrieu
Editing                     Monica Coleman
Μουσική                   Lorge Arriagata

Ηθοποιοί
Fabrice Luchini         Serge Tanneur
Lambert Wilson        Gauthier Valence
Maya Sansa               Francesca

23 Μαΐου 2015

Whiplash - 2014

Η περσινή χρονιά μας χάρισε ένα κινηματογραφικό διαμαντάκι με τρία Oscars, ήχου, editing και δεύτερου ανδρικού ρόλου, με τον J.K.Simmons, ο οποίος σάρωσε και σε άλλα «σπουδαία» βραβεία (Golden Globe Award, BAFTA Award for Best Supporting Actor).
Η ταινία του Damien Chazelle θεατρική, συναρπαστική, δυναμική, τολμηρή. Τόλμησε και κατέρριψε την αθώα διάκριση, κατέθεσε την σκληρή διαδικασία ανάδειξης μουσικού ταλέντου.
Δεν αρκούν οι περίφημες 10 χιλιάδες ώρες εξάσκησης (Outliers - Malcolm Gladwell), δεν αρκεί μόνο το ταλέντο. Θέλει κάποιον-κάποια να το θέσει σκοπό της ζωής του-της, κάποιον-κάποια που να μην υποκύπτει σε συναισθηματισμούς και αδυναμίες, για να βρεθείς εσύ, ο καλλιτέχνης, στην κορυφή, να περάσεις στην αιωνιότητα.
Καταθέτεις την ψυχή σου, μάλλον σου την κλέβει αυτός-αυτή που θα θελήσει να σε πλάσει και να σε μετατρέψει σε ένα νέο Charlie Parker της Jazz. Βεβαίως και δεν αφορά αυτή η διαδικασία μόνο την Jazz*. Το σίγουρο είναι ότι στην άκρως ανταγωνιστική κοινωνία του σήμερα, για να φθάσεις στην κορυφή, χρειάζεσαι θυσίες που ενίοτε γίνονται καταστροφικές.
O Terence Fletcher (J.K.Simmons) είναι διευθυντής του μουσικού σχήματος Jazz στο Shaffer Conservatory, το περίφημο μουσικό Σχολείο της Νέας Υόρκης. (Θα πρέπει να αναφέρω ότι η επιλογή του J.K.Simmons στο ρόλο του δάσκαλου μουσικής ήταν πρόταση της Helen Eastbrook, μιας των παραγωγών της ταινίας.) Ο Andrew Neiman (Miles Teller), σπουδαστής της Jazz, στα τύμπανα, ταλαντούχος, φέρελπις.
Το πάθος του Fletcher για τελειότητα, για άψογη εκτέλεση, για την λεπτομέρεια που κάνει την διαφορά, για μουσική ανατροπή, για την ανάδειξη νέων μουσικών μέσα από την δεξαμενή των ταλέντων που φοιτούν στο εν λόγω σχολείο, δημιούργησαν ένα «τέρας», όπως χαρακτηρίστηκε, ανελέητο με τους μαθητές του, ασυγκίνητα σκληρού στις απαιτήσεις του απέναντί τους, απαιτήσεις που οδηγούν και σε αυτοκτονία.
Κυριολεκτικά ματώνουν οι υποψήφιοι  για την επιτυχία.
Τον γνωρίζουμε μέσα από την σχέση του με έναν από τους μαθητές του, έναν προικισμένο και παθιασμένο drummer. Επιβεβαιώνεται αυτό που είδαμε και επίσης ακούσαμε μέσω του διαλόγου για τις σχέσεις του με άλλους μουσικούς σε προηγούμενες συνεργασίες του.
Μέχρι που μπορεί να φθάσει η πίεση ενός δάσκαλου; Που σταματάει η απαίτηση; Υπάρχει ηθικό δίλημμα για τον βαθμό πίεσης;
Το αποτέλεσμα, το μουσικό κομμάτι που ακούμε όταν τελειώνει μία ημέρα και που μας ταξιδεύει μακριά σε χρόνο και τόπο, αυτό που απολαμβάνουμε σε ένα δημόσιο χώρο διασκέδασης, σε μία συναυλία και βιώνουμε την ευχαρίστηση της μοναδικότητας του, δεν ξεκίνησε για πάρτη μας ανώδυνα. Πόση προσπάθεια απαίτησε από τον καλλιτέχνη; Πόση τρυφερότητα και προσωπικές στιγμές του θυσιάστηκαν, ποιο «εγώ» του έγινε κομμάτια;
Είναι μεγάλα τα ερωτηματικά που ο σκηνοθέτης σεναριογράφος αριστοτεχνικά πρόβαλε.
Εξαιρετικές οι ερμηνείες των πρωταγωνιστών, δεν θεωρώ ότι υπήρχε δεύτερος ρόλος. Τα βλέμματα των μουσικών, τα ασύγκριτα editing cuts, ο τέλειος ήχος, οι εκτελέσεις, όλα μαζί συνέβαλαν στο άρτιο αποτέλεσμα.
Οι μουσικοί που συμμετείχαν στο έργο ήταν βέβαια επαγγελματίες, τουλάχιστον οι περισσότεροι, παρ’ όλα αυτά, εξαιτίας της σκηνοθεσίας και του editing, ενσωματώθηκαν τέλεια και συμμετείχαν άψογα στο δράμα.
Αναρωτήθηκα πόσοι και ποιοι αυτοί που συνέβαλλαν ώσπου η κίνηση ενός χεριού, μιας μπαγκέτας, ενός κεφαλιού, έφθασαν σε μένα τον θεατή με αυτή την αναμφισβήτητη ενέργεια και αρτιότητα και με καθήλωσαν.
Θέμα, ήχος, συντονισμός, κίνηση, όλα σε μια τέλεια αρμονία.
Με συνόδεψε για χρόνο αρκετό η απολυτότητα του Fletcher, η σκληρότητα του σαν μαστίγωμα, εξ ου και ο τίτλος της ταινίας. Επίσης, το μουσικό κομμάτι που προβάρεται και θα οδηγήσει στην ανάδειξη είναι το «Whiplash» του Hank Levy. Με συνόδεψε για πολύ χρόνο ο ήχος του. Με την ερώτηση, ποια όρια επιτρέπεται να διαβεί κάποιος που θέλει το καλό μου, την ανάδειξη μου;
Με συνόδεψε η εναρμόνιση και αυτοκυριαρχία του. 
Η σχέση «δάσκαλος - μαθητής», μήπως ήταν σχέση «θύτης - θύμα»; Ή «εξουσιαστής - εξουσιαζόμενος;» Ο τελικός σκοπός, πόσα να επιτρέπει; 

Ο σκηνοθέτης (λέγεται ότι) εμπνεύστηκε το σενάριο από την φοίτηση του σε ένα παρόμοιο μουσικό σχολείο και συγκεκριμένα από έναν δάσκαλο.

106 λεπτά, δικά σας.

* Ένα μέρος του κόσμου της Jazz, μετά την προβολή της ταινίας, εσωτερικεύοντας το πρόβλημα, θεώρησε ότι θίγεται και αδικείται. Wickman, Forrest (October 11, 2014). «What Whiplash gets wrong about genius, work, and the Charlie Parker myth».

Σκηνοθέτης            Damien Chazelle
Σενάριο                  Damien Chazelle
Φωτογραφία          Sharone Meir
Μουσική                 Justin Hurwitz
Editing                   Tom Cross

Ηθοποιοί
Miles Teller            Andrew Neiman.
J. K. Simmons        Terence Fletcher
Paul Reiser            Jim Neiman, (πατέρας του Andrew)

8 Μαΐου 2015

Diplomacy (Diplomatie) - Η Νύχτα πριν Πέσει το Παρίσι - 2014

Αν σας αρέσει το Παρίσι, αν πιστεύετε ότι είναι κυρίαρχο κομμάτι του σύγχρονου πολιτισμού, αν σας αρέσουν ταινίες που μοιάζουν με θεατρικά έργα, έχετε τότε κάνει μία σωστή επιλογή με την ταινία Diplomacy του Volker Schlöndorff.
Η ταινία βασίζεται σε θεατρικό έργο του Cyril Gély ο οποίος είναι και ο ένας εκ των δύο σεναριογράφων.
Είναι Αύγουστος του 1944. Τη βραδιά πριν οι σύμμαχοι μπουν στο Παρίσι, ο Στρατηγός υπεύθυνος της Γερμανικής κατοχής του έλαβε εντολή από τον Χίτλερ να το καταστρέψει, και είναι πραγματικά αποφασισμένος να το κάνει. Σαν «καλός» στρατιώτης, απέδειξε ήδη στην Σεβαστούπολη πόσο σκληρός και πειθαρχημένος Ναζί στην γενοκτονία Εβραίων ήταν, και εξαιτίας αυτής της σκληρότητάς του στάλθηκε τελικά στο Παρίσι για την καταστροφή του.
Στο γραφείο του εμφανίζεται ο Σουηδός Γενικός Πρόξενος, Raoul Nordling, λάτρης του Παρισιού και της τέχνης, και οι δυο τους ξεκινούν ένα διάλογο, ενώ εμείς παρακολουθούμε και αγωνιούμε, διπλωματικό από μια πλευρά, στρατιωτικό από την άλλη, ένα λεκτικό σκάκι προκειμένου να σωθεί ή να καταστραφεί η Πόλη του Φωτός.
Ιστορικά βέβαια δεν υπήρξε ποτέ μια τέτοια συνάντηση. Ήταν κυρίως ο Σουηδός Πρέσβης εκείνος που συνάντησε συχνά τον Στρατηγό για διάφορους αιχμαλώτους και μία ενδεχόμενη συνθήκη, αλλά ποτέ ο Γενικός Πρόξενος.
Ο χώρος στρατηγείου, το ξενοδοχείο Meurice της  Rue de Rivoli, γνωστός επίσης ως χώρος συνεύρεσης και διασκέδασης του Ναπολέοντα.
Έπιπλα Λουδοβίκου ενώ μέσα από την μπαλκονόπορτα απλώνονταν ένα Παρίσι στο χάραγμα της ημέρας, κάνοντας την διαπραγμάτευση δυσκολότερη και την ένταση και συγκίνηση των θεατών λόγω της ομορφιάς του τοπίου μεγάλη. Διακυβεύεται η καταστροφή ενός μοναδικού, από άποψη ομορφιάς, πολιτισμού, ένας μοναδικός κρίκος στην ιστορία της ανθρωπότητας, της τέχνης. Θα σωθεί τελικά;
Οι διάλογοι και τα επιχειρήματα φανταστικά αλλά όχι μακριά της ιστορικής αλήθειας.
Η ταινία δεν είναι ντοκιμαντέρ, ούτε ο Volker Schlöndorff ιστορικός.
Εστιάζει ο σκηνοθέτης στην δύναμη της πειθούς και καταθέτει ένα δυνητικό «εάν» σε περίπτωση που δεν πετύχαινε αυτό που τελικά η ιστορία κατέγραψε.
Σκιαγραφούνται οι χαρακτήρες, η εποχή. Δίνει ο σκηνοθέτης την δική του ερμηνεία στον Von Choltitz.
Το ότι κατόρθωσε ο συγκεκριμένος χαρακτήρας/ρόλος από εγκληματίας Ναζί να περάσει σχεδόν σαν ήρωας στην ιστορία νομίζω ότι, όχι απλώς φάνηκε, αλλά υπογραμμίσθηκε με το παραπάνω. Ως έξυπνος και ικανός στρατηγός μπόρεσε να εκτιμήσει την κατάσταση απόλυτα και να δράσει ανάλογα. Απλά διάλεξε το «ανάλογα» αυτή την φορά να είναι υπέρ του Παρισιού κι όχι υπέρ του Χίτλερ.
Η επιλογή του Niels Arestrup, ως General Dietrich von Choltitz, εξαιρετική. Εμφανίστηκε σκληρός μεν αλλά όχι απροσπέλαστος. Ζύγιαζε την κάθε λέξη και φράση που ο Nordling κατέθετε.
Επίσης φρόντισε ο σκηνοθέτης να μην προσωποποιήσει το ρόλο του διπλωμάτη χωρίς παράλληλα να τον αδικήσει. Παρουσιάστηκε ως μέρος μιας ευρύτερης (και πραγματικά, έτσι έγινε ιστορικά) οργάνωσης της αντίστασης και των συμμάχων.               
Περιττεύει η επισήμανση ότι οι ερμηνείες τους ήταν απλά εξαιρετικές. Πως θα μπορούσε εξάλλου να κρατηθεί ένα δίωρο έργο με δύο μόνο πρωταγωνιστές μέσα σε ένα κλειστό χώρο;
Και όμως το κατάφερε.

(Έχουν προηγηθεί τουλάχιστον δύο ταινίες απ’ ό,τι γνωρίζω με τον τίτλο: Is Paris Burning? Η πρώτη το 1955 και η δεύτερη έντεκα χρόνια αργότερα, το 1966. Είδα τη δεύτερη ταινία Is Paris Burning? του René Clément (1966) με τον Orson Welles στο ρόλο του διπλωμάτη.)

Σκηνοθέτης                    Volker Schlöndorff
Σενάριο                         Cyril Gely Volker Schlöndorff
Βασισμένο στο θεατρικό εργο Diplomatie του Cyril Gely
Φωτογραφια                  Michel Amathieu
Editing                          Virginie Bruant
Μουσική                        Jörg Lemberg
Διανομή Ρόλω.                Okinawa Valérie Guerard

Ηθοποιοί
André Dussollier              Raoul Nordling
Niels Arestrup                General von Choltitz
Burghart Klaußner           Hauptmann Werner Ebernach
Robert Stadlober             Bressensdorf