22 Ιουλίου 2015

O Απρόβλεπτος κ. Spivet (The Young and Prodigious T.S. Spivet) - 2013

Πολλές φορές το παιδί μέσα σου, αυτό που δεν έπαυσε να υπάρχει, έρχεται και δρομολογεί πράξεις. Γι αυτό το παιδί δημιούργησε ο Jean-Pierre Jeunet την ταινία του.
Πιστεύω ότι ο εξαιρετικός αυτός σκηνοθέτης κατασκεύασε ένα ωραίο παραμύθι για μεγάλα παιδιά σε μια προσπάθεια να δει ο ίδιος το κόσμο με τα μάτια ενός μικρού.
Είναι αυτά τα μάτια ενός χαρισματικού παιδιού, του T.S.Spivet.
Τα μάτια ενός παιδιού από μια όχι και τόσο συνηθισμένη οικογένεια.
Ο T.S. ζει στην Μοντάνα, σε μία φάρμα, με τον πατέρα του (Callum Keith Rennie), ένα cowboy που «γεννήθηκε 100 χρόνια αργότερα», την μητέρα του Dr Clair (Helena Bonham Carter), παθιασμένη εντομολόγο που μελετά συνεχώς έντομα, την αδελφή του (Niamh Wilson), που παρά τις αντιρρήσεις της μητέρας της επιθυμεί να γίνει Μiss America, τον δίδυμο αδελφό του Layton (Jakob Davies), που χάνεται σε ένα ατύχημα εξ αιτίας μιας λάθος εκπυρσοκρότησης όπλου, ενώ ο ίδιος o T.S. μετράει τις χρονικές αποστάσεις των βολών.
Ο θάνατος επηρεάζει την οικογένεια που αποφεύγει να τον αναφέρει με μία επιμελημένη αδιαφορία.
Το ιδιαίτερο μυαλό του Τ.S, οι χαρτογραφήσεις και τα πειράματά του, το αυξημένο επιστημονικό ενδιαφέρον και η κατάρτισή του λόγω επισταμένης και συνεχούς παρατηρητικότητάς του θα τον αμείψουν τελικά με ένα βραβείο από το Smithsonian για μια μηχανή perpetuum mobile, παρά το πολύ νεαρό της ηλικίας του. Τη τελευταία μάλιστα την έκρυψε με έξυπνο τρόπο. Όταν η ημέρα της βράβευσης πλησιάζει, με παιδική αφέλεια και αγνοώντας τους κινδύνους, επιβιβάζεται σε ένα φορτηγό-τραίνο για να πάει στην τελετή βραβεύσεώς του, και κυρίως κρυφά από την οικογένειά του.
Εδώ αρχίζει το τρίτο και τελευταίο μέρος της ταινίας. Θα διασχίσει τις ΗΠΑ από Δύση προς Ανατολή, για να φθάσει στην Washington DC. Εκεί ανταμώνει το κόσμο των μεγάλων πόλεων, των υποκριτικών ανθρώπων, αυτών «του φαίνεσθαι», χρησιμοποιώντας συχνά άλλους συνανθρώπους, το κόσμο της αλλοτρίωσης, της χειραγώγησής τους από τα media, την ανάγκη του «διακρίνομαι», ένα κόσμο όπου η πληροφορία αλλοιώνεται, το δε γεγονός διαμορφώνεται ανάλογα για να «βγει» η είδηση και κατά συνέπειαν το χρήμα.
Ο σκηνοθέτης διάλεξε να αφηγηθεί την ιστορία σαν παραμύθι, σαν να προέκυπτε από τις σελίδες παιδικού βιβλίου.  Το 3D που επέλεξε σαν formαt απέδωσε τις φανταστικές εικόνες ολοζώντανες. Παρόμοιοι ήταν και οι χαρακτήρες του, ηθοποιοί με κινήσεις και εκφράσεις κινούμενων σχεδίων, καρικατούρες με τονισμένα τα ιδιαίτερά τους χαρακτηριστικά, αυτά που προσδιορίζουν τον χαρακτήρα τους.
Δεν υπάρχει χρονική περίοδος στην οποία εντάσσεται η ιστορία. Μπορεί το 50, όμως και σήμερα θα μπορούσε. Θα ισχυριζόμουν για την έγχρωμη δεκαετία του 50, αλλά όχι με απόλυτη βεβαιότητα. Εξάλλου δεν χρειάζεται, γιατί αυτό που αφηγήθηκε είναι διαχρονικό, ήταν τότε και είναι ακόμη σήμερα, ίσως και αύριο.
Υπάρχουν σχολείο, οικογένεια και ιδιαίτερης ικανότητας παιδιά που αντιμετωπίζονται παρομοίως.
Το σχολείο δεν είναι έτοιμο για το «διαφορετικό», η οικογένεια παραμένει δεμένη, αλλά ο καθένας στον κόσμο του, τα προβλήματα υπάρχουν, αλλά γενικά στρουθοκαμηλίζουμε, τα παιδιά είναι δικά μας αλλά όχι και η άμεση προτεραιότητά μας.
Αν μας φύγει το παιδί, αν εμφανισθεί ο κίνδυνος, τότε θα κινητοποιηθούμε. Η κοινωνία εξακολουθεί να εκπλήσσεται με το καινούριο, το ασυνήθιστο, θέλει θεάματα και περιμένει θαύματα από τους άλλους. Μαζί με τα media κατασκευάζουμε ψέμματα, ας τα πούμε παραμύθια, εν μέσω των οποίων υφιστάμεθα.
Γι αυτήν την όμορφη αφήγηση ο φωτογράφος, ο editor και οι ηθοποιοί έκαναν ότι μπορούσαν. Επίσης και οι μακιγιέρ και οι έχοντες την καλλιτεχνική επιμέλεια, αυτοί που δημιούργησαν τους ήρωες και το περιβάλλον της δράσης.
Ήταν ευφάνταστη η προσπάθεια του σκηνοθέτη. Πρέπει να δυσκολεύτηκε για να γίνει κατανοητό τι ήθελε να κάνει, να προβάλει.Φλέρταρε με άλλες ταινίες του είδους, πχ Hugo, αλλά τελικά έκανε τη δική του.
Θα ήθελα να την έβλεπαν γονείς και εκπαιδευτικοί. Επιπλέον του εκπαιδευτικού της χαρακτήρα είναι αρκετά απολαυστική.
Όλοι θα 'θελαν ένα T.S. για δικό τους παιδί, αλλά δεν βλέπουν ότι συχνά βρίσκεται ήδη δίπλα τους.
Εύγε στον μικρό πρωταγωνιστή, Kyle Catlett. Απόλυτα φυσικός κι αξιολάτρευτος ως T.S.

Σκηνοθέτης                         Jean-Pierre Jeunet
Σενάριο                              Jean-Pierre Jeunet, Guillaume Laurant

Βιβλίο και συγγραφέας του βιβλίου στο οποίο βασίσθηκε το σενάριο: The Selected Works of T.S.Spivet του Reif Larsen

Φωτογραφία                       Thomas Hardmerier
Editing                                Hervé. Schneidv
Μουσική                              Denis Sanacore
Καλλιτεχνική Διεύθυνση      Jean-Andre Carriere,  Paul Healy

Ηθοποιοί
Helena Bonham Carter        Dr. Clair ,μητέρα
Judy Davis                          G.H. Jibsen
Callum Keith Rennie.           Πατέρας
Kyle Catlett                        T.S. Spivet
Niamh Wilson.                     Gracie, αδελφή
Jakob Davies.                      Layton, δίδυμος αδελφός
Rick Mercer                         Roy
Dominique Pinon                 Two Clouds
Julian Richings                    Ricky
Richard Jutras                     Mr. Stenpock

20 Ιουλίου 2015

Απρόσμενος Έρωτας (Last Love) - 2013

Με τον Ελληνικό τίτλο Απρόσμενος Έρωτας η σκηνοθέτης Sandra Nettelbeck μας χάρισε ακόμη έναν υπέροχο Μichael Caine. Αν οι μελαγχολικές ταινίες δεν είναι η προτίμηση σου δεν θα την συνιστούσα.
Αν όμως, παρ' όλη την θλίψη τους, υπάρχουν και άλλα ελκυστικά θέματα τα οποία σ' ενδιαφέρουν η ταινία έχει αρκετά έως πολλά από αυτά.
Συναντούμε τον υπερήλικα Μichael Caine μετά τον θάνατό της γυναίκας του. 'Εχει προηγηθεί, όπως πληροφορούμεθα με την εξέλιξη του μύθου και τις επαναλαμβανόμενες φανταστικές συνομιλίες του πρωταγωνιστή με την απεβιώσασα, μία ιδανική, μακροχρόνια σχέση, ουσιαστική, αν κρίνουμε από την ποιότητα των διαλόγων.
Απελπισμένος, μόνος, σε μία όμορφη γειτονιά του Παρισιού (St Germain), σε ένα ακόμη πιο ελκυστικό διαμέρισμα, επιχειρεί να αυτοκτονήσει.
Υπάρχει μια οικογένεια κάπου, εννοώ τα παιδιά του, πληροφορία έμμεση, μέσω τηλεφωνημάτων. Θα εμφανιστούν κάποια στιγμή ένας γιός και μια κόρη.  
Ο ΜIchael Caine θα συναντήσει την Pauline (Clémence Poésy), μία τρυφερή, δροσερή, ανέμελη κοπέλα, δασκάλα χορού, και θα αναπτυχθεί μία σχέση ενδιαφέρουσα, ερμηνευόμενη διαφορετικά από τον καθένα, όταν την συναντά συμμετέχοντας, ή παρακολουθώντας την ταινία. Η σκηνοθέτης διευκρινίζει ότι δεν υπάρχει σεξουαλική έλξη. 
Θα ήθελα να είχα διαβάσει το βιβλίο, La Douceur Assassine (Η γλύκα σκοτώνει),
της  Francoise Dorner που αποτέλεσε την βάση του σεναρίου.
Το αναφέρω γιατί υπάρχουν σκέψεις, διάλογοι, που πραγματικά θαύμασα για την επισήμανσή τους. Καριέρα, γάμος, παιδιά, φθορά, χρόνος. Όλοι κοντά κι όλοι μακριά. Μοναξιά και ηλικία. Οι σχέσεις μας με τους γονείς μας. Τι θέλουμε να κρατήσουμε και τι να αρνηθούμε. 
Έρωτας και σεξ. Το άγγιξε χωρίς να γίνει έκδηλο. Κύλησε υπογείως.
Σου επέτρεπε να σκεφθείς, να ερμηνεύσεις, χωρίς απαραίτητα να τα εκφράσει άμεσα.
Θα μπορούσε να σχολιασθεί ότι αγγίζει πολλά θέματα χωρίς να τα προχωράει και κάπως επιφανειακά.
Διαφωνώ γιατί, όταν αντικρίζεις τον θάνατο, μάλλον όταν είναι πολύ κοντά σου, είτε με την απώλεια αγαπημένου, είτε ηλικιακά, λειτουργείς σπασμωδικά. Όλα περνούν μπροστά σου γρήγορα και χωρίς σειρά. Ενώ σκέφτεσαι παρελθόν, επιτακτικά παρουσιάζεται το αύριο. Λυπάσαι μετά πόνου, και ταυτόχρονα ένα ένστικτο, αυτό της επιβίωσης, σε ‘τραβολογάει’ στο μέλλον. Γίνεσαι εγωιστής και μέσα στη θλίψη σου κυνικός. Τώρα αν ήσουν κυνικός και πριν, ακόμη χειρότερα. Αρπάζεις και σε αρπάζει με δέλεαρ η ζωή.
Και μετά αυτομαστιγώνεσαι.
Ο κ Morgan ήθελε να επαναλάβει αυτό που έζησε, να φτιάξει δηλαδή ένα ‘μέλλον’, το αύριό του, και παράλληλα επέστρεφε αναπόφευκτα στο παρελθόν, το δικό του, για έγκριση και εξιλέωση, κυρίως για συνέχεια -τη συνέχειά του- φλερτάροντας διαρκώς με το ‘μη εφικτό’.
Τι θα συμβεί σε εκείνον και σε εμάς είναι θέμα ιδιοσυγκρασίας, έλεγε η μάνα μου.
Αυτή η λέξη με πήρε αρκετά χρόνια, μάλλον πολλά, να την καταλάβω και να την αποδεχθώ.
Αποδέχεται αρκετά ο πρωταγωνιστής μας.
Η Sandra Nettelbeck δούλεψε προσεκτικά πλάνο-πλάνο την ιστορία. Οι ερμηνείες, όχι απλά εξαιρετικές, αλλά υπέροχες. Φυσικά και ο Michael Caine  ανεπανάληπτος, αλλά στάθηκε εξίσου καλά δίπλα του και η Clémence Poésy.     
Μικρός αλλά αξιοπρόσεκτος και ο ρόλος του γιού Miles (Justin Kirk).            
Η κ Nettelbeck ξέρει τι κάνει βέβαια. Είχε σαν συνεργάτη στην μουσική τον Hans Zimmer. Άψογο αποτέλεσμα, κλασσική ομορφιά στα φωτογραφικά πλάνα, όπως το παλιό καλό κρασί. Ποιότητα.
Καθόλου δεν με ενόχλησε αν ήταν Άγγλος o Caine και μιλούσε Γαλλικά με Αμερικανική προφορά. Εμείς του υπόλοιπου κόσμου, όπου Αγγλικά ή Γαλλικά δεν είναι μητρικές μας γλώσσες, δεν έχουμε τέτοιες ευαισθησίες. Μας καθήλωσαν βλέμμα, χροιά της φωνής, κινήσεις και οι αβίαστοι τρόποι του. 

Σκηνοθέτης              Sandra Nettelbeck
Σενάριο                   Sandra Nettelbeck 
Editing                    Christoph Strothjohann
Φωτογραφία          Michael Bertl
Μουσική                  Hans Zimmer

Ηθοποιοί
Michael Caine          Matthew Morgan
Clémence Poésy       Pauline Laubie
Justin Kirk               Miles Morgan
Jane Alexander       Joan Morgan
Gillian Anderson      Karen Morgan

7 Ιουλίου 2015

What happened, Miss Simone? (ντοκιμαντέρ) 2015

Μία από τις μεγάλες προσωπικότητες της παγκόσμιας μουσικής είναι αναμφισβήτητα η Νina Simone.
Το ντοκιμαντέρ της Liz Garbus «What happened Miss Simone?» μας παρουσιάζει με επιτυχία την αξεπέραστη δημιουργό και τραγουδίστρια.
Συνήθως, όταν επιχειρείς να παρουσιάσεις μία τόσο έντονη και πολύπλευρη προσωπικότητα, διακινδυνεύεις να αποτύχεις ή να ακυρώσεις την σπουδαιότητά της. Η Liz Garbus με το έργο της πέτυχε όμως να μας συναρπάσει.
Ένα δίωρο ντοκιμαντέρ γεμάτο μουσική και πληροφορία που μας καθήλωσε.
Χρησιμοποιώντας απρόβλητα και μη αρχεία μαγνητοσκοπήσεων συναυλιών, παλαιότερων συνεντεύξεων, νέων συνεντεύξεων των εν ζωή ακόμη φίλων, συγγενών και συνεργατών της, σκιαγράφησε στο ντοκιμαντέρ της με τον καλύτερο δυνατό τρόπο την προσωπικότητα της μεγάλης δημιουργού.
Κατασκεύασε αξιοθαύμαστη κινηματογραφική πλοκή, μόνο που εδώ ήταν αληθινή και τεκμηριωμένη. Δεν άφησε καμμία πλευρά της υπέροχης αυτής γυναίκας αφώτιστη.
Γνωρίσαμε την ταλαντούχα μουσικό και τραγουδίστρια, όπως και την αγωνιστική της πλευρά, που δεν είχε ποτέ προβληθεί σε τέτοιο βαθμό στο παρελθόν. Πλευρά που της στοίχισε για αρκετά χρόνια την καριέρα. Θα είχε πραγματικά οδηγηθεί στην αφάνεια και καταστροφή αν δεν είχε αληθινούς φίλους να τη στηρίξουν και να την επαναφέρουν στη σκηνή.
Το θέμα της ψυχικής της ασθένειας προσεγγίσθηκε με ιδιαίτερη λεπτότητα σε βαθμό που τελικά αναρωτιέσαι αν όντως ήταν γεγονός.
Η Νina Simone είναι από τις τραγουδίστριες που τη σκέψη και ψυχική της κατάσταση, όσο και το πάθος της τα έκανε στίχο και μουσική.
Δεν είχα συνειδητοποιήσει ποτέ στο παρελθον τι σήμαιναν ακριβώς πολλοί στίχοι των τραγουδιών της όταν τους σιγομουρμούριζα οδηγώντας, πίνοντας ή ρεμβάζοντας. Έτσι, στίχους της που λατρέψαμε παλιά, μάθαμε τελικά ποιες καταστάσεις προσωπικές ή κοινωνικές τους προκάλεσαν.
Αγνοούσα το πόνο και το θυμό της, το παράπονο και την αδικία που έζησε, τη ταπείνωση και τον εξευτελισμό που τέτοιους στίχους γέννησαν. Η ντίβα με το προκλητικό βάψιμο και τα φανταχτερά ρούχα είχε μία ψυχή εύθραυστη σαν πορσελάνη και το απειροελάχιστο χάραγμα της γεννούσε τον ήχο και στίχο που μας μαγεύει. Μια δύναμη που αληθινά σε ξεσηκώνει. Το αίμα γεννάει διαμάντια.
Εξαιρετική η δουλειά της Liz Garbus. Αν δεν γνώρισες ποτέ τη Νίνα θα τη λατρέψεις, αν τη γνώριζες και τη θαύμαζες, θα την αγαπήσεις ακόμη περισσότερο.
Το σχετικά δύσκολο του χαρακτήρα της, μπορει λίγο και δικό μας «πλεονέκτημα», φανερώθηκε στην κινηματογραφική αφήγηση διακριτικά, αλλά δεν «λάβωσε» την Νίνα όταν κοινοποιήθηκε μέσω της εικόνας και αφηγήσεως.
Αναρωτιέμαι αν στη δημιουργό του ντοκιμαντέρ ήταν ήδη γνωστές οι πτυχές της ζωής της Νίνας εκ των προτέρων, ή και στην ίδια αποκαλύφθηκαν κάνοντάς το.
Το βέβαιο είναι ότι τις δούλεψε εξαιρετικά και με πολύ προσοχή τις κέντησε.
Ακόμη κι όταν η Νίνα Σιμόνε καλούσε τους μαύρους να «σκοτώσουν λευκούς στον αγώνα τους κατά των φυλετικών διακρίσεων» σχεδόν της το «συγχωρούσες». Ήξερες καλά τι ήθελε να πει, το γιατί και ποιος πόνος την έφερε σ’ αυτό το σημείο. Τις διακρίσεις που την εξευτέλισαν, ζώντας στο Jim Crow, North Carolina, στην περιοχή των απάνθρωπων διακρίσεων, πόρτες που της έκλεισαν λόγω χρώματος, όπως εκείνη της Curtis Academy of Music.
Δεν μπορεί να σ’ αφήσει αδιάφορο και ασυγκίνητο η τόλμη αυτή της γυναίκας, αυτής που άρθρωσε το Mississippi Goddam όταν μαύροι άνδρες σιωπούσαν, σαν αντίδραση στο φόνο του Medgar Evers και το εμπρησμό της εκκλησίας του Birmingham, Alabama, όπου κάηκαν ζωντανά τέσσερα μαύρα κορίτσια.
Δεν μπορεί να σ’ αφήσει αδιάφορο η καλλιτέχνης που δημιούργησε και τραγούδησε το My baby Just Cares for Me. Το Nobody Knows You when You're Down and Out. Το Who knows where the time goes? Η τραγουδίστρια που ερμήνευσε το Ι loves You, Porgy, το Sinnerman και το I put a spell on you. 
Εκείνη που ζήτησε Don't Let Be Misunderstood. Μιας γυναίκας που ποτέ δεν ήταν μόνο λόγια. Ο λόγος της περνούσε απ’ τη καρδιά πριν γίνει στίχος και νότα.
Έφυγε να βρει τις ρίζες της, να ζήσει και η ίδια το ταξίδι του σκλάβου. Αυτή που από το κόσμο των φλας των παπαράτσι βρέθηκε στην σκόνη που πνίγει, στην αρχή που πονάει, που ματώνει, που σου ξεσκίζει τη σάρκα και ακυρώνει τα «θέλω», την σκέψη και το άδικο που σε λυγίζει.
Λύγισε, γονάτισε, αλλά η αγάπη, από εκείνες που δεν ζητούν αντάλλαγμα, όπως του κιθαρίστα συνάδελφου και πιστού της φίλου για 42 χρόνια, Al Schackman, την σήκωσε, της σκούπισε τα δάκρυα κι εκείνη ξαναείδε τον ήλιο, κι εμείς απολαύσαμε για λίγα ακόμη χρόνια το δημιουργικό της ταλέντο.
Σκεφτόμουν ότι εγώ την γνώρισα και την αγάπησα σχετικά πολύ αργά στη καριέρα της, από τον δίσκο Nina Simone in Concert. Όταν είχε πλέον αναστηθεί από τις δοκιμασίες που περνούσε.
Εύγε στην σκηνοθέτιδα, τους συντελεστές της ταινίας, την κόρη της Lisa Simone-Kelly και τους φίλους της.
Ο τίτλος της ταινίας προέρχεται από μία φράση της άλλης αγαπημένης μου των δημιουργών, της ποιήτριας και συγγραφέως Μάγιας Αγγέλου: Nina Simone: High Priestess of Soul (by Maya Angelou - Redbook, November, 1970): “Miss Simone, you are idolized, even loved by millions now. What happened, Miss Simone?”

Είχα την ευκαιρία να το παρακολουθήσω μέσω του Netflix στη Γαλλία. Όπου το βρείτε, απλά αρπάξτε το.

Σκηνοθεσία       Liz Garbus
Φωτογραφία     Igor Martinovic
Editing             Joshua L.Pearson




Oh, Sinnerman, where you gonna run to?
Sinnerman, where you gonna run to?
Where you gonna run to?
All along dem day

Well I run to the rock, please hide me
I run to the Rock, please hide me
I run to the Rock, please hide me, Lord
All along dem day

But the rock cried out, I can't hide you
The Rock cried out, I can't hide you
The Rock cried out, I ain't gonna hide you guy
All along dem day

I said, "Rock, what's a matter with you, Rock?"
"Don't you see I need you, Rock?"
Lord, Lord, Lord
All along dem day

So I run to the river, it was bleedin'
I run to the sea, it was bleedin'
I run to the sea, it was bleedin'
Along dem day

So I run to the Lord, please hide me Lord
Don't you see me prayin'?
Don't you see me down here prayin'?

But the Lord said, "Go to the devil"
The Lord said, "Go to the devil"
He said, "Go to the devil"
All along dem day

I cried, power
(Power to da Lord)
Power
(Power to da Lord)
Power
(Power to da Lord)
....

2 Ιουλίου 2015

Miss Julie - (Δεσποινίς Τζούλια) 2014

Μερικές φορές νομίζεις ότι ο κόσμος είναι όπως τον βρήκες. Ξεχνάς τον δρόμο που διήνυσε η ανθρωπότητα και τα εμπόδια που ξεπέρασε. Τις κοινωνικές αλλαγές που συνέβησαν στη διάρκεια των αιώνων. Η ταινία της Liv Ullmann, βασισμένη πάνω στο θεατρικό έργο του August Strindberg, επανέφερε θέματα όπως των φύλων, των τάξεων και της ηθικής, τον τρόπο που αντιμετωπίζονται σημαντικά γεγονότα με χαρακτηριστικά των «νατουραλιστών». Ρεαλιστικό σενάριο, απλό το σκηνικό, μία κουζίνα εν προκειμένω, δυνατές συγκρούσεις με περιεχόμενο και χωρίς δευτερεύουσες πλοκές.
Σε ένα πύργο, στο Fermanagh της Ιρλανδίας, η κόρη ενός βαρώνου, Miss Julie (Jessica Chastain), αποφασίζει να αναγκάσει τον υπηρέτη του πατέρα της John (Colin Farrell), να συνουσιασθεί μαζί της, παρούσας ως κριτής των γεγονότων η μαγείρισσα και μνηστή του John, Kathleen (Samantha Morton). Παλεύει εκείνη με τα αισθήματα και την ηθική της, οι άλλοι δύο δε, εγκλωβισμένοι στην επιθυμία, με το παρελθόν τους, τα άλυτα της ζωής και τη προσωπικότητά τους.
Πάλη για την ζωή ο ένας (John), για τον θάνατο η άλλη (Julie).
Όλα συμβαίνουν σε μία πράξη, μια νύχτα, την νύχτα του θερινού ηλιοστασίου, την νύχτα που «όλα επιτρέπονται όταν είσαι λαός», που τον ακούμε και δεν βλέπουμε και κάπου μακριά ξεφαντώνει.
Σπουδαίο τελικά σαν έργο θεατρικό με τρεις ηθοποιούς και εξίσου πρωταγωνιστές. Η Liv Ullmann τους διάλεξε και τους τρεις και έστησε μία ταινία για την οποία μετέφρασε το βιβλίο και το έκανε σενάριο.
Δεν απέφυγε την θεατρικότητα του, αντίθετα την υπερτόνισε.
Δυνατές ερμηνείες, με την Julie να μας θυμίζει την ίδια τη σκηνοθέτιδα στο τότε ξεκίνημά της. Μία τέτοια ομοιότητα που δεν μπορείς εύκολα να αποφύγεις, ούτε και να μην κάνεις τους απαραίτητους συνειρμούς.
Αναζήτησή της προσωπική; Ίσως.
Πολύπλοκες οι  προσεγγίσεις αυτές με το «εγώ» μας, την καταγωγή μας, την κοινωνική μας θέση, την οικογένειά μας, τους υπαρκτούς ή μη γονείς μας, την θρησκεία, τον έρωτα, την επιθυμία, το πόθο, το ένστικτο, το θυμό.
Ο τρόπος που ορίζουμε το λάθος, τις συνέπειες, η σύγκρουση με την επικρατούσα ηθική και τους κανόνες της, η υπευθυνότητα, το κακό και το καλό μέσα μας.
Αυτά και πολλά άλλα μας είπαν τα λόγια, άλλα τόσα (και ίσως περιττά) μας είπαν τα cuts του μοντάζ και τα close ups. Σ’ αυτά και κυρίως στα close ups συνειδητοποιούσες ότι πρόκειται για ταινία.
Δύσκολη πάντως, απαιτούσε διαρκώς και επισταμένως την προσοχή σου αυτή η πρόσφατη απόδοση του έργου, ανεξάρτητα με το πόσες φορές είδαμε το αρχικό.
Είναι από μόνο του δυνατό, πρωτοπόρο, με πολλαπλές αναγνώσεις και ερμηνείες. Απέδειξε ότι μπορεί να παραμείνει ακόμη σύγχρονο 127 χρόνια μετά (γράφτηκε το 1888).
Δυσκολεύεσαι επίσης να αναγνωρίσεις και να κατανοήσεις την έννοια του αμαρτήματος.
Ζούμε σε μία εποχή που έχουμε, όπως έλεγε πρόσφατο άρθρο, απομακρυνθεί ως άτομα και κοινωνία από τον Χριστιανισμό και τις συμπεριφορές που μας επιβάλλει ή οικειοθελώς υπακούμε. 
Οφείλω να πω ότι, κάτω από το βάρος της πολλαπλότητας των θεμάτων που έπρεπε να διαχειρισθεί η σκηνοθέτης, υπήρξε μια σχετική ασάφεια στις προθέσεις και στις σκέψεις, κυρίως του John. Ήταν σαφέστερος ο προσανατολισμός και τα κίνητρα της Julie και ακόμη πιο ξεκάθαρα της Kathleen, χαρακτήρα που ζει και δρα με κανόνες και που γρήγορα κλείνει τα θέματα του «εγώ».
Δεν θα παρέλειπα να αναφέρω  την εξαιρετική φωτογραφία, αλλά θα παινέψω ιδιαίτερα την μουσική της ταινίας, που την διάλεξε η ίδια η Liv Ullmann. Παρότι οι περισσότεροι έχουμε μία εξοικείωση με τα κομμάτια του Schubert (Andante con moto) και του Bach, διατήρησαν άνετα την υποστηρικτική τους ιδιότητα και μας πρόσφεραν μια πρόσθετη ευχαρίστηση.
Βοήθησε βέβαια στην απόλαυση η θέαση στο θερινό μας κινηματογράφο. Σκεφτόμουν ότι θα μου ήταν ιδιαίτερα ασφυκτικό σε σκοτεινή χειμερινή αίθουσα, ή μόνη μου, μπροστά στη μικρή οθόνη.

Σκηνοθέτης                    Liv Ulmann
Σενάριο                         Liv Ulmann
Φωτογραφία                  Mikhail Krichman
Editing                          Michal Leszczylowski

Ηθοποιοί
Jessica Chastain             Miss Julie
Colin Farrell                  John
Samantha Morton           Kathleen