30 Νοεμβρίου 2016

Η Τρελή Χαρά (La Pazza Gioia) - 2016

Ζούμε σε μία εποχή που δύσκολα καταπιάνεται κάποιος με ένα θέμα που άπτεται αυτών των μη αγγιζόμενων" προς αποφυγή μη ορθότητας.
Κι όμως ο Paolo Virtzi με προσοχή ευαισθησία, εν τέλει με επιτυχία το έκανε. Δεν στεναχώρησε κανέναν, αντιθέτως βοήθησε και μας χάρισε 116 λεπτά ευχαρίστησης.
Σε μία κλινική για ασθενείς με ψυχιατρικά προβλήματα, με λιγότερες συμβατικές μεθόδους, αυτό που λέμε προοδευτική, συναντιόνται δύο γυναίκες, η Beatrice, Valeria Bruni Tedeschi και η Donatella, Micaela Ramazzotti. Δένονται και κάνουν ένα «ταξίδι» στο παρελθόν τους, από εκεί που ξεκίνησαν. Η αφορμή τους δόθηκε όταν η επιτήρηση τους χαλάρωσε για λίγο, και το έσκασαν.
Αυτό το ταξίδι προς τα πίσω είναι επώδυνο γι αυτές,  με ατυχή γεγονότα, ευχάριστα, μερικές φορές αστεία, αλλά όχι ασυνήθιστα. Εκεί βρίσκεται και η θέση του σκηνοθέτη και για μένα η επιτυχία του.
Αυτό το παιχνίδι του λογικού και παράλογου.
Με ή χωρίς σώας τας φρένας. Χωρίς να θίγει.
Γοητευτικός γρήγορος και καθηλωτικός ο τρόπος με τον οποίο τίθεται το όριο ανάμεσα στο ποιος είναι ο ασθενής και ποιος ο υγιής.
Διαρκής κίνηση, ένταση, εναλλαγή προσώπων, ιστοριών ενώ ανάμεσα τους διακυβέβευεται το όριο.
Μία εξαιρετική ταινία με ρυθμό, ανθρώπινη, με διακριτικότητα και σεβασμό στον άνθρωπο, με συνοχή και ποιότητα.
Τα κάδρα του έργα τέχνης. Ο χρωματισμός και φωτισμός τους επέτρεπε να την δεις ως την αφήγηση μίας ιστορίας, να κρατήσεις απόσταση, να σκεφθείς χωρίς την συναισθηματική φόρτιση, χωρίς οίκτο, σαν ίσος με ίσον. Εξάλλου πόσο απέχουμε από την υπέρβαση του ορίου. Ο κινηματογραφιστής Vladan Radovic λέει: «The cinematography follows characters and their constant mood changes throughout the film, but also through the scenes, and ultimately even in a single shot. There was one time that I invisibly changed the light during the shot because the character changed emotions while walking. I changed the light from warm to cold to follow his state of mind».
Αξιοσημείωτη η ερμηνεία όλων με εξέχουσα την Valeria Bruni Tedeschi. Είχε πάρει όλο το έργο στα χέρια της. Κυριαρχούσε στην οθόνη με την παρουσία και τον λόγο της, το βλέμμα της.
Δικαιούται βραβεύσεις. Θα της τις έδινα απνευστί. Είναι από εκείνες τις σπάνιες φορές που θέλεις να πας στα παρασκήνια, όπως το θέατρο, να την βρεις και να αγγίξεις την μαγεία.
Άδικο για την Micaela Ramazzotti και τους υπόλοιπους που ήταν εξίσου καλοί. Δεν προλαβαίνεις να μεταφερθείς στο άλλο πρόσωπο, να ακολουθήσεις την κάμερα γιατί αυτή σε έχει κυριεύσει και παραμένει μαζί σου ενώ ο φακός έχει φύγει απ’ αυτήν.
Τι μπορείς να κάνεις για να την συναγωνισθείς; Βοηθούσε βεβαίως και ο ρόλος, η πάθηση, η γνώμη και γνώση επί παντός θέματος. Η ακατάσχετη φλυαρία, η παρεμβατικότητα. Η φυσικότητα παρ όλα αυτά παρέμεινε αλώβητη.
Τα κοινωνικά θέματα και οι τάξεις έχουν απασχολήσει τον σκηνοθέτη και στο Ανθρώπινο Κεφάλαιο. Ξέρει να βλέπει και καταλαβαίνει, επισημαίνει αυτά και τις αιτίες τους. Γρήγορα, τόσο όσο χρειάζεται, δεν κάνει μάθημα. Υπονοεί και σε αφήνει να σκεφθείς, να συγκρίνεις, να ταυτίσεις.
Έκανε νύξεις για τις δομές ψυχικής υγείας, την Εκκλησία, την αριστοκρατία, τους μικροαστούς, την νύχτα και το περιθώριο.Τα συγκινονούντα δοχεία των κοινωνικών τάξεων. Τις αδυναμίες και την μοναξιά των ανθρώπων στα δύσκολα, την απουσία της οικογένειας στα άτομα με πρόβλημα. Η σκληρότητα του συστήματος και των υπηρεσιών.
Πολλά, δύσκολα και γρήγορα πέρασαν μπροστά στον θεατή.
Αφήνεις την οθόνη με την υπόσχεση να είσαι πιο προσεκτικός με τους ανθρώπους, να απλώνεις ένα χέρι, να προσέξεις πριν στιγματίσεις. Υπάρχει ελπίδα.

Σκηνοθέτης: Paolo Virtzi
Σενάριο: Paolo Virtzi,Francesca Archibugi
Φωτογραφία: Vladan Radovic
Μουσική: Carlo Virtzi
Editing: Cecilia Zanuso

Ηθοποιοί
Valeria Bruni Tedeschi: Beatrice Morandini Valdirana
Micaela Ramazzotti: Donatella Morelli
Valentina Carnelutti: Fiamma Zappa
Marco Messeri: Floriano Morelli
Bob Messini: Pierluigi Aitiani
Roberto Rondelli: Renato Corsi
Anna Galiena: Luciana Brogi Morelli
Tommaso Ragno: Giorgio Lorenzini
Sergio Albelli: Torregiani
Marisa Borini: κυρία Morandini Valdirana

24 Νοεμβρίου 2016

Η Ολοκαίνουργια...Καινή Διαθήκη (Le Tout Nouveau Testament) - 2015



Αν είσθε από τους ανθρώπους που είτε δεν δέχονται συζήτηση ή προβληματισμό σχετικά με τον Θεό, είτε αρνούνται την διακωμώδηση θεμάτων που ανήκουν στην κατηγορία «μην αγγίζετε», η ταινία δεν είναι για σας. Ανήκω στην κατηγορία, που ακούγοντας κάποιον να δηλώνει άθεος, σοκάρομαι. Ο σκηνοθέτης δηλώνει άθεος. Η ταινία του όμως επιχειρεί να παρουσιάσει την έννοια του Θεού θέτοντας επίσης την Αγία Τριάδα σε νέα σύνθεση.

Ο Θεός του είναι θνητός, παντοδύναμος, κακός, έχει οικογένεια γυναίκα, γιο και κόρη, ζει δε στις Βρυξέλλες, κλεισμένοι σε ένα ιδιόμορφο απομονωμένο θεοσκότεινο διαμέρισμα. Ο γιος αναφέρεται, ακούγεται, αλλά δεν βλέπεται παρά μόνο σε μορφή αγαλματιδίου. Θωπεύεται και λατρεύεται από την μητέρα του, θεωρείται εξαφανισμένος. Ο Θεός δεν είναι απλά κακός, κυνικός, χαιρέκακος με τους ανθρώπους, θα έλεγα διαβολικός σύμφωνα με την δική μου πίστη.

Είναι αυταρχικός, βάναυσα σκληρός με την σύζυγο και τη κόρη. Η σύζυγος και μητέρα είναι μία καταπιεσμένη απλοϊκή έως αφελής γυναίκα, που κεντάει υπέροχα και παρακολουθεί με πάθος αγώνες baseball, το οποίο λατρεύει. Η κόρη ένα δεκάχρονο πανέξυπνο, ανήσυχο πλάσμα που γρήγορα θα επαναστατήσει. Θα θελήσει να το σκάσει, προς αναζήτησην του αδελφού, θα εκδικηθεί τον πατέρα της. Θα μεσολαβήσουν διάφορα γεγονότα και θα βρεθεί στον έξω κόσμο αναζητώντας νέους περισσότερους Αποστόλους προκειμένου να γράψει την «Νέα» Καινή Διαθήκη. Όλα αυτά αποτελούν οδηγίες του αδελφού, που ως εκ θαύματος, επικοινωνεί εκ του πουθενά με την αδελφή του.Η αναζήτηση των αποστόλων στον έξω κόσμο είναι το δεύτερο εξίσου σημαντικό κομμάτι της ταινίας. Διαλέγοντας εξεζητημένα παραδείγματα, δίνει την εικόνα της κοινωνίας, η οποία με αφορμή ένα συμβάν, δεν θα το αποκαλύψω για να μην μειώσω το ενδιαφέρον σας, θα αναστατωθεί και θα ταρακουνηθεί.

Δεν είναι μόνο η καταγωγή του σκηνοθέτη, αλλά και ο ρόλος που έχουμε δώσει στις Βρυξέλλες για να επιλεχθεί ως κατοικία του Θεού του. Επίσης οι Βρυξέλλες δοκιμάσθηκαν πρόσφατα με πολύνεκρα και αιματηρά γεγονότα, στο «όνομα» ενός άλλου «Θεού». Δεν θα μπορούσαν να αφήσουν απροβλημάτιστο έναν δημιουργό. Με χαλαρότητα, αστειευόμενος, προσεγγίζει σύγχρονα θέματα και προβλήματα. Από τι Θεό θέλουμε, τι του καταλογίζουμε, τι προσδοκούμε, τι εμείς προσφέρουμε, ποιες οι ευθύνες μας και ποιες οι συνέπειες των επιλογών μας, ποιοι είναι δίπλα μας, αν τους βλέπουμε αν τους αγαπάμε, τι έχει μείνει από το «αγάπα τον πλησίον σου», τι είναι σεβασμός, οίκτος, φόβος, η γυναίκα στην κοινωνία, στις θρησκείες, η αθωότητα και πού χάθηκε, η σύμβαση στην ζωή και ποιος την επιβάλλει, το όνειρο και πού χάθηκε. Τι είναι ζωή και σε ποια χέρια την εναποθέτουμε.

Καλογυρισμένη, αφηγηματική, συνοπτική, με συνοχή. Κυλάει χαλαρά, θα την έλεγες κωμωδία, (κάποιοι την βρήκαν σπαρταριστή), που όμως αφήνει τα σημάδια της πίσω. Σε καλεί να σταθείς ενώπιον του Θεού σου γυμνή/ός μετά το πέρας της προβολής, πριν σηκώσεις το χέρι να δείξεις τον άλλον. Εξαιρετικοί οι ηθοποιοί. Τα φωτεινά και σκοτεινά πλάνα και η σωστή χρήση τους επιτυχημένο μέρος της δημιουργίας συναισθήματος, της εντατικοποίησης αυτού. Η συμμετρία και γεωμετρικότητα των πλάνων παραπέμπουν σε ναό. Η επιλογή μη ωραιοποιημένων πρωταγωνιστών, καθημερινών φυσιογνωμιών, ενισχύουν την ταύτιση του θεατή με το θέαμα, το θέμα. Μειώνει την απόσταση, σε καθιστά μέρος του θέματος. Συνεχίζει θα έλεγα την παράδοση του βελγικού κινηματογράφου, αυτόν που μας σύστησαν οι αδελφοί Jean-Pierre και Luc Dardenne.

Θα ήθελα να προσθέσω ένα κομμάτι από την συνέντευξη του σκηνοθέτη που πιστεύω ότι ρίχνει άπλετο φως στην κατανόηση της ταινίας και την απόλαυσή της αν σας ενοχλήσει η ιερότητα του θέματος. Ο χριστιανισμός και ο φεμινισμός τον έχουν επηρεάσει και στην ερώτηση «σαν σκηνοθέτης, σε ποια κατηγορία ανήκετε», απάντησε:
«Λοιπόν, εγώ δεν είμαι σαν τους αδελφούς Lumière, που έχουν αυτό το είδος της προσέγγισης στις ταινίες τους, «αυτή είναι η πραγματικότητα, πιστέψτε με». Στη συνέχεια, όμως, δεν είμαι ούτε ο Méliès όταν λέει, «μην με πιστεύετε, αυτό είναι η φαντασία μου, και είμαστε στο φεγγάρι.» Είμαι απλά στο μεταξύ, με επίκεντρο την αντίληψη της πραγματικότητας, που θα μπορούσε να είναι, ακόμα και χωρίς ποτέ πραγματικά να γνωρίζουμε τι είναι η πραγματικότητα.»

Σκηνοθεσία: Jaco Van Dormael
Σενάριο: Jaco Van Dormael, Thomas Gunzig
Φωτογραφία: Christophe Beaucarne
Μουσική: An Pierlé
Editing: Hervé de Luze

Ηθοποιοί
Benoît Poelvoorde: Θεός
Catherine Deneuve: Martine
François Damiens: François
Yolande Moreau: σύζυγος Θεού
Pili Groyne: κόρη Θεού
Laura Verlinden: Aurélie
Serge Larivière : Marc
David Murgia: Ιησούς Χριστός
Johan Leysen: σύζυγος της Martine
Pascal Duquenne: Georges
Viviane De Muynck: μητέρα του George
Johan Heldenbergh: παπάς
Marco Lorenzini: Victor

4 Νοεμβρίου 2016

Η Σιωπηλή Δολοφόνος (The Assassin) – 2015

Δεν μου αρέσει να αναφέρω ταινίες παλαιότερες, αλλά η ομορφιά της παρούσης μόνο με τα Όνειρα (1990) του Akira Kurosawa ή και το The Grandmaster του Wong Kar-wai μπορεί να συγκριθεί.
Μια συνηθισμένη ιστορία στον 8ο αιώνα, στην Κίνα, στο τέλος της Δυναστείας Tang.
Ο θρόνος και η εξουσία, ο εθνικός επεκτατισμός μαζί με τις ενδοοικογενειακές δολοφονίες και εξορίες είναι αυτό που ο Hou Hsiao-Hsien, ο σκηνοθέτης, θέλησε να αφηγηθεί.
Δεν είναι η γοητεία της Ανατολής όπως θα ισχυριζόταν κάποιος. Δεν είναι οι πολεμικές τέχνες όπως εκεί την κατέταξαν οι διανομείς. Λέει η Well Go CEO Doris Pfardrescher. «Obviously, it’s an arthouse film to the core. At the same time, because of the martial-arts element maybe it’s not exactly what (our core fans) are expecting to see, but I certainly think it’s something that they should see.» Είναι οι φόρμες που σε συνεπαίρνουν σε τέτοιο βαθμό, που δύσκολα απαντάς αν είναι όνειρο ή αλήθεια.
Όπως λέει κι ο ίδιος ο σκηνοθέτης, είναι το είδος που βασίζεται στην εικόνα και τον ήχο (cinema that relies on sound and image…). Η διαφορά βρίσκεται όχι στο τι θα αφηγηθείς αλλά στο πως.
Ο σκηνοθέτης είχε μία ιδιαίτερη αγάπη για το είδος της λογοτεχνίας με θέμα τις πολεμικές τέχνες, τις wuxia. Τις λάτρευε. Σε μια τέτοια ιστορία του συγγραφέα Pei Xing του 9ου αι, βασίσθηκε η ταινία.
Μία γυναίκα, η Nie Yinniang (Shu Qi) σαν παιδί, κατ άλλους, απήχθη, στην ταινία
αναφέρεται ότι δόθηκε σε μία μοναχή, συγγενή, με ιδιαίτερες ικανότητες να εκπαιδευτεί ως η δολοφόνος των διαβρωμένων αρχηγών και αξιωματικών.
Διατάσσεται, προκειμένου να αποδείξει την αφοσίωση της, να σκοτώσει τον κυβερνήτη (Chang Chen), ο οποίος είναι ξάδελφος αλλά κάποτε και η αγάπη της. Η ταινία κυλά όχι με αυτήν σκοτώνοντας αλλά με αυτήν παρακολουθώντας, ακούγοντας και περιμένοντας.
Θα κληθεί να διαλέξει αν θα σκοτώσει ή αν θα ακολουθήσει την καρδιά της.
Χρειάσθηκαν 25 χρόνια έρευνας, οκτώ χρόνια σχεδιασμού, χρηματοδότησης και ένας χρόνος παραγωγής γι αυτό το αριστούργημα.
Το σενάριο το έγραψε ο σκηνοθέτης με τους Hsieh Hai-meng, Zhong Acheng και Chu
Tien-wen και τους πήρε τρία χρόνια. Έπρεπε να αναθεωρηθεί πολλές φορές προκειμένου να εξασφαλισθεί η ορθότητα του και πιστότητα ως έργο εποχής για να ανταποκριθεί στις απαιτήσεις του Hou.
Ξεκινάει απλά, άσπρο μαύρο και μετά σε συμπαρασύρει σε ένα πανδαιμόνιο χρωμάτων ενώ οι σαν ανοιξιάτικο αεράκι κινήσεις ανθρώπων και υφασμάτων σε αποτελειώνουν. Οι φυσικοί ήχοι, αυτοί που σχεδόν ξεχάσαμε ζώντας στην πόλη, σε εντάσσουν στην μαγεία και επιβλητικότητα των τοπίων και στιγμών.
Τελετουργίες, φορεσιές, κομμώσεις, έπιπλα, ήθη και έθιμα, όλα συνηγορούν στο να είναι εντός κι όχι εκτός εποχής.
Μπορεί, κατά τον σκηνοθέτη να είναι μία φανταστική ιστορία, όμως έπρεπε και πρέπει να τεκμηριώνεται ιστορικά, κοινωνικά και ηθογραφικά. Λέγεται ότι οι μελέτες του Ηou τον καθιστούν έναν από τους καλύτερους μελετητές της Δυναστείας των Tang. Ελάχιστοι ως ανύπαρκτοι οι διάλογοι. Η έκφραση, η κίνηση, η αναμονή και ο ήχος εκφράζουν τα ανείπωτα.
Ένας σκηνοθέτης που ενορχήστρωσε την μαγεία.
Κινηματογραφεί αργά. Αποτυπώνεις με όλες τις αισθήσεις το πλάνο. Δεν κινείται γρήγορα ούτε φλύαρα.
Δεν σπαταλιέται σε φιλόδοξες αναπαραστάσεις ξιφομαχίας, πάλης, δολοφονιών. Αυτά, αφού σου διαμηνύσει ότι θα συμβούν, τα παίρνει μακριά σου, πίσω από δένδρα και πέπλα, τα απομακρύνει ή τα κρύβει, όχι ότι δεν τα αφηγείται. «My feeling was: Let’s not defy gravity. Let’s not have people fly around. If the character is an assassin, there’s no way she’d be dancing and moving about in some fanciful way» δηλώνει στην συνέντευξη του στο Variety.
Βεβαίως και σε ενημερώνει για την βία της εξουσίας, το αμείλικτο της ιεραρχίας, το
αδιαπραγμάτευτο της ηγεμονίας. Βεβαίως και η εξουσία δεν είναι πέπλα και
αρώματα.
Το όχι και η άρνηση, η προδοσία, πληρώνονται με αίμα και πόνο.
Απλώς εσύ ο θεατής παραμένεις χαμένος στην ιστορικότητα των στιγμών, εντάσεων, στο συμβάν. Η ποιότητα το μέσο της αναγκαιότητας του μύθου.
Οι ηθοποιοί όμορφοι αλλά μέτριοι. Ίσως τους αδικώ. Ίσως στάθηκαν λίγοι εξαιτίας
της μεγάλης βαρύτητας της φόρμας, όμως για να είμαι δίκαιη την υποστήριξαν.
Κατά την ταπεινή μου γνώμη ο κινηματογραφιστής, οι φωτογράφοι, ο editor, ο μουσικός, ο ενδυματολόγος και ο σκηνογράφος κάτω από την ενορχήστρωση του σκηνοθέτη έπραξαν ό,τι καλύτερο. Ήταν αυτοί που απογείωσαν την ταινία. Πάνω απ όλα ήταν ο κύριος Hou Hsiao-Hsien. Ήταν αυτός που μας θύμισε ότι ο κινηματογράφος είναι τέχνη, η 7η.


Σκηνοθέτης: Hou Hsiao-Hsien
Σενάριο: Hou Hsiao-Hsien, Chu Tien-wen, Hsieh Hai-Meng, Zhong Acheng
Βιβλίο και Συγγραφέας: Nie Yinniang του Pei Xing
Φωτογραφία: Mark Lee Ping Bin
Μουσική: Lim Giong
Editor: Huang Chih -Chia, Ching-Song Liao
Καλλιτεχνική Διεύθυνση: Ding -Yang Weng
Διεύθυνση Παραγωγής και ενδυματολογία: Wen-Ying Huang
Ηθοποιοί
Shu Qi: Nie Yinniang
Chang Chen: Tian Ji'an
Zhou Yun: κυρία Tian
Hsieh Hsin-Ying: Huji,
Ni Dahong: Nie Feng,πατέρας της Nie Yinniang
Yong Mei: Nie Tian
Fang-Yi Sheu: πριγκήπισσα Jiacheng και η δίδυμη αδελφή της Jiaxin, η μοναχή
Lei Zhenyu: Tian Xing