20 Ιουλίου 2016

Dheepan - 2015

Με αφορμή την βράβευσή του ο Jacques Audiard στις Cannes και αναφερόμενος στο έργο του «Ο Προφήτης», είπε οι ταινίες δεν είναι έργα τέχνης, αλλά αγαθά και εμπορεύματα.
Εντυπωσιάσθηκα και μου θύμισε κάποιο εισηγητή με θέμα τον κινηματογράφο που με προσγείωσε ανωμάλως όταν απευθυνόμενος σε ακροατή του είπε: «μην ξεχνάς ότι πάνω απ’ όλα ο κινηματογράφος είναι μία μεγάλη βιομηχανία».
Τι βιομηχανία που για δύο ώρες σε καθηλώνει;
Αλίμονο αν η βιομηχανία μπορούσε. Και τι απειλή για την ανθρωπότητα αν και οι πολιτικοί μπορούσαν να σε καθηλώσουν.
Το επιχειρούν, αλλά με την βία και τον τρόμο, οι μεν με την διαφήμιση οι δε, όχι αφηγούμενοι.
Είναι ταινίες όπως το Dheepan που με το που ανάβουν τα φώτα και εγκαταλείπεις τον ρόλο του θεατή αναρωτιέσαι τι ήταν.
Σίγουρα συναρπαστική εκτός από το γλυκανάλατο τέλος της.
Γρήγορη, αγωνιώδης, τρυφερή, αποκαλυπτική, δεικτική, με όλα εκείνα τα χαρακτηριστικά μιας πετυχημένης παραγωγής.
Ένας πολεμιστής Tamil Tiger από τα διάφορα στρατόπεδα του εμφυλίου πολέμου στο Sri Lanka, μετά την απώλεια των συντρόφων του και της οικογένειας του, αποφασίζει να μεταναστεύσει αναζητώντας ειρήνη και ησυχία. Γι αυτή την αναζήτηση νέας πατρίδας χρειάζεται μία σύζυγο και ένα παιδί μια και οι διακινητές έχουν στο χέρι τα διαβατήρια μιας άλλης οικογένειας που χάθηκε.
Θα βρεθεί με μία γυναίκα και μία κόρη, για το νόμο, στην Γαλλία.
Θα τους εγκαταστήσουν σε ένα προάστιο γκέτο, θα βρει δουλειά ως επιστάτης και η σύζυγος θα φροντίζει ένα ηλικιωμένο, πρώην μαφιόζο.
Εκεί βρίσκεται και το αγαπημένο θέμα του Audiard. Ο κοινωνικός ιστός, το άτομο, οι «ομάδες». Ουσιαστικά ο παράδεισος εξακολουθεί να είναι μη προσβάσιμος.
Η γαλήνη το ζητούμενο. Η κρίση ταυτότητας, βασανιστική.
Ο άνθρωπος θα διανύσει χιλιόμετρα, θα περάσει από την κόλαση ελπίζοντας σε μια ήσυχη ζωή.
Υπάρχει; Για ποιους και για ποιόν; Άνθρωποι χωρίς πατρίδα στριμώχνονται σε ένα προάστιο.
Επιχειρούν να εγκατασταθούν, δεν φείδονται κόπων, δεν τους λείπει η επιδεξιότητα, αρκούνται με το ελάχιστο, τρομοκρατημένοι ως ξένοι, παγωμένοι μπροστά στην καινούργια βία.
Παλεύουν με τους εφιάλτες τους, συγκρούονται με τα όνειρά τους. Ξεσπούν στον άλλο.
Τρομαγμένα σπουργίτια μπροστά στις ατσαλένιες κάννες.
Ο Antonythasan Jesuthasan απέδωσε τον ρόλο του ως Dheepan θα έλεγα σαν να τον έχει ζήσει. Ακούγοντας την συνέντευξη του έμαθα ότι δεν είναι επαγγελματίας ηθοποιός και ότι ήταν ο ίδιος πολεμιστής, έφθασε παράνομα στην Γαλλία και βίωσε παρόμοιες καταστάσεις, όπως λέει κατά το 50%. Εξίσου καλά στέκονται δίπλα του οι Kalieaswari Srinivasan και η Claudine Vinasithamby.
Η μουσική και τα τραγούδια βοήθησαν αρκετά. Τα πλάνα με άκεντρη τοποθέτηση του προσώπου βοηθούν στην ανάδειξη άτομο/κοινωνία, την δραματικότητα.
Ηρωοποίησε ο σκηνοθέτης τον Dheepan σαν σε μύθο. Σχολιάσθηκε ότι αφήνει τον ήρωα να τα βγάλει πέρα μόνος, γενναίος σε ένα οξύ και επικίνδυνο κοινωνικό, πολιτικό θέμα.
Έχω τις ενστάσεις μου για το μοντάζ.
Τον τελευταίο καιρό, σαν να έγινε μόδα, η αφήγηση προχωράει από ένα πλάνο σε άλλο με διακοπή. Μαυρίζει η οθόνη και ξέρεις ότι θα βρεθείς αλλού ή σε άλλο θέμα.
Έτσι μείναμε με την κάννη στον κρόταφο. Στο δε τέλος βρεθήκαμε σε μία χώρα που έπρεπε να καταλάβουμε ότι είναι η Αγγλία.
Μπορεί να την ονομάσει όπως θέλει την δουλειά του ο κ Audiard, εγώ θα κρατήσω ότι αυτός είναι ένας μάστορας. Αν δείτε τον Antonythasan Jesuthasan στην συνέντευξη του και τον ίδιο στον ρόλο του θα καταλάβετε τι εννοώ με την λέξη μάστορας.
Δεν θα παραλείψω να πω πόσο επίκαιρη μάλλον προφητική είναι η δουλειά του και πόσο συμβάλλει στην διαμόρφωση μίας άποψης γι αυτήν την κρίση του μεταναστευτικού στην Ευρώπη.
Ναι, δεν είναι ο μόνος, θα προσθέσετε. Συμφωνώ, έχουν προηγηθεί κι άλλοι όπως Γαβράς και οι αδελφοί Dardenne. Πόσο αδιάφορος να μείνει κανείς σε ένα τόσο μεγάλο κύμα μετακινούμενου πληθυσμού όταν είναι όχι απλά ένας πολίτης, αλλά δημιουργός.
Τεράστιες δυσκολίες, αδιέξοδα, άνθρωποι και κοινωνίες μιας άλλης πραγματικότητας. Αυτής που βλέπουμε και της άλλης, άλλων που αγνοούμε.
Άνθρωποι χωρίς χαρτιά, ή με χαρτιά ψευδών στοιχείων.
Μία άλλη γεωγραφία συντελείται και εμείς θεατές και πρωταγωνιστές. Έχουμε ανάγκη από ωραιοποιημένους ήρωες για να δεχτούμε τον ξένο; Ίσως η τέχνη βοηθήσει.

Σκηνοθέτης: Jacques Audiard
Σενάριο: Jacques Audiard,Thomas Bidegain, Noé Debré
Φωτογραφία: Eponime Momenceau
Μουσική: Nicolas Jaar
Editing: Juliette Welfling

Ηθοποιοί
Antonythasan Jesuthasan: Dheepan/Sivadhasan
Kalieaswari Srinivasan: Yalini
Claudine Vinasithamby: Illayaal
Vincent Rottiers: Brahim
Marc Zinga: Youssouf
Faouzi Bensaïdi: Habib

13 Ιουλίου 2016

Ατίθασες (Mustang) - 2015

Πέντε μικρές, δροσερές έφηβες, αδελφές, κάπου στα παράλια του Βοσπόρου, βιώνουν την αυταρχικότητα και την καταστολή από το οικογενειακό τους περιβάλλον, ενώ οι χυμοί της νιότης τους ξεχειλίζουν και ωθούν τα τρυφερά κλαράκια να ανθίσουν στο φως της ελευθερίας.
Ορφανές και από τους δύο γονείς μεγαλώνουν με γιαγιά και θείες και κυρίως κάτω από την κηδεμονία ενός αυστηρού, πατριαρχικού θείου, προσκολλημένου στις παραδόσεις και τις επιταγές της θρησκείας, του κοινωνικού περίγυρου, του καθωσπρεπισμού. Συμπεριφέρεται σκληρά μην επιτρέποντας παρεκκλίσεις μέσα στο πλαίσιο του αυστηρού καθήκοντος.
Η γιαγιά και θείες εγκλωβίζουν την αγάπη τους και την τρυφερότητα τους, την κατανόηση για τα κορίτσια, στους κανόνες και τα «πρέπει», εκεί που και οι ίδιες έχουν εγκλωβισθεί εδώ και χρόνια συνεχίζοντας την παράδοση.
Τα κορίτσια, ηθοποιοί επιλέχθηκαν μέσα από εκατοντάδες ανταποκρίσεις στο κάλεσμα της σκηνοθέτιδος Deniz Gamze Ergüven, αποτελούν κατά την ίδια στην ουσία πέντε πρόσωπα σε ένα χαρακτήρα.
Θεωρεί η ίδια μεγάλη εμπειρία και όφελος την εργασία μαζί τους για εννέα μήνες, που ουσιαστικά τις κατέστησε «αυτοκόλλητες».
Ψάχνοντας για τον ορισμό της λέξης mustang κράτησα ότι είναι μικρόσωμα άλογα που βρίσκονται στην Αμερική αλλά έχουν Ισπανική καταγωγή, τα έφεραν μαζί τους οι Ισπανοί κατακτητές. Είναι άγρια αλλά προερχόμενα από εξημερωμένα μπορεί να δαμαστούν ή χαλιναγωγηθούν (wild & handy).
Δικαίως, αρχής γενομένης από τον τίτλο, το σενάριο έδρεψε δάφνες. Εύστοχο, έξυπνο, αληθοφανές, με συνέχεια και συνέπεια, διδακτικό χωρίς να το απαιτεί.
Τα υπέροχα αυτά πλάσματα, οι πρωταγωνίστριες, με εξαίρετη φρεσκάδα και συναρπαστικότητα έκλεψαν τις καρδιές μας. Θυμώσαμε για τον εγκλωβισμό τους και την «χαλιναγώγηση» τους. Γελάσαμε με την ευρηματικότητα τους και απαντήσεις τους. Συγκινηθήκαμε για την απολεσθείσα νεότητα μας και τα συνεπακόλουθα αυτής, λυπηθήκαμε και αγανακτήσαμε με την αδικία που υφίσταται «το μισό του ουρανού», μια αδικία παράλογη, ανεδαφική, φρένο στην εξέλιξη και πάνω απ όλα καταπάτηση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων.
Η σκηνοθέτης, γαλλοθρεμμένη μεν, διάλεξε η ταινία να μιλά την μητρική της γλώσσα. Εκτιμώ, θέλοντας να καταδείξει τα συμβαίνοντα στη χώρα της.
Έξυπνη κίνηση.
Η ταινία κυλάει σαν γάργαρο νερό αλλά δεν είναι εύπεπτη και δεν αφήνει ασχολίαστα θέματα που αφορούν την βάναυση συμπεριφορά προς ευαίσθητα και απονήρευτα κορίτσια. Αντίθετα υπερτόνισε ότι η αυτή η κοινωνία επισπεύδει την ενηλικίωση τους και επιβάλλει την σεμνοτυφία εκεί που αν δεν αναφερόταν το «πονηρό» θα ήταν άχρηστη. Η εκπαίδευση είναι εργαλείο χειραφέτησης των κοριτσιών, αλλαγής νοοτροπίας και η μόνη ελπίδα κοινωνικής αλλαγής, επικρατούσα άποψη, αλλά αρχή και τέλος της ταινίας. Ολιγόλεπτη αλλά υφιστάμενη.
Η μουσική, western σε αρκετά κομμάτια, του Warren Ellis, επιβεβαιώνει και την επιλογή του τίτλου. Ένας παραλληλισμός εύστοχος, αν σκεφθεί κανείς το πως οδηγείται «στο παχνί» ένα ατίθασο άλογο και αυτές στην συζυγική εστία. Μαθαίνουν ένα ρόλο, αυτό της συζύγου και ακυρώνονται άλλες προσδοκίες, καταπατούνται επιθυμίες. Αφαιρείται η ελευθερία. Ελευθερία που η στέρηση της οδηγεί σε θάνατο.
Αιχμηρή η ταινία ως θέμα, ωμή σε λεκτικές φράσεις και συμπεριφορές, φθάνει τον στόχο της.
Αναρωτιέμαι αν μη εξοικειωμένοι θεατές με θέματα ισότητας κατόρθωσαν να προσπεράσουν την εκ πρώτης όψεως κωμωδία και πέρασαν σε βαθύτερο προβληματισμό. Αν μπόρεσαν να μην το δουν ως ένα μεμονωμένο γεγονός, μία ιδιάζουσα κοινωνική εξαίρεση, ενώ είναι κανόνας στον μισό και πλέον πλανήτη. Πολλές φορές διάβαζα ή μάλλον διέκρινα τις Μικρές Κυρίες (Little Women,1868,της Louisa May Alcott). Επαναστατικότερο, καθόλου «δυτικό» και προσαρμοσμένο σε άλλη εποχή, με άλλες ανισότητες, οξύνσεις, διεκδικήσεις. Με ζητούμενο την θέση της γυναίκας χωρίς τα διλήμματα πλούτος και αρετή της Alcott.
Ένα μυθιστόρημα που η καθεμιά κατά την ανάγνωση διάλεγε και μία από τις αδελφές να την εκφράζει.
Μέχρι να μεγαλώσω νόμιζα ότι όλοι προτιμούσαν τη δική μου, μια και για μένα ήταν η καλύτερη. Η αναπόφευκτη ταύτιση σε δυνατά μυθιστορήματα ή σε ταινίες.
Επίσης θα ήθελα να θέσω έναν προβληματισμό: γιατί επιλέχθηκε να είναι ‘ορφανές’; Ήταν πιο ελεύθερες ή περισσότερο καταπιεσμένες; Μήπως απουσίαζε η ελευθερία που οι γιαγιάδες συνήθως χαρίζουν, αυτό που συχνά λέγεται «κακομαθαίνουν», μέχρι να έρθει η στιγμή και πρέπει τα εγγόνια να αντιμετωπίσουν την σκληρή πραγματικότητα, εν προκειμένου μιας θρησκευόμενης συντηρητικής κοινωνίας.
Η φωτογραφία των David Chizallet και Ersin Gok, από άποψη χρώματος και φωτός άρτια. Διέκρινα μια ιμπρεσιονιστική γεύση, ίσως εντύπωση μου. Τονίσθηκε το μέσα-έξω, το «αδυσώπητο βλέμμα» της επαρχιακής πλατείας. Εκεί που στο άπλετο καλοκαιρινό φως κρύβονται οι κριτές της καθημερινότητας, σκιές της ζωής, οι βιαστές των «θέλω» μας.
Εύχομαι να ακολουθήσουν και άλλες δουλειές της Deniz Gamze Ergüven.

Σκηνοθέτης: Deniz Gamze Ergüven
Σενάριο: Deniz Gamze Ergüven, Alice Winocour
Φωτογραφία: David Chizallet,Ersin Gok
Μουσική: Warren Ellis
Editing: Mathilde Van de Moortel

Ηθοποιοί
Günes Sensoy: Lale
Doga Zeynep Doguslu: Nur
Tugba Sunguroglu: Selma
Ilayda Akdogan: Sonay
Elit Iscan: Ece
Nihal G Koldas : γιαγιά
Ayberk Pekcan: Erol
Bahar Kerimoglu: Dilek
Burak Yigit: Yasin

6 Ιουλίου 2016

Ο Δρόμος για το Σχολείο (On the way to School) - 2013

Απλό αλλά επίπονο στην κινηματογράφηση του το «Στο δρόμο για το Σχολείο» καταφέρνει και θέτει εκ νέου τον προβληματισμό για το ‘ίσες ευκαιρίες’ στην εκπαίδευση. Το 2000 ο Κωνσταντίνος Τσουκαλάς, καθηγητής Κοινωνιολογίας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών, έγραφε στην εφημερίδα "Το Βήμα":
«Παρ' ότι λοιπόν είναι αβέβαιο, το μέλλον εμφανίζεται ταυτοχρόνως και προδιαγεγραμμένο: εφεξής, οι διαφορές ανάμεσα στις χώρες και οι ανισότητες ανάμεσα στους ανθρώπους θα παράγονται και θα επισφραγίζονται από την άνιση πρόσβαση στη διάχυτη πληροφορία και ευρύτερα στην καλπάζουσα γνώση.»
Μετά την παρακολούθηση της ταινίας διαπιστώνεται για ακόμη μία φορά ότι πόρρω απέχουμε απ αυτή την περίφημη ισότητα ευκαιριών στην εκπαίδευση.
Ο σκηνοθέτης, Pascal Pilsson, σε μία συνέντευξη του είπε ότι, ενώ επιχειρούσε να κινηματογραφήσει σε απομακρυσμένες από τον ‘πολιτισμό’ περιοχές, συγκλονίστηκε όταν είδε υπό ποίες συνθήκες τα παιδιά πηγαίνουν σχολείο. Θέλησε να αναδείξει αυτό το θέμα και το έκανε πολύ καλά.
Η ταινία αφηγείται τις παράλληλες ιστορίες τεσσάρων παιδιών σε τέσσερα σημεία στον κόσμο, των οποίων ο δρόμος για το σχολείο είναι ένα πραγματικό και επικίνδυνο ταξίδι, μία περιπέτεια. Η πρόσβαση στη γνώση, η επιθυμία μιας καλύτερης ζωής από αυτή των γονιών τους, τους δίνει κουράγιο προκειμένου να αποκτήσουν τα εχέγγυα ενός καλύτερου αύριο. Αψηφούν κάθε είδους απίστευτη αντιξοότητα για το δικαίωμα σε ένα καλύτερο μέλλον.

  • Στην Κένυα,ο Jackson, 11, μαζί με την μικρότερη αδελφή του Salome, πρέπει να περπατήσουν 15 χιλιόμετρα στη σαβάνα, να αποφύγουν αγέλες ​​ζώων όπως ελέφαντες, καμηλοπαρδάλεις κα.
  • Στα βουνά του Άτλαντα, Μαρόκο,η Zahira, 12, μαζί με τις δύο συμμαθήτριες-φίλες της, Noura και Zineb, κάθε Δευτέρα θα περπατήσουν 22 χιλιόμετρα, ή 4 ώρες, με τα πόδια, πάνω σε βραχώδη και ολισθηρά μονοπάτια προκειμένου να φθάσουν στο σχολείο.
  • Στην Αργεντινή, ο Carlito, 13, ιππεύοντας στις πεδιάδες της Παταγονίας θα διασχίσει έχοντας συνεπιβάτη την μικρή αδελφή του, Micaela, περίπου 18 χιλιόμετρα, μέχρι το σχολείο.
  • Στην Ινδία,ο Samuel, 11, παράλυτος, μεταφέρεται στο σχολείο από τα δύο μικρότερα του αδέλφια, Gabriel, Emmanuel, πάνω στην αυτοσχέδια και καθόλου λειτουργική αναπηρική καρέκλα του. Τα δύο παιδιά, ωθώντας ή έλκοντας την αναπηρική καρέκλα, δυσανάλογο βάρος για τα μικρά κορμάκια τους, θα διασχίσουν δύσκολους, κατεστραμμένους δρόμους και βάλτους επί μια ώρα, πριν φθάσουν στο σχολείο.

«Συχνά ξεχνάμε πόσο τυχεροί είμαστε που πάμε σχολείο» είναι η φράση που πέφτει στην οθόνη με την έναρξη της προβολής.
Το στοίχημα αν θα φθάσουν τα παιδιά σώα κι αβλαβή στο σχολείο δεν αφήνει περιθώρια να απολαύσεις την ομορφιά της Σαβάνας, ή του Άτλαντα, την οποία ομολογουμένως τα μακρινά πλάνα των Simon Watel και Pascal Pilsson αναδεικνύουν παράλληλα με την αγριότητα και τον ελλοχεύοντα κίνδυνο. Χωρίς να είναι μελοδραματική η ταινία προβάλλει το οικογενειακό περιβάλλον και εν μέρει αυτό της κοινωνίας.
Είναι εντυπωσιακό στο πως ο στόχος μόρφωση δεν είναι απλά των παιδιών. Συμμετέχουν και τον μοιράζονται εξίσου, παρ όλες τις δυσκολίες της επιβίωσης τους, τα υπόλοιπα μέλη της οικογένειας, παππούδες, γιαγιάδες και γονείς.
Μοιάζει να μην εστιάζουν στην επικινδυνότητα της καθημερινής μετακίνησης των παιδιών τους. Ίσως στις κοινωνίες εκείνες η διαβάθμιση του φόβου έχει άλλη κλίμακα ή ο σκηνοθέτης ωραιοποίησε τις συνθήκες. Το έκανε;

Δεν αναφέρθηκε καθόλου στην ευθύνη της πολιτείας, την υποχρέωση για την μεταφορά των μαθητών, την ποιότητα του σχολείων, την κοινωνική μέριμνα. Το ανύπαρκτο κράτος. Υπήρχαν νύξεις, όπως η έπαρση της σημαίας στην Κένυα, η έμφαση στην κτηνοτροφία στην Αργεντινή.
Εντυπωσιάστηκα από την στάση των πολιτών και παιδιών προς τα άτομα με αναπηρία στην Ινδία. Ήταν δική τους υπόθεση η βοήθεια και διευκόλυνση του παράλυτου συμμαθητή.
Σκληρή η στάση των πολιτών για βοήθεια προς τα κορίτσια στο Μαρόκο, αλλά ίσως ήταν μεμονωμένο φαινόμενο. Η σκληρή ζωή πολλές φορές δεν αφήνει περιθώρια για τον συνάνθρωπο, πόσο μάλλον σε τρία κορίτσια που θέλουν να μορφωθούν ενώ η θέση τους έχει προσδιορισθεί και προσανατολισθεί διαφορετικά.
Ήταν εμφανής η έμφαση που δόθηκε στην συνοχή των οικογενειακών δεσμών.
Ο ένας εξαρτάται από τον άλλον, η συμμετοχή επιβαλλόμενη και η οικογένεια τοιουτοτρόπως θα επιβιώσει.
Χωρίς να το επιδιώκεις κάνεις συγκρίσεις. Στον λεγόμενο δυτικό κόσμο, οι εκπαιδευτικοί και παιδαγωγοί αναθεωρούν τις μεθόδους διδασκαλίας, επανεξετάζονται οι διαδικασίες μάθησης, αναζητούνται κίνητρα εξασφάλισης της προσοχής των μαθητών, αμφισβητείται η διδακτέα ύλη, ο ρόλος του σχολείου, επιρρίπτονται ευθύνες, αλλάζουν οι υπουργοί, συμβούλια των συμβουλίων, προτάσεις να «μείνουν» οι μαθητές στην τάξη.
Σχολεία δύο ταχυτήτων, σχολεία για όλους, μη ταξικά σχολεία, εθνοκεντρικά ή
μη σχολεία, ανθρωποκεντρικά, διαδραστικά, αυταρχικά, ιδιωτικά, αυτοχρηματοδοτούμενα, αυτοδιαχειριζόμενα, καθόλου σχολείο, αποσυνδεδεμένα από την επαγγελματική αποκατάσταση, ελεύθερα, ανοιχτά και άλλα, ων ουκ έστιν αριθμός.
Όλα αυτά μοιάζουν περιττά εάν τα δει κάποιος με δεδομένα πλανήτη.
Ο Pascal Pilsson έδωσε τέσσερα παραδείγματα από την άλλη εκπαίδευση. Τα παραδείγματα πολλά ανά τον κόσμο. Οι φωτογραφίες δείχνουν πως όχι, δεν είναι τέσσερα παραδείγματα. Δεν είναι εξαίρεση μιας φυλής, μιας οικογένειας. Το αντιλαμβάνεσαι όταν βλέπεις ότι το σχολείο διαθέτει πασσάλους για να δένουν τα άλογα τους μαθητές σαν τον Carlito. Το διαπιστώνεις όταν αντικρίζεις τον σωρό από τα ξύλα-μπαστούνια που αφήνουν οι μαθητές πριν μπουν στην τάξη. Δεν είναι εξαίρεση ο Jackson και η αδελφή του. Τότε συνειδητοποιείς ότι η πλαστική καρέκλα που πέταξες πέρσι το καλοκαίρι, επειδή δεν είχε πόδι, κάποιος την βρήκε και του ήταν πολύ χρήσιμη, έγινε αναπηρική καρέκλα.
Αν το σχολείο είναι με τενεκέδες, σκοτεινό, με υγρασία, μακριά, και τα θρανία σκουριασμένα, δεν έχει σημασία. Άσβεστη παραμένει η επιθυμία για μάθηση και αμετακίνητος ο στόχος του «θα υπάρχω μέσω αυτής».
Η τρυφερότητα των παιδιών, ο αυθορμητισμός τους, η συντροφικότητα και η αλληλεγγύη τους κρατούν αμείωτο το ενδιαφέρον του θεατή.
Εμείς παραμένουμε προβληματισμένοι.
Καλό θα ήταν να την δουν οι μαθητές, τα παιδιά μας και οι φίλοι επί των εκπαιδευτικών θεμάτων και αυτό γιατί, όπως λέει και ο Κωνσταντίνος Τσουκαλάς,
«Αν αναγνωρίζεται ότι ο καθένας έχει την ατομική ευθύνη να προωθήσει και να αξιοποιήσει στο έπακρον τις ελεύθερες αξιακές επιλογές της δικής του ζωής, θα πρέπει επίσης να γίνει δεκτό πως η κοινωνία έχει την αμετάθετη συλλογική ευθύνη να προστατεύει σε ισότιμη βάση την ατομική αξιοπρέπεια όλων των κοινωνών, ανεξάρτητα από τις ικανότητές τους, τις δεξιότητές τους και τα γνωσιακά τους επιτεύγματα.»
Ο σκηνοθέτης και οι συνεργάτες του πρέπει να αισθάνονται ικανοποιημένοι και υπερήφανοι γιατί, με εργαλείο την τέχνη τους, έθεσαν ένα πολυσυζητημένο και πολυζητούμενο θέμα, ένα θέμα επίκαιρο στις δυτικές κοινωνίες τώρα παρά ποτέ. Σήμερα καλούνται να αντιμετωπίσουν μία ανομοιογενή και από άλλες πραγματικότητες σχολική τάξη εξαιτίας της ολοένα αυξημένης μετακίνησης πληθυσμών.
Η εκπαίδευση κρατάει το κλειδί για το μέλλον της Ευρώπης, το μέλλον μας. Αυτή θα βοηθήσει στην απορρόφηση των κραδασμών, αυτή θα αμβλύνει τις αντιθέσεις, θα αδελφώσει τους πολίτες.

Σκηνοθεσία: Pascal Pilsson
Σενάριο: Pascal Pilsson, Marie Claire Javoy
Φωτογραφία: Simon Watel Pascal Pilsson
Μουσική: Laurent Ferlet
Editing: Sarah Anderson, Sylvie Lager

Πρωταγωνιστούν:
Jackson Saikong,
Salome Saikong,
Samuel J Esther,
Gabriel J Esther,
Emmanuel J Esther,
Zahira Badi,
Noura Azaggagh,
Zineb Elkabi,
Carlito Janez,
Micaela Janez