26 Φεβρουαρίου 2018

Το Τετράγωνο (The Square) - 2017


Ένας επιμελητής, o Christian, ενός σύγχρονου μουσείου θα βρεθεί αντιμέτωπος με μία σειρά ανατροπών κυρίως αντιμέτωπος με μία ισχυρή υπαρξιακή κρίση με αφορμή την κλοπή προσωπικών του αντικειμένων, κινητό, πορτοφόλι, μανικετόκουμπα, ενώ ετοιμάζεται για την εγκατάσταση και έκθεση ενός νέου έργου, “Το Τετράγωνο”.
Εντός του Τετραγώνου σύμφωνα με τον δημιουργό όλοι έχουμε ίσα δικαιώματα αλλά και υποχρεώσεις. Όπως θα έπρεπε να είναι η κοινωνία μας. Μόνο που το τετράγωνο είναι τέχνη και εκεί όλα δύναται να συμβούν. Έξω από αυτό; Εκεί αρχίζει η ταινία του Ruben Östlund.
Για την εγκατάσταση του έργου, χάραξη, θα απομακρυνθεί ένα άγαλμα ογκώδες εμβληματικό, που κάποτε ήταν το ίδιο άξιο επίσκεψης και θαυμασμού, πριν από την ανακαίνιση του μουσείου. Κυριολεκτικά αποκεφαλίζεται καθώς απομακρύνεται από τον εικαστικό κόσμο οδεύοντας προς μία αποθήκη. Μία σκηνή συμβολική ίσως αδικημένη από τους θεατές αλλά τελείως εύλογη για κάποιον που ήθελε να θίξει τον ρόλο της τέχνης σήμερα.
Βέβαια τον σκηνοθέτη και σεναριογράφο, Ruben Östlund, τον απασχολούν και άλλα θέματα, όπως η πολιτική και κοινωνική ορθότητα της δυτικής κοινωνίας μας, εστιάζοντας σε αυτήν που ξέρει καλά, την βόρεια Ευρώπη.
Μεγάλη σε διάρκεια, 151 λεπτά, αλλά όχι κουραστική.
Προσεγμένη και δεικτική.
Δεν γέλασα παρ’ όλο τον χαρακτηρισμό της.
Σκηνές παράλογες και ίσως ακραίες έδωσαν, εκτιμώ, την κατηγοριοποίηση της ως κωμωδία, όπως η εμφάνιση ενός γορίλα ως κατοικίδιο, η διένεξη για το προφυλακτικό, η επικοινωνία με μία ζητιάνα κα.
Σε ένα κόσμο που σχεδόν το ένα τρίτο του πληθυσμού ξεριζώνεται ή πρόκειται να ξεριζωθεί, επιτακτικά προκύπτει το ερωτηματικό ποιος ο ρόλος της τέχνης, και πως εμείς, θεωρητικά ως ανήσυχοι και έχοντας ευήκοα ώτα, ανταποκρινόμαστε όταν τα προβλήματα εκείνα, που αυτή, η τέχνη, διαπραγματεύεται είναι με σάρκα και οστά μπροστά μας.
Όταν ξεπηδούν από τον καμβά, το video art, ή την συνέντευξη ενός ευαισθητοποιημένου καλλιτέχνη. Ευκατάστατοι φίλοι του μουσείου, φιλότεχνοι, απροετοίμαστοι για το τι της χορηγίας τους, αναστατώνονται από την αγριότητα της πραγματικότητας, όχι την εικονική, αυτή που χρηματοδοτούν ή θαυμάζουν. Βεβαίως αναστατώνεσαι όταν στο κάθε μέρα σου προκύπτουν επιλογές, που θα πρέπει να κάνεις και ενδεχομένως θα ακυρώσουν αυτά που υποτίθεται είχες απαντήσει, όπως διαφορετικότητα, πολυπολιτισμικότητα, πρόσφυγες, ανισότητα, διαφορά τάξεων. Ποιο από τα προβλήματα ενός επαίτη λύνει η ελεημοσύνη;
Ο σκηνοθέτης επιχειρεί και αγγίζει με τον δικό του τρόπο, θα έλεγα ευχάριστο, θέματα του σύγχρονου πολιτισμού μας.
Τα προσεγγίζει, βλέπουμε την έκρηξη τους και τα αφήνει να εξελιχθούν εν αγνοία μας. Θα έλεγες δεν ξέρει την απάντηση. Ίσως.
Το σίγουρο είναι ότι κι εμείς δεν τη γνωρίζουμε.
Συμβαίνουν γεγονότα στην οθόνη χωρίς την συμμετοχή μας στο μέλλον τους. Είναι η εποχή ή σύμπτωμα μιας κοινωνίας της βόρειας Ευρώπης στην ταινία;
Εξαιρετική η ερμηνεία των Claes Βang, Elisabeth Moss, Dominic West, Terry Notary. Αφοπλιστική η φωτογραφία του Fredrik Wenzel που δίνει την καθαρότητα και στιλπνότητα, σε όλη την ταινία, αυτή του χειρουργείου. Μήνυμα περί της ορθότητας μιας κοινωνίας; Τάξη, καθαριότητα, οργάνωση.
Απαλλαγμένα τα κάδρα από το περιττό, φωτεινά, αψεγάδιαστα ακόμη και στα κτίρια των παρυφών της πόλης.
Ξαφνιάζεται ο θεατής στην εξέλιξη της ταινίας και έτσι δεν είναι ασήκωτη η διάρκεια της, αλλά ούτε ανυπόφορο το στενάχωρο του θέματος.
Σαρκάζει χωρίς να είναι κυνική. Προβληματίζει χωρίς να ενοχοποιεί, τουλάχιστον όσο θα έπρεπε.

Σκηνοθέτης: Ruben Östlund
Σενάριο: Ruben Östlund
Φωτογραφία: Fredrik Wenzel
Editing: Ruben Östlund,Jacob Secher,Schulsinger

Ηθοποιοί
Claes Bang: Christian
Dominic West: Julian
Terry Notary: Oleg Rogozjin
Elijandro Edouard: το αγόρι με το γράμμα

14 Φεβρουαρίου 2018

1968 (2017)

Σε μια Ελλάδα που ήδη έχει μπει στην χειρότερη περίοδο μετά τον εμφύλιο, ένα αθλητικό γεγονός θα ενώσει τους Έλληνες και Ελληνίδες σε ένα μικρό διάλειμμα ευτυχίας. Θα ενώσουν τις φωνές τους ζητωκραυγάζοντας τους παίχτες, μια κραυγή κάλεσμα στην ελπίδα.
Πρόκειται για τον αγώνα κατάκτησης του Ευρωπαικού Κυπέλου Μπάσκετ το 1968 από την ΑΕΚ με τον τελικό με την Σλάβια Πράγας στο Παναθηναϊκό Στάδιο. Ένα θρυλικό αγώνα στο Καλλιμάρμαρο που παρακολούθησε ολόκληρη η Ελλάδα από το ραδιόφωνο, και πάνω από 80.000 άνθρωποι από κοντά («σπάζοντας» το ρεκόρ Γκίνες ως η μεγαλύτερη συνάθροιση σε αγώνα μπάσκετ).
Ο Μπουλμέτης πήρε ένα αθλητικό ντοκουμέντο και το μετέτρεψε σε μία docufiction ταινία.
Μια ταινία συγκίνησης, υπερηφάνειας, με χιούμορ, αλλά και πικρία.
Πως άλλωστε θα βουτήξεις σε μια ιστορική περίοδο της χώρας μας χωρίς να πικραθείς; Σε συνεπαίρνει η αγωνία του πριν και μετά του αγώνα, είτε είσαι φίλαθλος, είτε όχι. Είτε είσαι ΑΕΚτζής, όπως συνήθως αποκαλούμε τους οπαδούς της εν λόγω ομάδας, είτε όχι.
Ο σκηνοθέτης, συνδυάζοντας το υπάρχον υλικό του γεγονότος, εφημερίδες, κινηματογραφικό υλικό με συνεντεύξεις αθλητών και συγγενών τους, φιλάθλων, παραγόντων και το λόγο του θρυλικού εκφωνητή και σχολιαστή των αγώνων Βασίλη Γεωργίου, να κάνει μια ταινία που, ναι μεν αναφέρεται σε αθλητικό γεγονός, όμως είναι και μια ταινία για μία άλλη ακόμη εποχή της Ελλάδας.
Μέσα σε αυτό το υλικό υφαίνει με δεξιοτεχνία μικρές ιστορίες μυθοπλασίας και ίσως όχι, για να αποδώσει την εποχή, την Ελλάδα, την ιστορική δημιουργία της ΑΕΚ, να κρατήσει τον θεατή μπροστά στην οθόνη, άλλοτε με μάτια βουρκωμένα, κι άλλοτε με γέλιο.
Την αγάπη του για την Ελλάδα δεν την κρύβει ο Μπουλμέτης. Δεν αγνοεί την καταγωγή του, δεν αγνοεί τις ασχήμιες της και τα κακώς κείμενα, αλλά δεν παραλείπει να την χαϊδέψει και να σε καλέσει να πράξεις το ίδιο. Θαύμασα και τους παίχτες της Τσέχικης ομάδας. Χαρήκαμε όλοι για τον καλό λόγο αλλά και γοητευτήκαμε από την αξιοπρέπεια και την στόφα του αθλητή που διέθεταν.
Εξαιρετικές ερμηνείες από όλους τους ηθοποιούς που επιλέχτηκαν να αποδώσουν τον μύθο. Διαλεγμένοι με μεγάλη προσοχή.
Η μουσική, όπως και στις προηγούμενες ταινίες του Μπουλμέτη, της Ρεμπουτσικα, Ευανθίας για μας που την λατρεύουμε. Μια μουσική που θα ακούγεται για καιρό. Για καιρό θα παραμείνει στα χείλη και το σουξεδάκι με τη βαλίτσα, κάτι σαν τα ακυρωμένα μας όνειρα φορτωμένη.
Αναπόφευκτη η συγκίνηση όταν οι παίχτες, θρύλοι που χάρισαν το Κύπελο, ηλικιωμένοι μπροστά στην κάμερα, θυμούνται και αφηγούνται. Η σπίθα που τρεμόσβηνε μέσα τους, ξαναφουντώνει και έχεις την αίσθηση ότι θα ορμήξουν στο γήπεδο.
Οι δε αφοσιωμένοι παράγοντες της ομάδας, με την περηφάνια των εχόντων ζήσει το μεγαλείο της νίκης, μοιράζονται μαζί μας με ενθουσιασμό και σοβαρότητα ειδικού, λεπτομέρειες του αγώνα. Ένας άνθρωπος με πάθος αλλά και ακρίβεια ο εκφωνητής Βασίλης Γεωργίου.
Ένας κόσμος που χάνεται. Πολλοί από εμάς τον συνομήλικό τους συγγενή μας τον έχουμε χάσει. Όμως ξαναζωντάνεψε μπροστά μου ο γονιός, θείος αδελφός, μητέρα, άνθρωποι εκείνης της εποχής. Άνθρωποι από ένα διαφορετικό κοινωνικό χώρο, που όμως μια κλωστή τους συνδέει. Ο ίδιος λόγος οι ίδιες κινήσεις του σώματος, τα ρούχα. Συγκινήθηκα όταν τους άκουγα. Άγνωστοι, με ένα θέμα που δεν ενδιέφερε ούτε την οικογένεια μου, ούτε κι εμένα, κι όμως τόσο οικείος ο τρόπος αφήγησης, οι περιγραφές, οι διαφωνίες, ακόμη και ο τρόπος καθίσματος, η στιχομυθία του ζευγαριού!
Αυτές οι ελκυστικές παρουσίες έγιναν και οι χαρακτήρες της ταινίας. Όλοι οι συντελεστές της ταινίας συνέβαλλαν.
Με δυσκολία ξεχώριζες το αληθινό από τον μύθο. Δυσκολευόσουν να πεις αν ο εισπράχτορας ήταν ηθοποιός ή κομμάτι αρχείων. Οι συνομιλίες στο προποτζίδικο, ο του γραφείου τελετών, οι μουσικοί.
Το κλίμα της εποχής αποδόθηκε, το γεγονός άριστα καταγράφηκε θα μπορούσα να πω με μία, δύο φράσεις, όμως μου μοιάζει λίγο μπροστά σε αυτό που έζησα. Η επανάληψη της λέξης συγκίνηση και συγκινούμαι στο κείμενο είναι η  απόδειξη. Θα χάσουν αυτοί που οι αθλητικές τους ή μη δεσμεύσεις δεν τους επιτρέπουν να την δουν.
Δεν ήταν η ΑΕΚ. Η ΑΕΚ ήταν η αφορμή. Δεν θέλω κανείς να μου ακυρώσει την ευχαρίστηση με σχόλια του τύπου ότι λείπει ο πολιτικός λόγος.
Λέχθηκε τόσο όσο χρειαζόταν για το θέμα της. Υπάρχουν τουλάχιστον στον κινηματογράφο τόσοι τρόποι να κάνεις το σχόλιο και αυτοί που θέλουν το εισπράττουν.

Σκηνοθεσία: Τάσος Μπουλμέτης
Σενάριο: Τάσος Μπουλμέτης
Φωτογραφία: Γιάννης Δασκαλοθανάσης
Μουσική: Ευανθία Ρεμπούτσικα
Editing: Λάμπης Χαραλαμπίδης

Ηθοποιοί:

Ιεροκλής Μιχαηλίδης, Αντώνης Καφετζόπουλος, Γιώργος Μητσικώστας, Στέλιος Μάινας, Μανώλης Μαυροματάκης, Βασιλική Τρουφάκου, Γιάννης Βούρος, Ορφέας Αυγουστίδης, Θέμης Πάνου, Ταξιάρχης Χάνος, Αντώνης Αντωνίου, Ερρίκος Λίτσης, Θοδωρής Κατσαφάδος, Γιώργος Σουξές, Αλέξανδρος Αμερικάνος, Αλέξανδρος Μουκανος, Μαρία Αντουλινάκη, Γιώργος Βουρδάμης.

7 Φεβρουαρίου 2018

Τρεις Πινακίδες Έξω από το Έμπινγκ, στο Μιζούρι 920170

Μέχρι πού φθάνει η οργή και η αγανάκτηση ενός πολίτη, ο πόνος μιας μάνας, η απαίτηση για δικαιοσύνη; Η αυτοδικία είναι λύση; Φθάνει ένα γεγονός να μεταλλαχθεί η κτηνωδία σε ανθρωπιά, να μεταλλαχθεί ένας άνθρωπος; O Martin McDonagh γράφει και σκηνοθετεί το 
Τρεις Πινακίδες Έξω από το Έμπινγκ, στο Μιζούρι.
Μια μάνα, η Mildred Hayes (Frances McDormand) η κόρη της οποίας δολοφονήθηκε και βιάστηκε ενώ ψυχορραγούσε, με τα ελάχιστα χρήματα που διαθέτει, νοικιάζει τρεις διαφημιστικές πινακίδες στον αυτοκινητόδρομο που οδηγεί στην επαρχιακή πόλη όπου μένει και με τρεις προτάσεις, “Βιαζόταν ενώ πέθαινε”, “Καμία σύλληψη ακόμη;” και “Πώς και έτσι, αστυνόμε Γουίλομπι;” καταγγέλλει και απαιτεί να βρεθεί ο δολοφόνος ενοχοποιώντας την τοπική αστυνομία και συγκεκριμένα τον αρχηγό της.
Μία αστυνομία που λειτουργεί τόσο, όσο να δικαιολογεί τον μισθό που παίρνει βουλιάζοντας στην ρουτίνα και αδιαφορία, με κάποιο από τα στελέχη της βίαιο και παράλογα εξουσιαστικό. Είναι εξαίρεση; Ανοιχτό το θέμα για τον θεατή. Έχουν περάσει αρκετοί μήνες, ο φάκελος θα κλείσει όχι όμως η πληγή εκεί που άνοιξε.
Με ένα όχι απλά αριστουργηματικό τρόπο, αλλά με ένα πανέξυπνο και μεστό σενάριο του Martin McDonagh, προχωράει η ταινία, κορυφώνεται η αγωνία της λύσης κάθαρσης, αποκαλύπτονται οι πτυχές ακόμη και οι βαθιά κρυμμένες μιας απομονωμένης και παρακμάζουσας επαρχίας.
Όπως και στην δική μας γνωρίζουμε κι αποσιωπούμε. Υποκρινόμαστε ότι συμπονούμε αλλά γρήγορα βγάζουμε μαχαίρια όταν η επικρατούσα τάξη αναταραχτεί και διακυβεύεται η φήμη μας, το καλό πρόσωπο της κοινωνίας.
Οι εμπλεκόμενοι μας συστήνονται από τον σκηνοθέτη ένας ένας. Μέσα από τους χαρακτήρες τους αποκαλύπτεται ο κοινωνικός και ηθικός ιστός της πόλης, οι ενοχές και η τρυφερότητα, η αδικία, η παρακμή, η συνέργεια, οι παγιωμένες έχθρες και τα βαθιά κρυμμένα μυστικά της.
Όλα αυτά δεν θα τα εισπράτταμε αν δεν υπήρχαν εξαιρετικές ερμηνείες με καλύτερη αυτή της Frances McDormand.
Θα έλεγα το μόνο ψεγάδι υποκριτικής η επιλογή της γυναίκας του αστυνομικού, Anne (Abbie Cornish).
Με σαρκασμό και με μη αναμενόμενες δράσεις, ο μύθος και η άποψη δίνονται προς τέρψιν και προβληματισμό του θεατή.
Μοιάζει να έχει βιώσει τις μικρές πόλεις ο σκηνοθέτης ή να τις μελέτησε πολύ.
Με υπερβολές, θα έλεγε κάποιος υπερασπιστής της επαρχίας, που κοιμάται τον ύπνο του δικαίου αλλά πως αλλιώς θα διαμήνυε αυτό που συμβαίνει; Χρειάζεται ένα δυνατό ταρακούνημα ο εφησυχασμός.
Είμαστε ένοχοι ακόμη κι όταν απλά γνωρίζουμε και δεν καταγγέλλουμε. Μπορεί να γίνουμε αθώα θύματα μιας εν δυνάμει έκρηξης ψυχής και ενός ενδεχόμενου εμπρησμού που ίσως δεν στόχευε απαραίτητα εμάς.
Η εξέλιξη του μύθου και το καλοδουλεμένο σενάριο μαζί με τις εξαιρετικές ερμηνείες δεν αφήνει χρόνο να εκτιμήσεις τα άλλα δεδομένα της ταινίας. Δεν προλαβαίνεις ή μάλλον δεν ξεχωρίζεις την μουσική, την φωτογραφία, το μοντάζ της, την αληθοφάνεια.
Είναι μέρος του όλου που προβάλλεται με στόχο το αποτέλεσμα να είναι τέτοιο που βγαίνοντας από τον μύθο λες "ναι, ήταν πολύ καλή, καιρό είχα να ευχαριστηθώ τέτοια ποιότητα.”
Άσε που άφησα την Mildred να πάρει την εκδίκηση στα χέρια της για τον μεγάλο πόνο τον δικό της και τα μικρά και καθημερινά τα δικά μου που ζώντας τα σε διαρκή επανάληψη πάνε να με οδηγήσουν στην έκρηξη που η συμβατικότητα μου καταπνίγει.
Ο Martin McDonagh σαν καλός σκηνοθέτης θέλει και αφήνει τον θεατή το μεγάλο που διαπραγματεύεται η ταινία του να το δεις στο μικρό της προσωπικής σου πραγματικότητας.
Δεν είναι κατά την γνώμη μου η αστυνομία, ούτε έχουμε εμείς τέτοιας συμπεριφοράς αστυνομία.
Το κάθε μέρα, ακόμη και η απλή συνάντηση ενός καφέ, αποκαλύπτει τους τρεις χαρακτήρες της ταινίας σε σμίκρυνση. Ο φόνος μπορεί να είναι τα μικρά αθώα και κατ’ επίφαση εγκλήματα που βιώνουμε και αποσιωπούμε.
Διαλέγοντας το ακραίο μιλάς για το σύνηθες.

Σκηνοθέτης: Martin McDormand
Σενάριο: Martin McDormand
Φωτογραφία: Ben Davis
Μουσική: Carter Burwell
Editing: Jon Gregory

Ηθοποιοί
Woody Harrelson: Willoughby
Sam Rockwell: Dixon
Caleb Landry Jones: Red Welby
Kerry Condon: Pamela
Lucas Hedges: Robbie
Željko Ivanek: Desk Sergeant
John Hawkes: Charlie
Samara Weaving: Penelope

Clarke Peters: Abercrombie