26 Φεβρουαρίου 2013

Anna Karenina - 2012

Ας υποθέσουμε ότι είσαι ο Joe Wright κι αποφάσισες ή αποφάσισαν να μεταφέρεις το περίφημο μυθιστόρημα του Leo Tolstoy στην οθόνη. Ο λόγος για την Anna Karenina. Είναι η πολλοστή φορά που θα το δει κάποιος είτε σε θεατρική παράσταση, μιούζικαλ, όπερα, και μια ακόμη φορά σε ταινία το 1935 με την αξέχαστη Greta Garbo. Τι θα έκανες;
Διαλέγεις για την ενσάρκωση τη μούσα σου Keira Knightley. Και μετά;
Η Αυτοκρατορική Ρωσία του 19ου αιώνα δεδομένη. Η εισαγωγή του 
Leo Tolstoy «Οι ευτυχισμένες οικογένειες όλες μοιάζουν μεταξύ τους. Κάθε δυστυχισμένη οικογένεια, ωστόσο, είναι δυστυχισμένη με το δικό της τρόπο.», δεσμευτική.
Τι εννοώ; Θα δημιουργήσεις ένα ψυχογράφημα για τον άνθρωπο που το πάθος του τον οδηγεί σε προσωπικό δράμα;
Ή θα αναδείξεις την κοινωνική δομή και συμπεριφορές της τότε Ρωσίας, θα δώσεις έμφαση στον κοινωνικό ιστό εντός του οποίου διαδραματίζεται η ιστορία;
Το μυθιστόρημα είναι σύνθετο και ο συγγραφέας δουλεύει και προχωράει παράλληλα πολλά θέματα και ιστορίες. Αυτό είναι γνωστό στους λογοτεχνικούς αναγνώστες. Αριστοκρατία, Επαρχία, Αγροτική ζωή, Εξουσία, Διασκέδαση, Ανησυχία παρουσιάζονται μόνα τους, είτε μέσα από αντίστοιχες ιστορίες αγάπης.
Στο συγκεκριμένο, την 
Anna Karenina, η κρίση της οικογένειας προβάλλεται. Παράλληλα με τους γάμους υπάρχουν και οι παράλληλες σχέσεις που έχουν πλήξει το γάμο. Κορυφαία και πρωταγωνίστρια η σχέση της Anna Karenina με τον κόμη Alexei Vronsky.
Η 
Anna Karenina νέα, όμορφη, παντρεμένη με τον Alexei Karenin – άραγε τυχαία η επιλογή του Tolstoy; - με ένα γιο, ασφυκτιά εντός της οικογενειακής ζωής, η δε κοσμική ζωή της εξαιτίας της επανάληψής χάνει σε ενδιαφέρον. Γνωρίζει τον Alexei Vronsky και μια ιστορία πάθους ξεκινά δραματικά, έντονα, παθιασμένα, με συγκρούσεις, συγκρίσεις, απειλές, περιφρονήσεις, επικρίσεις, κοινωνικά σχόλια, κοινωνικές απορρίψεις. Η κοινωνία απαιτεί ξεκάθαρες θέσεις, παράδειγμα διαζύγιο, υποκρίνεται, κρύβει τα δικά της πάθη. Αυτό τουλάχιστον λέει ο Tolstoy. Ελπίδα ένα ζευγάρι που στην αγροτική επαρχία ξεκινά την κοινή του ζωή στηριζόμενο στην αληθινή αγάπη, αγάπη στο φως, αγάπη της δημιουργίας και της προσφοράς. Ιστορία παράλληλη με αυτήν της Anna Karenina και του Alexei Vronsky. Εξελίσσεται από τον συγγραφέα σε αντιπαράθεση, αλλά ισόποσα, δίνοντας τη θέση του και τον προβληματισμό του για την αγάπη.
Ο Joe Wright επέλεξε να ξαναπεί αυτή την ιστορία δημιουργώντας μια σκηνή εντός της ταινίας. Επέλεξε να κινείται πάνω στη σκηνή, πίσω από τη σκηνή, στα παρασκήνια. Κινήσεις-εργαλεία για να αφηγηθεί ένα δύσκολο, πολυμεταφερμένο, πολυερμηνευμένο έργο.
Δύσκολο το εγχείρημα, ελαφρά θολό αρχικά, σταδιακά γίνεται ξεκάθαρο, μέχρι την κορύφωση του δράματος, την αυτοκτονία της Anna, όπου είναι αριστουργηματικά θεατρική η σκηνοθεσία. Θεωρητικά μας ελευθέρωσε τη ματιά, δείχνοντας σε πρώτο πλάνο τα επί σκηνής και των παρασκηνίων σε δεύτερο ερμηνευτικό πλάνο.
Διάλεξε μια καλή ερμηνεία του Jude Law για τον σύζυγο, την φλεγματικότητα του οποίου, τη συντήρηση, συμβατικότητα, καθωσπρεπισμό έπρεπε να κάνει εμφανή. Να υπάρχει σε αντιδιαστολή με το πάθος, την τόλμη, την ελευθερία, την αντισυμβατικότητα των δύο εραστών. Το άλογο των πράξεών τους για την τότε και νυν κοινωνία. Έδειξε καλά με το διπλό κοινό την παρατηρητικότητα, την παρακολούθηση της κοινωνίας για τις πράξεις τους και πράξεις μας. Κοινό υπήρχε εντός κι εκτός της θεατρικής σκηνής. Ευρηματικότατο. Μάτια που άγρυπνα παρακολουθούν, σιωπές που φλυαρούν επώδυνα.
Η σκηνοθεσία, ναι, ήταν ευρηματική. Η ερμηνεία των εραστών άνευρη. Ίσως ήταν εραστές σύγχρονης καταναλωτικής εποχής, συνηθισμένοι. Δεν ξέρω αν το επέλεξε ο Joe Wright ή του διέφυγε.
Ήταν άνευροι και χωρίς το βάρος του πάθους. Η Keira έδειξε υστερία προς το τέλος. Δεν αντέχω, βέβαια, για πολλοστή φορά μια γυναίκα να γελοιοποιείται εξαιτίας του ατελέσφορου πάθους της. Αλήθεια, η ερώτηση είναι για τους δημιουργούς, ζώντες και νεκρούς: Μόνο οι γυναίκες οδηγούνται στην παραφροσύνη από τη ζήλεια ή το πάθος τους; Γιατί οι άνδρες παραμένουν και δρουν ελέγχοντας το πάθος; Αντικαθίσταται εύκολα αυτό; Ή δεν τους πάει ως ρόλος;
Η μορφίνη, θα μου απαντήσει σχολιαστής, την οδήγησε σε ακραία συμπεριφορά. Αρνούμαι να το δεχτώ, γιατί θα προκύψει το ερωτηματικό πώς φθάνει σε τέτοιου είδους χρήση και γιατί μόνο αυτή;
Θέλει η κοινωνία να αναπαράγει αυτούς τους ρόλους και τις συμπεριφορές; Εξακολουθεί και παραμένει ζητούμενο για όλους το πάθος στην καθημερινότητά μας.
Οι ενδυμασίες καταπληκτικές. Ευτυχώς δικαιώθηκε η Jacqueline Durran με τη βράβευση στην απονομή των Oscar.
Έχασε ο Joe Wright διάκριση σκηνοθεσίας, αλλά η ιστορία θα τον ανταμείψει, γιατί οι σπουδαστές στις σχολές κινηματογραφίας θα επανέλθουν αρκετές φορές προς μελέτη της δικής του μεταφοράς βιβλίου στην οθόνη. Η βοήθεια του Tom Stoppard, του σεναριογράφου, καθοριστική και πετυχημένη.

Σκηνοθεσία                                           Joe Wright
Σενάριο                                                Tom Stoppard
Μυθιστόρημα                                         Leon Tolstoy
Anna Karenina                                       Keira Knightley
Alexey Karenin                                      Jude Law
Alexey Vronsky                                      Aaron Taylor Johnson
Princess Betsy                                        Ruth Wilson
Countess Lydia Ivanova                            Emily Watson
Kitty                                                     Alicia Vikander
Dolly                                                     Kelly Macdonald
Levin                                                    Domhnall Gleeson
Stepan Arkadyevitch Oblonsky                   Matthew Macfadyen
Vronsky’s mother                                   Olivia Williams
Costume design                                      Jacqueline Durran
Cinematography                                     
Seamus  McGarvey

15 Φεβρουαρίου 2013

Σώμα με σώμα (De rouille et d’ os) - 2012

Συχνά παλεύουμε με την ύλη μας, το σώμα μας και τις ανάγκες του.
Σε μια εποχή που δίνει ιδιαίτερη έμφαση, άραγε πότε δεν το έκανε, στο σώμα, το σώμα αποθεώνεται και χρησιμοποιείται άλλοτε για τον αισθησιασμό του, άλλοτε για τη δύναμή του, τη ρωμαλεότητα. Βιομηχανίες συντηρούν αυτόν τον μύθο και περισσότερο ευάλωτες εντός του μύθου αυτού οι γυναίκες.
Εγκαταλείπεται και θυσιάζεται στο βωμό της εμφάνισης η συναισθηματική μας ολοκλήρωση, ο καθορισμός μας ως οντότητες μέσα από μια ισορροπία σώματος – ψυχής.
Ο Jacques Audiard σκηνοθετεί τη νέα του ταινία πατώντας καλά στο βιβλίο του καναδού συγγραφέα Graig Davidson “Rust & Bone” δημιουργεί το “De rouille et d’ os” συνυπογράφοντας και το σενάριο.
Στα βόρεια της Γαλλίας, εκεί ξεκινά η ταινία, ο ένας εκ των δύο πρωταγωνιστών, ο Alain(Ali), αναλαμβάνει τον πεντάχρονο γιο του Sam (δε γνωρίζουμε λόγο και συνθήκες που συμβαίνει αυτό). Είναι άστεγος, απένταρος, χωρίς φίλους. Δε γνωρίζει τον γιο του και δεν είχε ασχοληθεί πριν με αυτόν. Στην εξέλιξη του μύθου από κάποια σχόλια μοιάζει να αφαιρέθηκε η κηδεμονία από τη μητέρα ή εγκατέλειψε το παιδί της με μια παρόμοια του πατέρα ανευθυνότητα.
Ο Alain κι ο Sam εγκαθίστανται στης αδελφής του, στη νότια Γαλλία. Αποκτά δουλειά, στέγη και φροντίδα για το παιδί του. Η ανευθυνότητά του ως γονιός συνεχίζεται, τουλάχιστον αυτό επισημαίνεται αρκετές φορές από τον σκηνοθέτη δια στόματος αδελφής.
Συναντά την Stephanie, όμορφη, νέα, με αυτοπεποίθηση, σε club. Η συμπεριφορά της υπογραμμίζεται εκ μέρους του ως ανάρμοστη. Η Stephanie συζεί με κάποιον άλλο, είναι δε επιτυχημένη εκπαιδεύτρια φαλαινών σε θαλάσσιο πάρκο.
Ένα τραγικό ατύχημα θα φέρει κοντά τους Alain και Stephanie. Σε μια αλλιώτικη σχέση. Μια σχέση που ξεκινά από ανθρωπιά, οίκτο, αμηχανία στην αναπηρία, προχωράει στο σεξ, για να γίνει στη συνέχεια συναισθηματικός δεσμός.
Ο Audiard εστιάζει στο σώμα και το παρακολουθεί σ’ αυτό που μπορεί να κάνει και αυτό που δεν μπορεί. Στο θρίαμβο, αλλά και στην ήττα του. Στην εξύψωσή, αλλά και στην ακύρωσή του.
Ο Alain είναι πυγμάχος και χρησιμοποιεί αυτή τη δύναμη και τέχνη του. Κυρίως για να δει τα όρια αυτού του σώματος και κατά συνέπεια τα δικά του. Στη συνέχεια να αντλήσει κέρδος από αυτή την υπεροχή.
Ο Audiard αναδεικνύει την αντίθεση των σωμάτων, αρτιμελές- ακρωτηριασμένο, δυνατό- αδύναμο, ελεύθερο- αγκυλωμένο. Ούτε μια στιγμή δεν είσαι στην ταινία χωρίς τις δύο όψεις ενός σώματος. Ακολουθεί τα βλέμματα στον πόνο, στον θαυμασμό, στο γιατί της αδυναμίας.
Η ταινία δεν έχει μελοδραματισμούς, ούτε εντάσεις, με μία εξαίρεση πριν το τέλος. Εκεί έπρεπε να έρθει και η κορύφωση αυτής της λατρείας της δύναμης. Μια δύναμη που πρέπει να εξαντληθεί για να σε γλιτώσει από το όνειδος, τον πόνο της απώλειας αγαπημένου. Βιώνεις έντονα συναισθήματα, σαν όλη την ταινία να την διατρέχει αυτή η γλώσσα της καταπόνησης του σώματος, αυτή η κραυγή της ύλης που σε καθιστά έρμαιό της.
Ο Alain, η Stephanie θα βγουν από αυτή την ομηρία, ορμώμενοι και ωθούμενοι από άλλα κίνητρα. Η Stephanie αποφασισμένη να ζήσει, να παλέψει. Το έχει μάθει αυτό καλά στη δουλειά της, από τη φύση. Τα μεγάλα θηρία που εκπαίδευε και πάλευε. Έμαθε να επιβιώνει από αυτά. Ο άλλος, αυτός που λάτρεψε τη δύναμη μέσα από την ήττα, από τη συνειδητοποίηση της αδυναμίας.
Η ταινία είχε αρκετά στοιχεία ακάλυπτα κι άλλα φλύαρα. Δε θα τα θεωρούσα αρνητικά. Με προβλημάτισε το ότι η ταινία δεν είχε την ίδια σκηνοθετική ποιότητα καθ΄ όλη τη διάρκειά της. Μερικές φορές το να ακολουθεί ένα μυθιστόρημα, ένα βιβλίο, ο σκηνοθέτης παρασύρεται ή υποχρεώνεται σε βήματα που προκύπτουν από την υιοθέτηση του κειμένου και μύθου του.
Όμως δεν είναι μελό, δεν είναι ψυχολογικό δράμα. Είναι η πάλη του ανθρώπου. Η πάλη με το σώμα του, η πάλη της επιβίωσής του. Η πάλη με την ύλη του.
Ο Audiard σκηνοθέτησε γνωρίζοντας τι θέλει να πει, ζητούμενη ικανότητα στις μέρες μας. Οι δε ερμηνείες τελειοποίησαν τη σκηνοθεσία.

Σκηνοθεσία                         Jacques Audiard
Σενάριο                              Jacques Audiard, Thomas Bidegain
Βιβλίο                                 Graig Davidson “Rust & Bone”
Stephanie                            Marion Cotillard
Alain                                   Matthias Schoenaerts
Sam                                    Armand Venture
Μουσική                              Alexandre Desplat

6 Φεβρουαρίου 2013

Ο Καίσαρας πρέπει να πεθάνει (Cesare deve morire) - 2012

Η τελευταία ταινία των αδελφών Paolo και Vittorio Taviani «Ο Καίσαρας πρέπει να πεθάνει» είναι μια ακόμη εξαιρετική ταινία τους.
Δε θα ασχοληθώ ούτε με το ότι είναι 80άρηδες, ούτε αν ο Mike Leigh ως Πρόεδρος της Επιτροπής του Βερολίνου, επειδή του αρέσει το είδος κράμα θέατρο – κινηματογράφος συνέβαλε στη βράβευσή τους.
Η ταινία δε χρειάζεται τον Mike Leigh, πρόλογο, εισαγωγικά σημειώματα και διευκρινήσεις για να σου αρέσει. Ούτε συστάσεις.
Άνθρωποι με καθαρή ματιά οι αδελφοί αλληλοσυμπληρώνονται, αλληλοδιορθώνονται, από κοινού δημιουργούν αψεγάδιαστες ταινίες.
Θαρρείς και τα δυο μυαλά, τα δυο ζευγάρια μάτια κάνουν το προϊόν της δημιουργίας, σαν τα παιδιά λαμπερών ερώτων, μοναδικά.
Σε μια φυλακή υψηλής ασφαλείας, όπως το Rebibbia, μια ομάδα φυλακισμένων, βαρυποινιτών, ανεβάζουν με τη βοήθεια του σκηνοθέτη Fabio Cavalli μέρος του Inferno του Dante. Αυτό είναι η αφορμή για να δημιουργηθεί η ταινία. Επιλέχθηκε το έργο του Shakespeare “Julius Caesar”.
Επιλογή ήταν επίσης να διατηρηθούν οι προφορές των εγκλείστων, κυρίως από Νάπολι, ως δίδουσες μια άλλη ερμηνεία σε διαλόγους και κείμενα ενταγμένα σε άλλο ιστορικό πλαίσιο.
Το κείμενο είναι γεγονός, ακόμη και για προχωρημένους αναγνώστες, απέκτησε άλλη ερμηνεία με τη συμβολή των ερμηνευτών και των συντελεστών της ταινίας. Ο χώρος πρόσθεσε την ανάλογη δραματικότητα και πειστικότητα κατά συνέπεια.
Έργο με πολιτικές και κοινωνικές διαστάσεις, με την καθοδήγηση των σκηνοθετών εστιάζει σε θέματα σύγχρονα και άπτοντα των καταδικασμένων.
Ανέδειξε υποβόσκοντα και υπολανθάνοντα θέματα είτε προσωπικότητας είτε συλλογικότητας. Επανέφερε τον προβληματισμό για το τι είναι έγκλημα, φιλία, προδοσία, συνομωσία, ανάγκη, εκδίκηση, αδικία, ιδέα και όραμα κοινωνικού μετασχηματισμού.
Ελεύθερος ο προβληματισμός του θεατή, ελεύθεροι κατά την πρόβα οι κρατούμενοι. Ελεύθεροι να παλεύουν με τα φαντάσματα του παρελθόντος τους, τις ενοχές, τις αγωνίες τους για το μέλλον, το αδιέξοδο παρόν τους.
Η παρεμβολή διαλόγων και πράξεων, προσωπικών βιωμάτων κι εμπειριών εκτός κειμένου στιγμιαία αποπροσανατολίζει τον θεατή που γρήγορα αντιλαμβάνεται την πρόθεση των δημιουργών και το μέγεθος της ταύτισης με το αρχικό κείμενο. Αντιλαμβάνεται με τον παραλληλισμό την άλλη ερμηνεία του κειμένου. Το πρόβλημα εν ολίγοις των καταδικασμένων.
Αυτός κι η εγκληματική πράξη του, αυτός κι οι ανάγκες του, αυτός και η ομάδα, αυτός κι η κοινωνία, αυτός κι η κατακραυγή, αυτός και το αγριεμένο πλήθος, η μάζα.
Όσες άμυνες κι αν έχεις αναπτύξει για το θέμα φυλακή – εγκληματίας – δικαιοσύνη, το βέβαιο είναι ότι φθάνεις, όχι μόνο απλά να συμπαθείς, να συμπάσχεις με τον εγκληματία. Δρασκελίζεις στην άλλη πλευρά, εκείνη του κακού και καταχωνιασμένου εαυτού σου, αυτού που νόμισες ότι τον τακτοποίησες με νόμους και πρέπει. Κι όμως υπάρχει, σίγουρα έξω από εσένα, αλλά κυρίως μέσα σου και φθάνει κάτι, κάποιος, εσύ, μια ιδέα να τον τροφοδοτήσει και να γίνεις άλλος.
Ήταν βαρύς ο ήχος του κλεισίματος της πόρτας στην αρχή της ταινίας, αλλά ήταν αβάσταχτος στην αυλαία του έργου. Το ένιωσε ο καθένας. Κι αν δεν ήταν η τελευταία φράση του έργου δε θα φεύγαμε με ελπίδα για τον κόσμο, για την εξάλειψη του «κακού».
Αυτό μόνο με την τέχνη πατάσσεται. Αυτή είναι εξάλλου κι η άποψη των σκηνοθετών.

Σκηνοθέτες                                Paolo, Vittorio Taviani

Έργο                                         William Shakespeare “Julius Caesar”

Προσαρμογή                              Paolo, Vittorio Taviani

Σκηνοθέτης θεατρικού                Fabio Cavalli

Cassio                                       Cosimo Rega

Bruto                                        Salvatore Striano

Cesare                                      Giovanni Arcuni

Marcantonio                              Antonio Frasca

Decio                                       Vincenzo Gallo