9 Φεβρουαρίου 2016

Αράγια (Araya) – 1959

Επέλεξα να δω ένα ντοκιμαντέρ του 1959 που βέβαια το ανακάλυψε η Milestone Films και το κυκλοφόρησε το 2009, πενήντα χρόνια μετά την προβολή του, αναγνωρίζοντάς του τον τίτλο αριστούργημα. Προβλήθηκε την εποχή που ο δικτάτορας της Βενεζουέλας Marcos Perez- Jimenez ανατράπηκε και διέφυγε στο Μαϊάμι με 13 εκατομμύρια δολάρια αφήνοντας πίσω ανθρώπους σκλάβους να αγωνίζονται για την επιβίωση τους.
Είναι συναρπαστική δουλειά, είναι σαν αυτό που συνηθίζουμε να ονομάζουμε, παρ όλο που σαν κοινωνία σύμφωνα με τις στατιστικές δεν διαβάζουμε αρκετά, ποίημα.
Το έκανε η Margot Bennacerraf που παρουσιάζει την άγνωστη, τουλάχιστον σε μένα, Araya και την ιστορία των ανθρώπων της.
Araya είναι μία χερσόνησος στην Βενεζουέλα που ‘τοποθετήθηκε’ στο χάρτη και στην ιστορία γιατί παράγει αλάτι. Αλάτι που πλούτισε τους εκμεταλλευτές, κατακτητές και μη, και εκμεταλλεύτηκε μέχρι σκλαβιάς τους ντόπιους. Τόπος άνυδρος που τον εντόπισαν πρώτα, το 1550, οι άποικοι και φρόντισαν να εκμεταλλευτούν το προϊόν για χρόνια. Ένα εγκαταλελειμμένο φρούριο μαρτυρά την παρουσία τους στον χώρο.
Η Margot Benacerraf παρουσιάζει μια μέρα από την ζωή τριών οικογενειών, των Pereda, Salaz και των Ortiz. Τα μέλη της οικογένειας, ο καθένας στο πόστο του, δουλεύουν αγόγγυστα υπό συνθήκες, η λέξη ‘σκληρές’ είναι το ελάχιστον που μπορείς να χρησιμοποιήσεις εδώ, ως σύγχρονοι δούλοι θα ταίριαζε πολύ καλύτερα. Είναι ολιγαρκείς, σιωπηλοί, σύγχρονοι μάρτυρες για την εποχή που γυρίστηκε το ντοκυμαντέρ. Οι μεν Pereda σκάβουν όλη νύχτα για αλάτι, οι Salaz το φτιαρίζουν και το φορτώνουν, οι δε Ortiz ψαρεύουν και ουσιαστικά τρέφονται οι ίδιοι αλλά και τρέφουν τους υπόλοιπους της κοινότητας που αγοράζουν την ψαριά τους, όποια κι αν είναι. Το πλεόνασμα παστώνεται για τις δύσκολες μέρες. Το νερό διανέμεται με ένα βυτιοφόρο, η βλάστηση σχεδόν ανύπαρκτη.
Η δουλειά παραμένει σε οικογενειακό επίπεδο και η συμμετοχή όλων, ανδρών, γυναικών και μικρών παιδιών, αυτονόητα απαραίτητη.
Ασπρόμαυρα πλάνα, κοντινά, μακρινά με την ομορφιά σωμάτων, βλεμμάτων, φύσης, κύματος, κίνησης, ορίζοντα να περνάει τα όρια της φαντασίας σου. Αν δεν ήταν εικαστικά και ηχητικά αψεγάδιαστο δεν θα άντεχε κανείς τον μόχθο και την καταπόνηση, την αδιάκοπη εργασία, την σκληρή πραγματικότητα επιβίωσης εκείνων των ανθρώπων.
Η διαρκής κίνηση των σωμάτων τους, ο επαναλαμβανόμενος νυχθημερόν μόχθος. Μια ανθρώπινη μάζα που κινείται σαν μια τεράστια μηχανή, να παλεύει με το περιβάλλον. Θα είχες εξαφανισθεί κάτω από το βάρος της αδικίας και της κούρασης που περνάει από την οθόνη και σε βρίσκει στον αναπαυτικό καναπέ σου, αν δεν ήταν τόσο μαστόρισσα η σκηνοθέτις.
Λιπόσαρκα κορμιά, σμιλεμένα από την αλμύρα, κυριολεκτικά, ψημένα στον ήλιο, περνούν μπροστά από τον φακό και δεν καθρεπτίζονται, αλλά συνεχίζουν αυτά που χρόνια κάνουν σαν να υπακούν την ενδέκατη εντολή. Μάτια μεγάλα πλαισιωμένα από τις χαρακιές του ήλιου και της θάλασσας, φωτισμένα από την ολιγάρκεια της ύπαρξής τους.
Παιδιά υπομονετικά περιμένουν το στήθος της μάνας μυημένα από τα φασκιά στην υπομονή και στο ολίγον που δικαιούνται, σαν να είναι νομοτέλεια, στην καρτερικότητα και στη μη απαίτηση.
Ακόμη και οι τάφοι λιτοί, μόνα στολίδια τους τα κοχύλια που μαζεύουν παιδιά και μαζί με τις γιαγιάδες μετά εναποθέτουν για τους νεκρούς.
Τελετουργικά η κάμερα καταγράφει την ζωή και τον χώρο, το τοπίο, τις μορφές. Μυσταγωγία η εισαγωγή σου στην ζωή τους. Τόση διακριτικότητα, σεβασμός, αγάπη για το αντικείμενο της έχει η κάμερα.
Παρ όλη την ομορφιά που αφειδώλευτα χαρίστηκε στον θεατή θα περίμενε κανείς ότι ήθελε να του χαϊδέψει και τ’ αυτιά με παραμύθια.
Όχι! Ένα ‘όχι’ βρονταχτό. Δεν μένεις εφησυχασμένος. Μένεις, αν όχι εξεγερμένος, τουλάχιστον ντροπιασμένος για τα ατέλειωτα θέλω σου και τα παράπονα. Ντροπιασμένος για τα περιττά της ζωής σου, εκείνα που χρόνια τώρα συσσώρευες γύρω σου και συχνά, άθελα ή μη, στέρησες από άλλους.
Ο τρόπος που κινείται η κάμερα από τα δάχτυλα στα μάτια, στα δίχτυα και στα μπράτσα, στα κεφάλια, στα πενιχρά ενδύματα, στον ύπνο κατά γης, στο νερό που πηγαινοέρχεται αέναα, στην τελετουργική εναποθέτηση του κασμά και του φτυαριού, σε προβληματίζει και αναρωτιέσαι που ξέχασες από που ήλθες εδώ και που βρίσκεσαι. Βεβαίως στα 60 περίπου χρόνια που κύλησαν στο μεταξύ πολλά συνέβησαν. Όμως η δουλειά της Bennacerraf μπορεί να βρει σύγχρονους μιμητές για μια ανάλογη ανάδειξη του σήμερα. Η δουλειά που αναδεικνύει την δουλεία με μοναδική τέχνη.

Σκηνοθέτης: Margot Benacerraf
Σενάριο: Margot Benecerraf, Pierre Seghers
Φωτογραφία: Giuseppe Nisoli
Editing: Pierre Jallaud, Francine Grübert
Μουσική: Guy Bernard
Αφήγηση:
Γαλλικά: Laurent Terzieff

Ισπανικά: Jose Ignacio Cabrujas (έκανε και τη μετάφραση από τα γαλλικά)

7 Φεβρουαρίου 2016

Η Επιστροφή (The Revenant) - 2015

Σχεδόν τρίωρη, 156 λεπτά, η τελευταία ταινία του Αlejandro Gonzalez Iñárritu.
Tο ενδιαφέρον δεν είναι η διάρκειά της, αλλά το ότι την παρακολουθείς καθηλωμένη/ος, με κομμένη την ανάσα, συμμετέχοντας στον αγώνα του Hugh Glass (Leonardo DiCaprio) να επιβιώσει και να εκδικηθεί.
Η ιστορία είναι εν μέρει αληθινή μια και ο Hugh Glass είναι υπαρκτό πρόσωπο, ένας γνωστός θρύλος του 19ου αι.
Είναι κυνηγός αρκούδων, που δύσκολα δέχεται οδηγίες, ικανός, όπως τουλάχιστον σημειώνουν και οι εργοδότες του. Γνωρίζει πολλά, εν μέρει από τη συμβίωση με Ινδιάνους εξαιτίας του γάμου του. Από το γάμο του αυτό απέκτησε κι ένα γιο. Η φυλή και η σύζυγός του έπεσαν θύματα της βιαιότητας και εγκληματικότητας των λευκών στη διάρκεια μίας επιδρομής με αποτέλεσμα να χάσει την γυναίκα του.
Ο Iñárritu και ο σεναριογράφος Mark Smith, ναι μεν ακολούθησαν την ιστορία του Hugh Glass από το βιβλίο του Michael Punke, αλλά πήγαν πολύ πιο μακριά από μια απλή ιστορία επιβίωσης σε δύσκολες και δυσβάστακτες συνθήκες, καιρικές και συγκαιριών. Αναδεικνύουν αξίες όπως αυτή του δικαίου, της ελπίδας, της επιμονής στο στόχο, το σεβασμό της φύσης, του άλλου ανθρώπου, τη συγχώρεση. Η ταινία ξεκινάει με αίμα, πολύ αίμα, όταν οι κυνηγοί μετά από αρκετό κόπο, προετοιμαζόμενοι να φύγουν με μία καλή λεία, δέχονται επίθεση από τους Ινδιάνους της φυλής Αrikara. Τους εκδικούνται αυτοί γιατί οι λευκοί είχαν απαγάγει τη κόρη του αρχηγού τους.
Τα βέλη και τα τσεκούρια αφαιρούν την ζωή πολλών. Ένα μακελειό χωρίς προηγούμενο. Επιβιβάζονται τελικά με τα τομάρια σε μία βάρκα και πορεύονται κατά μήκος του ποταμού Missouri εκτεθειμένοι και ακάλυπτοι στον ελλοχεύοντα εχθρό. Σταματούν για να ακολουθήσουν την χερσαία οδό μέχρι τις εγκαταστάσεις του στρατού και των κεντρικών γραφείων της εταιρείας μίσθωσης των κυνηγών.
Εκεί ο Glass δέχεται επίθεση από μια αρκούδα και σχεδόν κατασπαράχτηκε! Τελικά επιβίωσε.
Η συγκεκριμένη σκηνή πολυσυζητήθηκε στο διαδίκτυο και άφησε παγκόσμια παγωμένους τους θεατές. Ακριβώς και δικαίως ο θαυμασμός. Πέραν κάθε ορίου ρεαλιστική, απεχθέστατη, αιματηρή, αγωνιώδης, ζωώδης. Μία τεράστια μάζα, η αρκούδα, χτυπάει σαν χταπόδι έναν άνθρωπο, τον Glass και, όταν πατάει με το πόδι της το κεφάλι του, συνθλιβόμαστε κι εμείς. Τα σάλια και τα χνώτα της τα νιώθουμε πάνω μας. Το πόνο από τα σπασίματα του Glass και τις πληγές των νυχιών της νιώθουμε στα μύχια της ψυχής μας. Η ομάδα όμως πρέπει να συνεχίσει. Το τραυματία τον μεταφέρουν με αυτοσχέδιο φορείο, αλλά σύντομα θα τον παρατήσουν, λόγω επιδείνωσης της υγείας του, τα δύσβατα μονοπάτια, το κρύο, το χιόνι, την απειλή των Ινδιάνων και… κάποιων τη γκρίνια.
Έναντι αμοιβής θα μείνουν να τον φροντίσουν μέχρι το τέλος ο γιός του, Hawk (Forrest Goodluck) και δύο συνάδελφοι κυνηγοί, ο John Fitzgerald (Tom Hardy) και ο Jim Bridger (Will Poulter).
Θα τον εγκαταλείψουν τελικά νεκρό-ζωντανό, αφού ο ένας εξ αυτών, ο Fitzgerald, είναι εγωκεντρικός, σκληρός, άνθρωπος του κέρδους και παραδόπιστος, φοβερά απάνθρωπος και σκοτώνει τον γιό του Glass για λόγους ρατσιστικούς - ήταν μιγάς Pawnee, δεν το φανερώνει στον Jim και τον πείθει, με πρόσχημα τους επερχόμενους Ινδιάνους, να θάψουν ζωντανό τον ανήμπορο τραυματία.
Εκεί ξεκινάει κι ο αγώνας του Glass να τους ξαναβρεί και να τους εκδικηθεί. Θα διανύσει 80 έως 200 χιλιόμετρα, υπάρχουν διάφορες εκδοχές στην πραγματική ιστορία. Έρποντας θα περάσει των παθών του των τάραχο, θα ζήσει με την απειλή του θανάτου κάθε λεπτό. Θα εξαντλήσει τα όρια του. Βλέπουμε τι σημαίνει επιβίωση στην άγρια φύση με αβυσσαλέο κρύο και πάγο, τι σημαίνει το νερό και το τι «δεν τρώω» επιλεκτικά. Θα φάει χόρτα, ωμά ψάρια, θα μείνει νηστικός συχνά, θα φάει ωμό συκώτι από βύσσωνα, θα κοιμηθεί μέσα στο σώμα σκοτωμένου αλόγου αφού του αδειάσει πρώτα τα εντόσθια, θα ευεργετηθεί και θα ευεργετήσει. Θα προστατευτεί και θα προστατεύσει μέχρι να φτάσει το στόχο του. Θα παλέψει με νύχια και δόντια, με τέχνη και τεχνάσματα. Το τέλος δικό σας.
Δεν έχει περιγραφή η αγριότητα των καιρικών συνθηκών, ούτε και του ανθρώπου. Μόνο στήριγμά του η εικόνα της γυναίκας του (Grace Dove) και κίνητρο για επιμονή και προσπάθεια η θηριωδία των λευκών προς αυτήν και την φυλή της, των Pawnee Ινδιάνων.
Ο τρόπος που σκέφτονται, ο τρόπος που επιβιώνουν, που βλέπουν τον θάνατο, ο τρόπος και οι ιδέες που του δίδαξαν βοήθημα και προτροπή.
Ο Ιñárritu έφτιαξε ένα έργο εξαιρετικής δύναμης. Δούλεψαν πολύ σκληρά όλοι τους, ακούραστα, σε άσχημες φυσικές συνθήκες, σε κρύο και παγετό, σε δυσκολίες εδάφους, για πάρα πολλές ώρες ώστε να τραβηχτούν οι σκηνές του φιλμ κάτω από φυσικό φως. Δικαιώθηκαν.
Πέρα από το άφθονο αίμα, τη σκληρότητα, τη βία, το κατασπάραγμα από ανθρώπους και ζώα, τη φρέσκια ξεσκισμένη σάρκα, η σκηνή γεμίζει από απέραντα επιβλητικά και πανέμορφα τοπία. Δεσπόζει η ομορφιά της φύσης και σου κόβει κι αυτή την ανάσα, όχι μόνο η αγωνία. Το νερό, το χιόνι, το ποτάμι σαν ολότητα, τα βουνά, τα στιβαρά δένδρα, ο τρόπος που τα κοίταξε και μ' έκανε κι εμένα το θεατή ο Emmanuel Lubezki, ο κινηματογραφιστής του φιλμ, να τα κοιτάξω.
Υπέροχα κοντινά, εδάφους, πανοραμικά πλάνα. Ανάσες, χνώτα, αίμα, σπαρτάρισμα, ένταση, πόνος, φόβος, πανικός, βία. Όλα αναδείχτηκαν προκειμένου να βιώσεις αυτήν την απύθμενη δύναμη της θέλησης για επιβίωση και εκδίκηση. Την θέληση να αψηφείς το θάνατο, να περιφρονείς, αν δεν τον αγνοείς, το πόνο, σωματικό και ψυχικό.
Ναι, ήταν όμως άλλες εποχές. 1823, 1824, αλλά ο άνθρωπος και οι ανάγκες του οι ίδιες. Η μουσική των Ryuichi Sakamoto, Alva Noto, μαζί στο σύρσιμο, στην νύχτα, στο πανδαιμόνιο, στη μάχη. Δυνατή και προσεγμένη. Πως θα μπορούσε άλλωστε αλλιώς;
Άφησα για το τέλος τον αγαπημένο άπειρων κοριτσιών Leonardo DiCaprio, που απόδειξε και πάλι πως, παρά το babyface του, είναι ένας ηθοποιός με μεγάλη τέχνη και ικανότητα. Απερίγραπτα πειστικός. Το αθώο πρόσωπό του το εγκατέλειψε. Όχι απλά το έκανε αγνώριστο, αλλά το κακοποίησε. Ερμήνευσε το ρόλο του, δεν επέτρεψε ούτε στιγμή να πούμε «ε, καλά μην τρομάζεις, είναι όλα ψέματα, σινεμά είναι αυτό». Γίναμε μαζί του ένα. Ένα στα χιλιόμετρα συρσίματος, ένα στον αγώνα επιβίωσης, τη πείνα, τη δίψα, το πόνο, την οργή, στο φόβο, την αγωνία, το όνειρο και το όραμα…
Ήταν μόνος του; Ε όχι, βέβαια. Ο σκηνοθέτης, ο μάγος της σκηνής, ο ρυθμιστής όλων, οι επιλογές δικές του, οι οδηγίες δικές του, οι απαιτήσεις δικές του, η αγωνία δική του κι αυτή. Αυτονόητα δική του και η επιτυχία.
Βγαίνεις από την αίθουσα και ενώ έχεις συμμετάσχει σ’ ένα τρίωρο απάνθρωπης διαβίωσης και συμπεριφοράς, διατηρείς την αισθητική και την ομορφιά του τοπίου. Αναρωτιέσαι μια ακόμη φορά το «τι είναι ο άνθρωπος;». Τι δεν μάθαμε πια για την δύναμη της θέλησης; Τι ήθελαν, ή μάλλον, τι ζητούσαμε εμείς από εκείνους τους γηγενείς; Τι τα θέλαμε τόσα δέρματα; Άξιζε τόσο αίμα για την αδηφαγία μας; Αφού μπορείς να επιζήσεις ακόμη και με πολύ λιγότερα, γιατί τόσος αγώνας για τα πολλά; Αδύναμος ο άνθρωπος, νόμισε ότι δάμασε την ίδια τη φύση, τη φύση του. Βέβαια, μέσα σε δύο αιώνες πολλοί μύθοι ανατράπηκαν κι άλλου είδους κυνηγοί προέκυψαν. Με τέτοιες σκέψεις, όμως και με μεγάλο θαυμασμό για την τέχνη του κινηματογράφου και των σημερινών της δημιουργών, εγκατέλειψα για μια ακόμη φορά τη σκοτεινή αίθουσα.
Αφήνω για τελευταία απλή απορία. Ο αγγλικός τίτλος σημαίνει εκείνος που επιστρέφει από ‘θάνατο’, ή από ‘μεγάλη απουσία’. Σε μερικές δε περιπτώσεις σημαίνει και ‘φάντασμα’ ή ‘απειλή’. Εν πάσει περιπτώσει αναφέρεται σε συγκεκριμένο πρόσωπο. Γιατί λοιπόν αφηρημένα ‘επιστροφή’ η μετάφραση στα ελληνικά;

Σκηνοθέτης: Ailejandro Gonzalez Iñárritu
Σενάριο: Alejandro Gonzalez Iñárritu, Mark L.Smith
Βιβλίο: Michael Punke
Φωτογραφία: Emmanuel Lubezki
Μουσική: Ryuichi Sakamoto, Alva Noto
Editing: Stephen Mirrioni
Ηθοποιοί
Leonardo DiCaprio: Hugh Glass
Tom Hardy: John Fitzgerald,
Domhnall Gleeson: Andrew Henry
Will Poulter: Jim Bridger
Forrest Goodluck : Hawk
Paul Anderson: Anderson
Isaiah Tootoosis: νεαρός Hawk
Arthur Redcloud: Hikuc
Grace Dove: σύζυγος του Hugh Glass

4 Φεβρουαρίου 2016

Νιότη (Youth - La giovinezza) - 2015

Πολυαναμενόμενη, αλλά εκ των υστέρων μία ταινία που δίχασε τους θεατές. Αγγλόφωνη για δεύτερη φορά, ο Sorrentino μας χάρισε ένα έργο τέχνης μία ακόμη φορά.
Βεβαίως και μου άρεσε.
Διάλεξε με προσοχή τους ηθοποιούς του, δεν θα μπορούσε να το κάνει καλύτερα και αφηγήθηκε την αγωνία του χρόνου που φεύγει και στερεύει, με όλα τα μέσα που διέθετε. Ήχο, εικόνα, διάλογο, ερμηνεία.
Στιλιζαρισμένη, συγκεκριμένης οικονομικής τάξης. Δεν πήγε σε φτωχογειτονιές, ούτε σε εξαθλιωμένα γηροκομεία προκειμένου να δείξει το γήρας. Διάλεξε για μια ακόμη φορά να σαρκάσει την ίδια τάξη, με την οποία και άλλοι συμπατριώτες του και συνάδελφοι ασχολήθηκαν, Antonioni, Fellini, Bertolucci. Σκεφτόμουν, γιατί άραγε αυτήν πάλι; Την τάξη των πλουσίων, του κόσμου της τέχνης; Εκτιμώ γιατί αυτήν εποφθαλμιούν, για δικούς τους λόγους ο καθένας, οι από πάνω αλλά και οι από κάτω.
Ο Fred (Michael Caine) και ο Mick (Harvey Keitel), δύο φίλοι που πλησιάζουν τα ογδόντα, κάνουν διακοπές σε ένα παλιό αλλά όμορφο, πολυτελές ξενοδοχείο/σανατόριο στους πρόποδες των Άλπεων, στην Ελβετία. Μαζί τους η Lena (Rachel Weisz), κόρη του Fred. Ο Fred, διάσημος συνθέτης και μαέστρος, είναι πια συνταξιούχος και δεν έχει καμία πρόθεση να επιστρέψει στην σκηνή, παρά τις πιέσεις της βασίλισσας Ελισάβετ, η οποία τον παρακαλεί να διευθύνει μια τελευταία φορά το γνωστότερο έργο του. Ο σκηνοθέτης Mick από την άλλη δουλεύει το σενάριο της νέας του ταινίας την οποία και ονειρεύεται να γίνει το αποκορύφωμα της καριέρας του, η διαθήκη του, όπως λέει. Οι δύο παλιοί φίλοι ξέρουν ότι ο χρόνος τους είναι μετρημένος και αντιμετωπίζουν το μέλλον ο καθένας με τον δικό του τρόπο. Κοιτούν με περιέργεια και τρυφερότητα τις μπερδεμένες ζωές των παιδιών τους, τα ανήσυχα γεμάτο ζωή νιάτα των σεναριογράφων που δουλεύουν με τον Mick, και τις αξιοπερίεργες στιγμές των διαφόρων ενοίκων του ξενοδοχείου. Κανείς δεν μοιάζει να ανησυχεί για τον χρόνο που περνά, με εξαίρεση τους δύο συμπρωταγωνιστές.
Η ταινία θέτει έντονο προβληματισμό με μικρούς διάλογους θα συμπλήρωνα, κυρίως ανάμεσα στους δυο τους. Μεγάλα θέματα που μας απασχολούν όλους, αλλά που αντιμετωπίζει με διαφορετικό τρόπο ο καθένας μας ανάλογα με την ηλικία του. Δεν θεωρώ ότι το σύντομο των διαλόγων ήταν αρνητικό στοιχείο. Δεν ψάχνω αναλύσεις ούτε μαθήματα. Οι νύξεις είναι αυτές που ανοίγουν τον δρόμο του προβληματισμού, αν δεν σε είχε απασχολήσει από πριν, ή που εφησυχάζουν αν το θέμα τους, αυτό των διαλόγων, το έχεις σκεφθεί.
Ο έρωτας, το σεξ, η ομορφιά, η φιλία, η τέχνη, η φυσική κατάσταση, οι φυσιολογικές ανάγκες και οι πνευματικές. Ο γονιός και το παιδί, ο γάμος και η διάρκειά του. Η προδοσία και η αφοσίωση. Η ανάγκη των συναισθημάτων. Η καταλυτική δύναμη των ονείρων και της τέχνης. Η παραίτηση από και η όρεξη για δημιουργία. Η απογοήτευση και η επιβράβευση. Η επιτυχία και η αποτυχία, το κόστος και των δύο. Η δημοσιότητα και η ιδιώτευση. Η υγεία και ο θάνατος.
Ίσως να παρέλειψα κάτι αλλά ήταν πολλά τα θέματα. Πως να τα χωρέσει κανείς σε μία ταινία όταν κοιτάς πίσω τη ζωή 80 χρόνων, άλλος με αποστασιοποίηση και άλλος με αδιαφορία; Η ευρηματικότητα του Sorrentino ακριβώς εκεί βρίσκεται. Ο Fred δήθεν αδιαφορεί και δεν θέλει να κοιτάξει πίσω, σαν να τράβηξε μία μονοκονδυλιά για το ποιος ήταν. Αυτό εισπράττουμε από την γλώσσα του σώματος και τις αντιδράσεις του. Όμως μέσα από αυτούς τους σύντομους διάλογους, πολλές φορές μονολεκτικούς, ξετυλίγεται το παρελθόν του και οι ανάγκες του, οι ακυρώσεις επιθυμιών, οι προσδοκίες και απογοητεύσεις, οι λάθος κατηγορίες.
Ο δε Mick, λαλίστατος, παρορμητικός, ενθουσιώδης, κοιτά μπροστά και περιγράφοντας το ‘μπροστά’ ξετυλίγεται το παρελθόν του. Ο ένας τους τελικά από το τίποτα φθάνει στην μέγιστη επιτυχία και ο άλλος από την επιτυχία στον απόλυτο μηδέν. Διστάζω να σχολιάσω το πως ο Sorrentino αφηγήθηκε αυτόν τον προβληματισμό, μια και τυγχάνει να είναι και ο προσωπικός μου.
Εντυπωσιακή η Brenda (Jane Fonda), η πολυσυζητημένη πρωταγωνίστρια του κύκνειου άσματος του Μιck. Ένας διάλογος μαζί της, μάλλον δικός της μονόλογος ήταν, γίνεται καταπέλτης για το μέλλον του κινηματογράφου, για το παρόν και τέλος του Mick. Ο Mick, ο σκηνοθέτης και φίλος της, και κατά τη γνώμη του ο δημιουργός της καριέρας της, κάτι που εκείνη αρνείται να παραδεχθεί, όχι μόνο αμφισβητείται αλλά ακυρώνεται με ολέθρια συνέπεια.
Η φωτογραφία; Τα είπε όλα με μία, νομίζω, κίνηση της κάμερας. Δεν χρειάσθηκε να μου περιγράψει κανείς την ρουτίνα της κάθε μέρας του ξενοδοχείου/σανατορίου, ακόμη και εν μέσω πολυτελείας. Το κατέδειξε. Το ειδυλλιακό του Ελβετικού τοπίου σε όλο του το μεγαλείο. Η κάμερα να καταγράφει λεπτομέρειες που ίσως και να θεωρηθούν υπερβολικές. Η έκφραση στα μάτια, το δάκρυ που θα κυλούσε αλλά η φλεγματικότητα που το συγκράτησε. Κάμερα που ακολούθησε τις μικρές λεπτομέρειες ακόμη και στις φλέβες των αγελάδων. Το μελανιασμένο πόδι, εξαιτίας βάρους και κυκλοφοριακού προβλήματος του διάσημου ποδοσφαιριστή, παραπέμπει εδώ στον Diego Maradona (Rolly Serano), είπε πολλά για το άλλοτε χρυσό πόδι. Δεν έχουν τέλος οι στάσεις του ματιού, όπως εκείνη στο κόμπο, στο λαιμό της σοπράνο Sumi Jo, στο βλέμμα του διάσημου ηθοποιού Jimmy Tree (Paul Dano) ενοίκου και αυτού του ξενοδοχείου, που μαθαίνει παρατηρώντας. Τον ένοιωσα καθαρά πως συνεχώς κατέγραφε κινήσεις και τρόπους. Ήταν στο τέλος που ομολογήθηκε. Εμείς αντλούσαμε πληροφορίες, μαθαίναμε από τις ανείπωτες σκέψεις.
Λεπτομέρεια, λεπτομέρειες, ποιότητα.
Άφησα για το τέλος τη μουσική γιατί από μένα και πιστεύω πολλούς άλλους θεατές θα θεωρηθεί συμπρωταγωνίστρια.
Ήταν μέρος αναπόσπαστο του μύθου και αξιοθαύμαστος συντελεστής της επιτυχίας της ταινίας. Μιλούσε από πριν προκειμένου να σε προετοιμάσει γι αυτό που ακολουθούσε. Έκανε στην άκρη διακριτικά κατά την εξέλιξη του συμβάντος, θριάμβευσε και δήλωσε ‘αδιάντροπα’ παρούσα στην ‘ανύψωση’.
Εξαιρετικοί οι καλλιτέχνες που συμμετείχαν. Η σοπράνο Sumi Jo, ο Αμερικανός κιθαρίστας Μark Kozelek, και η Paloma Feith.
Θέλω να είμαι δίκαιη και με τους αφανείς όπως τον editor, ή τους υπεύθυνους καλλιτεχνικά. Τους ενδυματολόγους και τους μακιγιέρ. Έκαναν όλοι τους εξαιρετική δουλειά.
Όλοι αυτοί κάτω από την ράβδο του σκηνοθέτη δημιούργησαν ένα άρτιο έργο. Ένα έργο που αν σας αφήσει ασυγκίνητο θα είναι θέμα, πιστεύω, μόνο της ηλικίας σας.

Σκηνοθέτης: Paolo Sorrentino
Σενάριο: Paolo Sorrentino
Φωτογραφία: Luca Bigazzi
Μουσική: David Lang
Εditing: Cristiani Travaglioli
Ηθοποιοί
Michael Caine: Fred Ballinger
Harvey Keitel: Mick Boyle
Rachel Weisz: Lena Ballinger
Paul Dano: Jimmy Tree
Jane Fonda: Brenda Morel
Roly Serrano: Diego Maradona
Alex Macqueen: Queen's emissary
Luna Zimic Mijovic: νεαρή μασέρ
Ed Stoppard: Julian Boyle, γιός του Mick
Sumi Jo: σοπράνο
Paloma Faith: pop τραγουδίστρια
Mark Kozelek: Αμερικανός κιθαρίστας ,τραγουδιστής
Mădălina Diana Ghenea: Miss Universe