27 Νοεμβρίου 2011

Έχουμε Πάπα (Habemus Papam) - 2011

Η νέα ταινία του Νάνι Μορέτι ανάλαφρη εκ πρώτης όψεως και ρηχή όπως ίσως θα έλεγαν ή λένε οι πολέμιοί της, έρχεται και θέτει «εαυτόν» ενώπιον της ευθύνης και των υπαρξιακών μας ορίων.
Η σύγκρουση των ορίων μας μεγιστοποιείται όταν τίθεται ενώπιον του πλήθους. Εκκλησία, επιστήμη, ευθύνη, όρια. Τέσσερις παράμετροι πάνω στις οποίες δομείται η ταινία. Τους ήρωες του τους αγαπάει ο Μορέτι ανεξάρτητα από το πόσο στοχαστική και διερευνητική είναι η ματιά του και κατά συνέπεια η δική μας. 
Οι θεσμοί δέχονται την καυστική κριτική του και οι εκφραστές τους, ψυχαναλυτής, Πάπας, Καρδινάλιοι, πιστοί αγκαλιάζονται από τον θεατή, είτε γελάς με τον Μελβίλ, ψυχαναλυτής και αποδιδόμενος από τον ίδιο τον σκηνοθέτη ή δακρύζεις με τον Πάπα, εξαιρετικά ερμηνευμένο από τον Μισέλ Πικολί.
Οι Καρδινάλιοι αποκτούν, παραμένοντας έγκλειστοι για 3 ημέρες και έχοντας μπροστά τους την απειλή του ακέφαλου ποιμνίου, την σε εκκρεμότητα εντολή  του Θεού καθώς και το αναμένον πλήθος, ανθρώπινη διάσταση. Γερασμένα μεν, αλλά άδολα παιδάρια διασφαλίζουν το αλάθητο εξ αγνοίας της Εκκλησίας. 
Οι πιστοί της Καθολικής Εκκλησίας θα θυμώσουν γιατί εκλείπει από το έργο η Πίστις και ο λόγος του Θεού, οι δε εκπρόσωποι του Θεού υπολείπονται του κύρους και της ικανότητας, της έμπνευσης, της δύναμης που η ευλογία του Κυρίου θα έπρεπε να είχε προσδώσει στους εκφραστές του Λόγου του. Απογυμνωμένοι, κοσμικοί, χωρίς την ένδυση ψυχής, παρά μόνο αυτή  των αμφίων τους και τα του τελετουργικού κανονισμού τους. 
Οι άλλοι, οι μη θρησκευόμενοι, θα πουν και γιατί όχι. Άνθρωποι και αυτοί, ο μεν Πάπας να μην μπορεί να φέρει σε πέρας έργο εξ Άνωθεν ανατεθειμένο, ο δε ψυχίατρος μπρος στην ευθύνη ίασης της  επιλογής του Κυρίου ανακαλύπτει τη δική του ανικανότητα. Αμφότεροι άνθρωποι που η ευθύνη καθορίζει τα όρια στα οποία θα κινηθούν ενώ το κοινό, Καρδινάλιοι και πλήθος παραμένουν ατάκτως ερριμένα. 
Το θέατρο θα ήταν μια ευκαιρία για να αποκατασταθούν τα όρια, οι πράξεις, να συνεχισθεί το έργο όλων αν ήμασταν καλοί ηθοποιοί και δεν είχαμε απορριφθεί ως μη ικανοί να το υπηρετήσουμε. Μόνο έτσι θα δικαιολογείτο η αναφορά στον Τσέχωφ, την θεατρική ομάδα, τον διαταραγμένο ηθοποιό και απογοητευμένο παρά λίγο Πάπα από τον σκηνοθέτη και σεναριογράφους. 
Το «Habemus Papam», ο τίτλος, αναφέρεται στη λατινική φράση που αναφωνείται όταν χρίζεται νέος Πάπας και σημαίνει "Έχουμε Πάπα!" στην εν λόγω ταινία μπορεί να σημαίνει «Ουφ Επιτέλους η λύση», αλλά και «Αμήν, η ευλογία επάνω μας».Δάκρυα και γέλιο, τρυφερότητα και ελαφρότητα, χαλαρά και προβληματισμένα. Συγκατάβαση και αυστηρή αμφισβήτηση, το Habemus Papam.

Bright Star - 2009

Βρισκόμαστε στο 1818, στα προάστια του Λονδίνου και συγκεκριμένα στο Hampstead.
Τίποτα δεν θα το έκανε σημαντικό σαν είδηση αν εκεί δεν εξελισσόταν μια ιστορία αγάπης, αυτής που υπήρξε ανάμεσα στον Άγγλο ποιητή John Keats και την Fanny Brawne, αυτήν που η Jane Campion έκανε ταινία με πρωταγωνιστές τους Abbie Cornish, Ben Whishaw (Perfume), Paul Schreider, Kerry Fox. Το Bright Star, είναι ο τίτλος της ταινίας, αλλά επίσης τίτλος του γνωστού ποιήματος του John Keats.
Το σενάριο και η σκηνοθεσία (και τα δύο της Jane Campion) θα μπορούσαν να δημιουργήσουν μια ταινία που φλερτάρει χαρακτήρες της Jane Austen χωρίς όμως τις απόλυτες βρετανικές ιδιαιτερότητες αυτής. Η Fanny Brawne δεν είναι τόσο δυναμική και εξέχουσα, ως Emma αλλά ούτε κι ο Ben Whishaw ως John Keats έπεισε ως ακέραιος, δυναμικός, υπερόπτης Mr Darcy (Pride and Prejudice).
Η ταινία θα ήταν ένα από τα χιλιάδες απογευματινής προβολής δράματα, αν δεν είχε την εξαίρετη ερμηνεία της Abbie Cornish ως Miss Brawne, την καταπληκτική φωτογραφία του Greig Fraser και την αργή, λεπτομερή, διστακτική κάμερα της Campion. Αυτή τη ματιά που ξέρει σε ποια λεπτομέρεια σταματάει, ποια ακροδάχτυλα αγγίζει, ποια βλέμματα φέρνει κοντά.
Χωρίς ούτε μια ερωτική σκηνή δημιούργησε ερωτική επιθυμία, αυτήν που η Campion θέλει να αποδίδει σε μας μέσω των απελευθερωμένων ακόμη και εν μέσω του 19ου αιώνα διαβιούντων γυναικών της. Αγγίζει και επιχειρεί να πλησιάσει επικίνδυνα ένα χώρο ανδροκρατούμενο, αυτού του lust. Μόνο γι’ αυτό αφήνονται στη άκρη, η αδύναμη η ερμηνεία του Ben Whishaw, ως John Keats, του Mr Brown, ως καρικατούρα, μια και καμία διευκρίνιση δεν δίνεται για την προσήλωσή του στον ποιητή, η καθ όλου αγγλική προφορά της Fanny, η ασυνέχεια της προσήλωσης της στην δημιουργική ραφή, η ιδιαίτερα για την εποχή απελευθερωμένη Mrs Brawne.
Βεβαίως με μεγάλη προσοχή και επιφύλαξη στεκόμαστε μπροστά σε γίγαντες της λογοτεχνίας και αφηνόμαστε, όπως εξάλλου συμβαίνει σε όλες τις ιστορίες με αληθινά πρόσωπα. Διακατεχόμεθα από μια βεβαιότητα ότι πρόκειται περί αληθείας και όχι αδυναμίας τεχνικής, καλλιτεχνικής ηθοποιίας, μέσων ή άλλου.
Την ταινία, για το πάθος που εξέλιπε από τη ζωή μας και την δυναμική των γυναικών της J. Campion, θα την συνιστούσα και την ξαναέβλεπα. Θα την ξαναέβλεπα για την θεσπέσια απαγγελία των ποιημάτων του John Keats, για την αποθέωση αυτής της γραφής μέσω των εικόνων.

Μέσα από τις φλόγες (Incendies) - 2010


Ιστορικό δράμα και οικογενειακή τραγωδία θα  ήταν η μικρότερη περίληψη του έργου.
Η υπόθεση, δύο δίδυμα αδέλφια ξεκινούν ένα επίπονο οδοιπορικό τόσο για τον θεατή όσο και για τους ίδιους από τον Καναδά στην Μέση Ανατολή, όπως τους προέτρεψε μια αινιγματική διαθήκη εκ μέρους της μητέρας τους. Η Ζαν και ο Σιμόν, τα δίδυμα αδέλφια, πρέπει  να βρουν τον πατέρα τους, τον οποίο νόμιζαν νεκρό και τον αδελφό τους, την ύπαρξη του οποίου ούτε καν υποπτευόταν. Τίποτε δεν είναι όπως το περίμεναν ή όπως φαινόταν στην αρχή. Η μία ανατροπή δίνει την θέση της στην άλλη ενώ παράλληλα ανασυντίθεται η πολυτάραχη και βασανισμένη ζωή της μητέρας και αλληγορικά της πατρίδας της.
ΣΚΗΝΟΘΕΣΙΑ: Ντενί Βιλνέβ
Ξεκινάει να δει κανείς το Μέσα από τις φλόγες (αυθεντικός τίτλος Incendies) με δεδομένα:
- ο φαύλος κύκλος της βίας στην Μέση Ανατολή
- Θεατρικό έργο μεταφερόμενο στην οθόνη
- γνωστός ο θεατρικός συγγραφέας. Καναδολιβανέζος, Βάιντι Μουαβάντ σε θέματα μνήμης, κληρονομίας, εξορίας.
- εμπνευσμένο το έργο από την αληθινή ιστορία της Σούχα Μπεχάρα.
Θεατρικό δεν είναι γιατί έχει δράση, ανοιχτούς χώρους, μάχες, εναλλαγές τοπίων.
Ο συγγραφέαςουσιαστικά έκανε ένα μεγάλο δώρο στον σκηνοθέτη ομολογουμένως ταλαντούχος Ντενί Βιλνέβ, την δύναμη του μύθου δοσμένου με αριστοτεχνικότητα την οποία αυτός πήρε αξιοποίησε, τελειοποίησε.
Εμείς συγκλονισμένοι παρακολουθούσαμε την εξέλιξη του μύθου με το κεντρικό πρόσωπο, την μάνα, απούσα αλλά μόνο ως ρόλος. Η μνήμη της όπως η μνήμη των λαών κυρίαρχη στην πορεία αναζήτησης ταυτότητας για τον λαό αλλά επί της των διδύμων παιδιών της Σιμόν και Ζαν. Την τραγωδία ενός λαού δύσκολα συνειδητοποιείς. Όμως με πόνο συνειδητοποιείς  μέσα από την τραγωδία της οικογένειας , ότι το δικαίωμα να ορίζεις τον εαυτό σου, τις επιλογές σου, τις προτιμήσεις σου, τις ιδέες, τα πιστεύω σου, την ζωή σου σημαίνει ψυχική και σωματική εξόντωση, ταπείνωση, εξευτελισμό, στέρηση ελευθερίας, πόνο και αίμα. Τίμημα ακριβό.
Έτσι είναι, βάφονται τα ποτάμια με αίμα, ποδοπατούνται οι ανθρώπινες ψυχές, όπως αυτή της Ναβάλ Μαρβάν, της μάνας.
Το τέλος της ταινίας αφήνει αναπάντητη και χλωμή την συνέχεια ενός επίπονου αγώνα. Γίνεται μελό, αδύναμο, βιαστικό, θα έλεγα εγώ, σαν μια δικαστική υπόθεση που πρέπει να κλείσει. Μόνο που το αίμα είναι και παραμένει ανεξίτηλο. Ο Ντενί Βιλνέβ επέλεξε να κλείσει άχρωμα τον κύκλο του αίματος.

Ίσως αύριο (In a better world) - 2010


In a Better World (Original title: Hævnen) is a 2010 drama film directed by Susanne Bier and written by Anders Thomas Jensen. It stars Mikael PersbrandtTrine Dyrholm and Ulrich Thomsen in a story which takes place in small-town Denmark and a refugee camp in Africa. Its original Danish title is Hævnen, which means "The Revenge". The film is a Danish majority production with co-producers in Sweden. It won the 2011 Golden Globe Award for Best Foreign Language Film and the Best Foreign Language Filmat the 83rd Academy Awards.[1]
Το ίσως Αύριο (αυθεντικός τίτλος Haevnen) ένα φίλμ του 2010 που σκηνοθέτησε η Σούζαν Μπίερ και έγραψε ο Άντερς Τόμας Τζένσεν. Πρωταγωνιστούν Μικαέλ Πέρσμπαντ, Τρίνε  Ντίρχολμ και Ούλριχ Τόμσεν σε μια ιστορία που λαμβάνει χώρα σε μία μικρή πόλη της Δανίας και σε ένα καταυλισμό προσφύγων στην Αφρική. Ο αυθεντικός τίτλος σημαίνει η Εκδίκηση. Το φίλμ ήταν μία παραγωγή Δανίας κατά κύριο λόγο με συμπαραγωγούς στην Σουηδία. Κέρδισε το Χρυσο του 2011 για το καλύτερο ξενόγλωσσο φίλμ στη 83η απονομή βραβείων Όσκαρ.
Βία, υπεροχή, δύναμη και η αντιμετώπιση της, η δυνητικότητα του καλύτερου κόσμου, το θέμα της τελευταίας ταινίας της Σούζαν Μπίερ.
Είναι μαστόρισσα στην ένταση, σύγκρουση, την κάθαρση.
Δύο παιδιά, δύο οικογένειες, δύο ήπειροι και η βία του δυνατού. Θύματα στα σχολεία, στο δρόμο, στον καταυλισμό και το καλό, προσωποποιημένο, αγωνίζεται για την διαμόρφωση της άλλης πραγματικότητας του υπάρχει «καλύτερο».
Το τι οδηγεί σ αυτή την βία μόνο στο οικογενειακό επίπεδο το άγγιξε, το άλλο στον υπόλοιπο κόσμο το κατέγραψε.  Ίσως δεν γνώριζε ή επέλεξε να μην το πει. Λόγος γίνεται για το πώς της αντιμετώπισης της, σαν η κατάσταση, οι πράξεις να μην έχουν αιτία. Σαν να λέει «πάνε και βρες το». Εγώ, η τέχνη, νύξεις κάνω, καταγραφές, αθώες ή μη εσύ ακολουθείς κι εγώ σε καθηλώνω. Ο Αρανόφσκυ είχε πει σε μία συνέντευξη ότι «αν κατορθώσω με την ταινία να σε βάλω σε μία κίνηση έχω πετύχει». Με  αυτή την έννοια η SB πέτυχε. Άφωνοι την παρακολουθούν οι θεατές.
Τα ερωτήματα πολλά όπως και τα συναισθήματα.
Θάνατος, αρρώστια, πόνος, διαζύγια, αγωνία, διακρίσεις, υπανάπτυξη, αθλιότητα της ανθρώπινης ζωής, φτώχεια, οργάνωση, αναρχία, σύμβαση, καθωσπρεπισμός, προσποίηση, ψέμα, αμφισβήτηση, εγρήγορση, παιδιά, μεγάλοι.
Ο πόνος ένας.
Ο θάνατος και αυτός ένας.
Ο πόνος της απώλειας ίδιος.
Η προσβολή ίδια.
Το  αίσθημα αδικίας ίδιο.
Τα παιδιά αθώα.
Η ενηλικίωση διαφορετική.
Η  βία μία.
Εμείς απέναντι της διαφορετικοί.
Τα παιδιά μεγαλώνουν διαφορετικά.
Εδώ κι εκεί.
Στην ίδια χώρα κι αλλού.
Το καλό διδάσκεται;
Το καλό ξεχνιέται;
Η βία επιλέγεται;
Οι συνθήκες η αιτία;
Απάντηση δίνει ο καθένας προσωπική.