13 Μαρτίου 2016

Το Δωμάτιο (Room) - 2015

Την ταινία του Lenny Abrahamson είδα μετά την απονομή των Oscar και με την πρωταγωνίστρια Brie Larson ως Joy "Ma" να έχει πάρει, όχι αδίκως, το αγαλματάκι της καλύτερης πρωταγωνίστριας.
Μία πρωτότυπη παραγωγή μετέφερε αξιόλογα το βιβλίο της Emma Donogue στην οθόνη.
Το ‘πρωτότυπη’ το δικαιολογεί διότι το πρώτο μέρος της ταινίας γυρίστηκε σε ένα πολύ μικρό χώρο, 3.5 επί 3.5 μέτρα. Παρ’ όλα αυτά είχε εξαιρετικά πλάνα και αφηγηματικότητα χωρίς κενά.
Η Joy βρίσκεται για εφτά χρόνια κλεισμένη σε αυτό τον ασφυκτικό χώρο μετά την απαγωγή της στα δεκαεπτά της από τον OldNick (Sean Bridgers). Σε αυτό τον χώρο θα γεννήσει τον γιο της Jack (Jacob Tremblay), που είναι ήδη πέντε χρονών, όταν ξεκινάει η ταινία. Θα κατορθώσει να βγάλει έξω το παιδί ξεγελώντας τον απαγωγέα και στην συνέχεια θα ελευθερωθεί και η ίδια. Εμείς θα παρακολουθήσουμε στην συνέχεια την προσαρμογή τους μετά την απόκτηση της ελευθερίας τους.
Οι συνθήκες όπου ζουν είναι άθλιες με το παιδί να αγνοεί, επιλογή της μαμάς του, την ύπαρξη του έξω κόσμου. Όταν θα αποφασίσει να του μιλήσει για τον αληθινό κόσμο, κρίνοντας ότι ήρθε η κατάλληλη ώρα και ηλικία, ήδη έχει αποφασίσει και αρχικά δρομολογεί την απελευθέρωση του με την ελπίδα να επιτευχθεί αυτή τελικά και για τους δυο τους.
Μία ιδανική και πολύ στενή σχέση μάνας παιδιού. Αναρωτιέμαι και ίσως οι ειδικοί γνωρίζουν αν θα μπορούσε να ήταν διαφορετική. Επιθετική ή παρεκκλίνουσα. Διατηρεί ηρεμία και ποιότητα στην συμπεριφορά μέχρι απορίας.
Το πρώτο μέρος της ταινίας , μέσα στο δωμάτιο, είναι εξαιρετικό, άρτια δομημένο, με καλή ροή, αξεπέραστες ερμηνείες από την μάνα και το αγόρι, τρυφερές σκηνές, καλοφωτισμένες. Παρακολουθείς με την βαθιά πεποίθηση, αν δεν ξέρεις την ιστορία, ότι είναι μία εμβάθυνση στην σχέση μάνας - γιου, ή η ανάπτυξη και ο κόσμος του παιδιού σε άθλιες συνθήκες. Μέχρι να εμφανισθεί ή να αναφερθεί ο απαγωγέας θεωρείς ότι είναι φυλακή ή κάποιο φθηνό τριτοκοσμικό ίδρυμα.
Καθηλωτική η πρώτη ώρα. Το κατάφεραν ο σκηνοθέτης, ο φωτογράφος και οι ερμηνείες των δύο, Joy και Jack.
Και ενώ ακολουθείς με αμείωτο, θα έλεγα, με αυξανόμενο ενδιαφέρον το πρώτο μέρος, είναι το δεύτερο μέρος που ουσιαστικά μεταβάλει την ταινία σε μέτρια.
Αν αφαιρέσεις τον μικρό που εξακολουθεί να ερμηνεύει άψογα, ακόμη και η πρωταγωνίστρια αφέθηκε, σαν να κουράστηκε. Την έχασε κι ο φακός. Μάλλον εκείνος δεν ήξερε που να εστιάσει. Απορούσα βέβαια πως χρειάστηκε να φθάσει να νοσηλευτεί η Joy, δηλαδή που με προετοίμασε γι αυτό; Δεν έπεισε η δήθεν σταδιακή αύξηση του ψυχολογικού δράματος της; Περισσότερο το φανταζόμασταν παρά που το είδαμε. Όσο για τον πατέρα της και τους άλλους ενήλικες, δεν έχω να προσθέσω τίποτα. Ήταν απλά άχρωμοι και προβλεπόμενοι.
Δεν είδα την έκπληξη του μικρού για τον κόσμο, την περιέργεια. Είδα μερικά κλισέ, το ανάποδο πιάσιμο του τηλεφώνου, τα κέικ που θα κάνει με την γιαγιά. Δεν είδα ούτε την υποτιθέμενη προσκόλληση στην μητέρα του, την επικοινωνία που είχαν οι δυο τους.
Η αστυνομία άψογη, η περίθαλψη, η γειτονιά, η οικογένεια επίσης. Ένας ιδανικός κόσμος όπως θα πρεπε να είναι και να λειτουργεί. Όμως πολύ εξιδανικευμένος για να είναι αληθινός και σ’ αυτήν την προσπάθεια, της ωραιοποίησης, παρέσυρε προς τα κάτω και την ταινία.
Είχα την αίσθηση ότι άλλαξε ο σκηνοθέτης, ή σαν να υπήρξε πίεση και καθοδήγηση έξωθεν για περισσότερο εύπεπτο σινεμά.
Κρίμα, γιατί θα μπορούσε να είναι μία πραγματικά ξεχωριστή ταινία. Το θέμα υπήρχε, μάλιστα δυνατό, οι ηθοποιοί έδειξαν ότι μπορούν, οι Lenny Abrahamson και Danny Cohen τα πήγαν αρχικά καταπληκτικά. Αναρωτιέμαι. Αν ήθελε να δείξει ότι όλοι τους τα είχαν ‘χαμένα’, κυρίως τελικά τα έχασε κι ο θεατής. Από πολύ ψηλά κατάφερε και μας προσγείωσε απότομα. Δεν θα την ξαναέβλεπα, αλλά δεν ξέρω αν θα ήθελα και να τη χάσω. Κι αυτό γιατί, όπως έγραψα, είναι μία ιδιαίτερη ταινία από άποψη δυσκολιών, ο μικρός χώρος και το ενδιαφέρον θέμα.

Σκηνοθέτης: Lenny Abrahamson
Σενάριο: Emma Donogue (συγγραφέας του βιβλίου Room, που μεταφέρθηκε στην οθόνη)
Φωτογραφία: Danny Cohen
Μουσική: Stephen Rennicks
Μοντάζ: Nathan Nugent
Ηθοποιοί
Brie Larson: Joy "Ma"
Jacob Tremblay: Jack
Joan Allen: Nancy μητέρα
William H.:Macy Πατέρας
Sean Bridgers: Old Nick, απαγωγέας
Tom McCamus: Leo, πατριός της Joy

2 Μαρτίου 2016

Μία δεύτερη Ευκαιρία (En Chance Til) - 2014

Επέστρεψε η σκηνοθέτης Susanne Bier και ο συχνά συνεργάτης και σεναριογράφος Anders Thomas Jensen με το κοινωνικό, ψυχολογικό δράμα «Μία δεύτερη Ευκαιρία».
Δύο αστυνομικοί, ο Andreas (Nikolaj Coster-Waldau) και ο Simon (Ulrich Thomsen) ζουν πολύ διαφορετικές ζωές.
Ο Andreas απολαμβάνει την ζωή, με την όμορφη σύζυγό του Anne (Maria Bonnevie) και το νεογέννητο αγόρι τους, Alexander, ενώ ο Simon βρίσκει παρηγοριά στα μπαρ και το ποτό προκειμένου να ξεπεράσει το πρόσφατο διαζύγιο. Μια αποστολή ρουτίνας παίρνει άλλη ροπή όταν καλούνται στο διαμέρισμα ενός ζευγαριού χρηστών ουσιών, Tristan (Nikolaj Lie Kaas), Sanne (Lykke May Andersen) που καυγαδίζουν ουρλιάζοντας ενώ ένα αφρόντιστο μωρό, Sofus, το μωρό τους, κλαίει πασαλειμμένο με τις ακαθαρσίες του.
Μία οικογενειακή τραγωδία, θα σπρώξει τον συνετό και αξιοπρεπή Andreas να προβεί σε πράξη που τον οδηγεί όχι απλά σε αδιέξοδο αλλά στην άβυσσο. Απομένει στον φίλο και συνάδελφο Simon να αποκαταστήσει την τάξη. Μία ταινία που όντως σε κρατά όμηρο μέχρι το τέλος με αμείωτη την ένταση και απρόβλεπτη την εξέλιξη.
Ποια είναι τα όρια ανάμεσα στο σωστό και λάθος, στο δίκαιο και άδικο; Πότε ο άνθρωπος περνά τα όρια του νόμου; Πότε παίρνει την λύση στα χέρια του; Πότε κι αν πρέπει η πολιτεία να παίρνει τα ανήλικα από τους γονείς θεωρώντας ότι χρήζουν φροντίδας εκτιμώντας ότι υπολείπονται σε γονική μέριμνα και φροντίδα;
Αναπάντητα ερωτήματα από την πλευρά των δημιουργών. Τα προκαλούν αλλά δεν τα απαντούν. Για μένα ορθώς. Μπορεί ο καθένας να απαντήσει μόνος του και σύμφωνα με τις συνθήκες και περιοχή του πλανήτη όπου ζει. Το τράνταγμα, το ερέθισμα ηπιότερα, όπως θα το χαρακτηρίζαμε, το δίνουν.
Η Susanne Bier καταπιάνεται με δύσκολα θέματα. Πάντα όμως δίνει μία ανθρώπινη διέξοδο. Δεν σε αφήνει άρρωστο. Προβληματισμένο και ανήσυχο σε κρατά. Το ίδιο κάνει κι αυτή την φορά.
Οι αντιθέσεις στους χώρους, στις κατοικίες, στα ρούχα, στην φροντίδα των μωρών, τα ψυχρά χρώματα και o χαμηλός φωτισμός βοηθούν την ένταση και την εξέλιξη της ιστορίας.
Οι ηθοποιοί της ικανότατοι. Θα ήθελα να υπογραμμίσω τον Nikolaj Coster-Waldau, όχι γιατί ήταν πρωταγωνιστής αλλά γιατί με συνεπήρε η τρυφερότητα του με τα μωρά. Είναι ευκολότερο να υποδύεσαι τον κακό παρά τον τρυφερό. Δεν συγκρίνεται η μπουνιά και η φωνή με την κίνηση, χάδι στο μάγουλο ενός μωρού. Τοποθετώ, γι αυτόν τον λόγο, δεύτερο στην προτίμηση μου τον Nikolaj Lie Kaas. Η φωτογραφία του Michael Keith Snyman, πολύ καλή, με εναλλαγή εστιάζει στο πρασινογάλαζο των ματιών απάντηση στην άποψη ότι εν δυνάμει όλοι είμαστε καλοί και κακοί. Οι περιστάσεις είναι αυτές που αναδεικνύουν το καλό ή κακό μάτι και κατά συνέπεια πράξη.
Ήταν ίσως, μέσω της κάμερας, μία από τις απαντήσεις που έπρεπε να δοθούν και δεν δόθηκαν στα ηθικά ερωτήματα που τέθηκαν.

Σκηνοθέτης: Susanne Bier
Σενάριο:Anders Thomas Jensen
Φωτογραφία: MIchael Keith Snyman:
Μουσική:Johan Soderqvist
Editing: Pernille Bech Christensen
Ηθοποιοί
Nikolaj Coster-Waldau: Andreas
Ulrich Thomsen: Simon
Maria Bonnevie: Anne
Nikolaj Lie Kaas: Tristan
Lykke May Andersen: Sanne

1 Μαρτίου 2016

Αγαπητή Ελένα (Θέατρο Επί Κολωνώ, Ομάδα Νάμα)

Δεν συνηθίζω να γράφω κριτική για θέατρο, εξάλλου είναι κάτι που λείπει από την επαρχία, εκτός βέβαια αν ζεις στη Καβάλα.
Το έργο που με απασχόλησε είναι το Αγαπητή Ελένα της Λουντμίλα Ραζουμόβσκαγια.
Εν ολίγοις η υπόθεση:
Μια καθηγήτρια, η Ελένα, που έχει εκτελέσει το κομμουνιστικό της καθήκον διδάσκοντας στους μαθητές της ισότητα και δικαιοσύνη, τους βλέπει να κάνουν τα πάντα για την προσωπική τους επιτυχία και να βουλιάζουν στη διαφθορά. Το έργο της Λουντμίλα Ραζουμόβσκαγια απαγορεύτηκε στη Σοβιετική Ένωση το 1980 κι επανήλθε θριαμβευτικά στην περίοδο της Περεστρόικα. Να σημειωθεί ότι της ζητήθηκε να γράψει ένα έργο για την εφηβεία και τα προβλήματά της.
Τέσσερις μαθητές επισκέπτονται την καθηγήτριά τους με άλλοθι τα γενέθλιά της προκειμένου να της αποσπάσουν το κλειδί­ για το ντουλάπι όπου φυλάσσονται τα γραπτά τους. Θεωρούν πως από αυτά­ κρίνονται η μελλοντική ευτυχία και η ευημερία τους. Η καθηγήτρια όμως είναι ανένδοτη. Η σύγκρουση είναι σφοδρή, αντικατοπτρίζοντας το χάσμα γενεών και το τέλμα των αντιπαρατιθέμενων ιδεολογιών.
Ὀλα αυτά είναι η ιστορία.
Η αντιπαράθεση ιδεολογιών σε ένα κόσμο που αλλάζει εν τάχει είναι μία σύγκρουση επίσης εκτός Σοβιετικών συνόρων. Είναι επίκαιρη τόσο αυτή όσο και το χάσμα των γενεών. Πρόσφατα μου έλεγε κάποιος φίλος ότι κάθε γενιά την χαρακτηρίζει μία έκφραση, όπως τη γενιά των εγγονών μας το «δεν με νοιάζει».
Στην γενιά του 80 στην πρώην Σοβιετική Ένωση και όχι μόνο μαθαίνουμε δια στόματος ηθοποιού:
Εσείς παλεύατε για να ζήσετε, εμείς για να ζήσουμε καλύτερα.
Όμως, δεν ήταν η σύγκρουση αυτή που με εντυπωσίασε.
Ήταν η αδυναμία του καλού να αντιπαρατεθεί στο κακό και ο τρόπος που ένα σύστημα εξαναγκάζει τους πολίτες στο συμβιβασμό και στη διαπλοκή. Σ’ αυτή την αρχή πιστεύει η Ελένα Σεργκέγεβνα, η Αγαπητή Έλένα. «Αν έστω ένας πει όχι στο βασίλειο του κακού, τότε το κακό θα υποχωρήσει και η καλοσύνη και η δικαιοσύνη θα θριαμβεύσουν». Οι αδυναμίες, ή, καλύτερα, τα αδύναμα κομμάτια μας και το πόσο ευάλωτα είναι όταν αυτά εντοπισθούν, είναι ο μοχλός πίεσης, ο εξαναγκασμός. Μία μάχη με τεχνικές και τακτικές, με κλιμάκωση και εμπλοκή και άλλων πάντα με τον εντοπισμό του αδύναμου κρίκου.
Τρόμαξα και συμμετείχα χάριν της υποκριτικής ικανότητας των ηθοποιών σε αυτή την μακράς διάρκειας αγωνία, αυτήν του ενδίδειν.
Ζήσαμε εμείς, της μεταπολίτευσης η γενιά, στο πετσί μας το ενδίδω και μη, όπως και τις συνέπειες αυτών των επιλογών. Ίσως ήταν επιπλέον οδυνηρό το έργο γιατί με αναγωγή το μετέφερα στην καθ’ ημάς καθημερινότητα. Επιβεβαιώθηκε η θεωρία μου περί αδυναμιών και ανεπαίσθητων ηθικών ολισθημάτων.
Τρόμαξα για την αδυναμία του ατόμου απέναντι στην μάζα, στην περιρρέουσα ηθική. Την σκληρότητα να σου πουλούν συναίσθημα για δική τους ωφέλεια. Να βιάζουν την ψυχή σου και το σώμα σου προκειμένου να εκμαιεύσουν το ζητούμενο τους.
Τρόμαξα με την λαγνεία του εύκολου. Του γυαλιστερού.
Τρόμαξα για το ότι ενδέχεται να σου χρεωθεί όχι αυτό που εσύ δεν έκανες αλλά κι αυτό που η κοινωνία επέβαλλε. Ως μέλος της όχι μόνο δεν σου χαρίστηκε, τα οφέλη της ζητούμενης σύμβασης σου, αλλά σου χρεώνει και την αναποτελεσματικότητα της.
Η Έλενα ένα πλάσμα τέτοιο.
Η ομάδα Νάμα έκανε εξαιρετική δουλειά. Τόσο που στο τέλος σαν μωρό παιδί έβριζα τον Γιάννη Λεάκο ως Βαλόντια και απέφυγα να τον κοιτάξω. Δεν μπορώ να κρίνω την μετάφραση (Β. και Ειρ. Χαραλαμπίδου) λένε ότι είναι εξαιρετική. Επαινώ την λιτότητα και ορθότητα των σκηνικὠν (Γ. Χατζηνικολάου), την ευρηματικότητα της σκηνοθεσίας. Βρήκα ίσως υπερβολικές τις κινήσεις, σαν κάποιος να υπογράμμιζε κάποιες προτάσεις σε ένα κείμενο. Όμως άξια η δουλειά τους. Κάποιος την χαρακτήρισε «παράσταση δυναμίτη». Δεν είχε άδικο. Συμμετείχα και ήμουν στα χέρια των ηθοποιών, Αριέττα Μουτούση, Γιάννη Λεάκο, Δημήτρη Σαμόλη, Χρήστου Κοντογεώργη, Ηρώ Πεκτέση υπό την διδαχή της Ελένης Σκότη της σκηνοθέτιδος. Η Αριέττα Μουτούση ,η αγαπητή Ελένα, ήταν ένα αξιοθαύμαστο πλάσμα, τρυφερή, πειστική, αδιαπραγμάτευτη, αδαμάντινη.
Το θέατρο Επί Κολωνώ επίσης μια μικρή όαση στο χάος της Αθήνας, αυτής της Αθήνας που κρύβει τόσες εκπλήξεις.
Πριν κλείσω θα ήθελα να σημειώσω κάτι για το κοινό. Ένα κοινό αντιπροσωπευτικό των τάξεων και ηλικιών και του μορφωτικού επιπέδου. Άλλαξε ο κόσμος, ευτυχώς, από την εποχή των ανέκφραστων μη-μου-άπτου κυριών και των εχόντων καταπιεί «μπαστούνι» συνοδών τους.