14 Δεκεμβρίου 2016

TRACKS (Διασχίζοντας την Έρημο) - 2013

Η Robyn Davidson διέσχισε την έρημο της Αυστραλίας, μία διαδρομή 2700 χιλιομέτρων από το Alice Springs έως τον Indian Ocean μόνη, με δύο τρεις καμήλες και τον σκύλο της.
Το εγχείρημα είναι δύσκολο, για τους περισσότερους ακατόρθωτο.
Με πολύ μόχθο, ταλαιπωρία και εξαθλίωσή της, αποκτά και εκπαιδεύεται να χρησιμοποιεί τις καμήλες. Αναζητώντας χρηματοδότηση, η πρόταση της βρήκε ανταπόκριση στο National Geographic. Αυτό έλυσε το πρόβλημα των χρημάτων αλλά πρόσθεσε τον φωτογράφο Rick Smolan στην αποστολή.
Με διαπραγματεύσεις, μια και επιθυμία της ήταν να είναι μόνη μακριά από τον πολιτισμένο κόσμο, συμφωνούν να την συναντά σε συγκεκριμένα σημεία της διαδρομής.
Στην πορεία αποδείχτηκε, παρά τις αντιρρήσεις της, σωτήριος, σε πραγματικά σκληρές και θανατηφόρες καταστάσεις. Έφερε όμως την δημοσιότητα, τουρίστες, δημοσιογράφους, που επίμονα και σταθερά απομακρύνθηκαν ως μη επιθυμητοί. 
Ο John Curran,ο σκηνοθέτης, είχε να αντιμετωπίσει ξεκινώντας την ταινία Tracks μεγάλες προκλήσεις, όπως το άκρως δυνατό και ενδιαφέρον θέμα, αληθινό, την επιτυχία του βιβλίου και τις φωτογραφίες που έκαναν τον γύρο του κόσμου μέσω του περιοδικού με το κύρος που αυτό δίνει και αυτές αξίζουν.
Η ιστορία μιας κοπέλας μόνης στην πιο άγρια και απάτητη περιοχή της Αυστραλίας είναι άκρως συναρπαστική και ήδη ο κόσμος αναφώνησε στο άκουσμα της είδησης.
Το βιβλίο είναι από τα πλέον πολυδιαβασμένα, τουλάχιστον στην Αυστραλία, ενώ οι φωτογραφίες και ο φωτογράφος έπρεπε όχι μόνο να είναι μέρος της ταινίας αλλά να μην υπολείπονται αυτών.
Κατάφερε τελικά να αποδώσει την δυσκολία του εγχειρήματος, τον χαρακτήρα της Robyn Davidson (Mia Wasikowska) και να ενσωματώσει την δουλειά του Rick Smolan (Adam Driver) στην ταινία. 
Δεν έχω διαβάσει το ομότιτλο βιβλίο, όμως από την ταινία αποκόμισα ότι η Robyn Davidson δεν επιθυμούσε την κοινωνική συναναστροφή, εκτιμούσε τους ανθρώπους που σεβόταν τα ζώα και τους νόμους της φύσης, είναι μέρος αυτής κι όχι αδιάφοροι γι αυτήν.
Με πολύ πετυχημένα πλάνα αφηγήθηκε το βιογραφικό της και έκανε νύξεις για πιθανές αιτίες της ιδιαιτερότητας της, ως χαρακτήρα, αλλά και της απόφασης της για να ένα τόσο δύσκολο στόχο. Το πέτυχε χρονικά και διακριτικά.
Χρειάζεται αποφασιστικότητα, αντοχή, έλλειψη φόβου, εμπιστοσύνη στην συμπεριφορά των ζώων, σεβασμό στους ιθαγενείς, στη φύση γενικότερα. Πρέπει να αισθάνεσαι κομμάτι της. Αυτά ήταν εμφανή και αρκούντως τονισμένα στην ταινία. Χρειάζεται να δοκιμάσεις τον εαυτό σου, να φθάσεις τα όρια σου, για να κοιμάσαι έξι μήνες στο χώμα, χωρίς κάλυμμα κάτω από τον έναστρο ουρανό, με τον πιο κοντινό άνθρωπο χιλιόμετρα μακριά. Να μηδενίσεις σχεδόν τις ανάγκες σου σε τροφή, νερό, βολή, καθαριότητα, επικοινωνία. Να επιμένεις στην πορεία όταν λιώνεις από την ζέστη και έχεις γεμίσει εγκαύματα και πληγές από τον ήλιο, την έλλειψη νερού και καθαριότητας. Να ζήσεις με τα ελάχιστα. Συνάντησε κάποιους λευκούς, πολλούς ιθαγενείς. Της φέρθηκαν καλά, εξαίρεση ο πρώτος καμηλιέρης, με έκδηλη την αγωνία και την δυσπιστία τους για την επιτυχή ολοκλήρωση του στόχου της. Η ηθοποιία της Mia Wasikowska εξαιρετική. Ακόμη και όταν είναι ακίνητη, λέει ο σκηνοθέτης, μπορεί και εκφράζεται. Η επιλογή των ηθοποιών από τη Nikki Barrett είχαν μεγάλη ομοιότητα με τα υπαρκτά πρόσωπα, η δε ερμηνεία τους ότι φυσικότερο. Εξαιρετικός ο φωτογράφος Mandy Walker και έξυπνος ο τρόπος της παρουσίασης των φωτογραφιών του Rick Smolan. Έχεις  την αίσθηση ότι πρόκειται για ντοκιμαντέρ. Ανοιχτά πλάνα με την έρημο να απλώνεται σε όλο το μεγαλείο της. Από τις δηλώσεις του σκηνοθέτη εξηγείται και η ποιότητα του αποτελέσματος. Όπως λέει, η δυνατότητα να δουλεύεις χωρίς σκηνή σε απελευθερώνει και σου δίνει χαρά που θέλεις να την εκμεταλλευθείς. Θα ήταν αδιάφορο να δείξεις κάποιον να κινείται μπροστά σε ένα κοκκινωπό κατασκευασμένο σκηνικό που να θυμίζει έρημο όταν μπορείς να κινηματογραφήσεις ελεύθερα χωρίς περιορισμούς στον φακό, να ακολουθήσεις τον άνθρωπο από πίσω από τα πλάγια, από μπρος ενώ αυτός συνεχίζει να κινείται. Είναι σε αρκετά σημεία μονότονη η ταινία αλλά δεν θα μπορούσε να είναι διαφορετικά αφού δεν αλλάζει το φυσικό τοπίο. Η δε ξηρασία και η έλλειψη νερού και κατά συνέπεια βλάστησης, ζωής κάνουν ασφυκτική την ατμόσφαιρα ακόμη και για τον θεατή. Μπόρεσαν και ανέδειξαν την ομορφιά του, την σκόνη που κάθεται στα πάντα και την ευεργετικότητα, ομορφιά του νερού όταν εμφανίζεται. Ήταν δύσκολα τα γυρίσματα όχι μόνο λόγω των συνθηκών αλλά και λόγω της παρουσίας των ζώων τα οποία, ως φυσικό, δεν υπακούν πάντα σε διαταγές. Ο φακός στάθηκε ισόποσα στις ανάγκες και δυσκολίες των ζώων, όπως και στη πρωταγωνίστρια. Ομοιότητες με αυτές των ανθρώπων η ανάγκη της αναπαραγωγής, του νερού, ο φόβος, η υποταγή, η ανακούφιση. Η Robyn Davidson περπάτησε μαζί τους τα χιλιόμετρα, δεν τους επιβάρυνε με το βάρος της.
Μικρή απορία: Το πεπρωμένο φυγείν αδύνατον;
Θέλησε να υπάρχει μακριά από το πλήθος, μόνη. Στο τέλος, εξαιτίας της μοναδικότητας του τολμήματός της βρέθηκε να έχει περισσότερη δημοσιότητα από οποιονδήποτε συνηθισμένο άνθρωπο.

Σκηνοθέτης:John Curran
Σενάριο: Marion Nelson (Tracks), Robyn Davidson
Φωτογραφία: Mandy Walker
Μουσική: Garth Stevenson
Διανομή ρόλων: Nikki Barrett
Editing: Alexandre de Franceschi
Ηθοποιοί
Mia Wasikowska: Robyn Davidson
Adam Driver: Rick Smolan
Rolley Mintuma: κ.Eddie
Brendan Maclean: Peter
Rainer Bock: Kurt
Jessica Tovey: Jenny
Emma Booth: Marg

30 Νοεμβρίου 2016

Η Τρελή Χαρά (La Pazza Gioia) - 2016

Ζούμε σε μία εποχή που δύσκολα καταπιάνεται κάποιος με ένα θέμα που άπτεται αυτών των μη αγγιζόμενων" προς αποφυγή μη ορθότητας.
Κι όμως ο Paolo Virtzi με προσοχή ευαισθησία, εν τέλει με επιτυχία το έκανε. Δεν στεναχώρησε κανέναν, αντιθέτως βοήθησε και μας χάρισε 116 λεπτά ευχαρίστησης.
Σε μία κλινική για ασθενείς με ψυχιατρικά προβλήματα, με λιγότερες συμβατικές μεθόδους, αυτό που λέμε προοδευτική, συναντιόνται δύο γυναίκες, η Beatrice, Valeria Bruni Tedeschi και η Donatella, Micaela Ramazzotti. Δένονται και κάνουν ένα «ταξίδι» στο παρελθόν τους, από εκεί που ξεκίνησαν. Η αφορμή τους δόθηκε όταν η επιτήρηση τους χαλάρωσε για λίγο, και το έσκασαν.
Αυτό το ταξίδι προς τα πίσω είναι επώδυνο γι αυτές,  με ατυχή γεγονότα, ευχάριστα, μερικές φορές αστεία, αλλά όχι ασυνήθιστα. Εκεί βρίσκεται και η θέση του σκηνοθέτη και για μένα η επιτυχία του.
Αυτό το παιχνίδι του λογικού και παράλογου.
Με ή χωρίς σώας τας φρένας. Χωρίς να θίγει.
Γοητευτικός γρήγορος και καθηλωτικός ο τρόπος με τον οποίο τίθεται το όριο ανάμεσα στο ποιος είναι ο ασθενής και ποιος ο υγιής.
Διαρκής κίνηση, ένταση, εναλλαγή προσώπων, ιστοριών ενώ ανάμεσα τους διακυβέβευεται το όριο.
Μία εξαιρετική ταινία με ρυθμό, ανθρώπινη, με διακριτικότητα και σεβασμό στον άνθρωπο, με συνοχή και ποιότητα.
Τα κάδρα του έργα τέχνης. Ο χρωματισμός και φωτισμός τους επέτρεπε να την δεις ως την αφήγηση μίας ιστορίας, να κρατήσεις απόσταση, να σκεφθείς χωρίς την συναισθηματική φόρτιση, χωρίς οίκτο, σαν ίσος με ίσον. Εξάλλου πόσο απέχουμε από την υπέρβαση του ορίου. Ο κινηματογραφιστής Vladan Radovic λέει: «The cinematography follows characters and their constant mood changes throughout the film, but also through the scenes, and ultimately even in a single shot. There was one time that I invisibly changed the light during the shot because the character changed emotions while walking. I changed the light from warm to cold to follow his state of mind».
Αξιοσημείωτη η ερμηνεία όλων με εξέχουσα την Valeria Bruni Tedeschi. Είχε πάρει όλο το έργο στα χέρια της. Κυριαρχούσε στην οθόνη με την παρουσία και τον λόγο της, το βλέμμα της.
Δικαιούται βραβεύσεις. Θα της τις έδινα απνευστί. Είναι από εκείνες τις σπάνιες φορές που θέλεις να πας στα παρασκήνια, όπως το θέατρο, να την βρεις και να αγγίξεις την μαγεία.
Άδικο για την Micaela Ramazzotti και τους υπόλοιπους που ήταν εξίσου καλοί. Δεν προλαβαίνεις να μεταφερθείς στο άλλο πρόσωπο, να ακολουθήσεις την κάμερα γιατί αυτή σε έχει κυριεύσει και παραμένει μαζί σου ενώ ο φακός έχει φύγει απ’ αυτήν.
Τι μπορείς να κάνεις για να την συναγωνισθείς; Βοηθούσε βεβαίως και ο ρόλος, η πάθηση, η γνώμη και γνώση επί παντός θέματος. Η ακατάσχετη φλυαρία, η παρεμβατικότητα. Η φυσικότητα παρ όλα αυτά παρέμεινε αλώβητη.
Τα κοινωνικά θέματα και οι τάξεις έχουν απασχολήσει τον σκηνοθέτη και στο Ανθρώπινο Κεφάλαιο. Ξέρει να βλέπει και καταλαβαίνει, επισημαίνει αυτά και τις αιτίες τους. Γρήγορα, τόσο όσο χρειάζεται, δεν κάνει μάθημα. Υπονοεί και σε αφήνει να σκεφθείς, να συγκρίνεις, να ταυτίσεις.
Έκανε νύξεις για τις δομές ψυχικής υγείας, την Εκκλησία, την αριστοκρατία, τους μικροαστούς, την νύχτα και το περιθώριο.Τα συγκινονούντα δοχεία των κοινωνικών τάξεων. Τις αδυναμίες και την μοναξιά των ανθρώπων στα δύσκολα, την απουσία της οικογένειας στα άτομα με πρόβλημα. Η σκληρότητα του συστήματος και των υπηρεσιών.
Πολλά, δύσκολα και γρήγορα πέρασαν μπροστά στον θεατή.
Αφήνεις την οθόνη με την υπόσχεση να είσαι πιο προσεκτικός με τους ανθρώπους, να απλώνεις ένα χέρι, να προσέξεις πριν στιγματίσεις. Υπάρχει ελπίδα.

Σκηνοθέτης: Paolo Virtzi
Σενάριο: Paolo Virtzi,Francesca Archibugi
Φωτογραφία: Vladan Radovic
Μουσική: Carlo Virtzi
Editing: Cecilia Zanuso

Ηθοποιοί
Valeria Bruni Tedeschi: Beatrice Morandini Valdirana
Micaela Ramazzotti: Donatella Morelli
Valentina Carnelutti: Fiamma Zappa
Marco Messeri: Floriano Morelli
Bob Messini: Pierluigi Aitiani
Roberto Rondelli: Renato Corsi
Anna Galiena: Luciana Brogi Morelli
Tommaso Ragno: Giorgio Lorenzini
Sergio Albelli: Torregiani
Marisa Borini: κυρία Morandini Valdirana

24 Νοεμβρίου 2016

Η Ολοκαίνουργια...Καινή Διαθήκη (Le Tout Nouveau Testament) - 2015



Αν είσθε από τους ανθρώπους που είτε δεν δέχονται συζήτηση ή προβληματισμό σχετικά με τον Θεό, είτε αρνούνται την διακωμώδηση θεμάτων που ανήκουν στην κατηγορία «μην αγγίζετε», η ταινία δεν είναι για σας. Ανήκω στην κατηγορία, που ακούγοντας κάποιον να δηλώνει άθεος, σοκάρομαι. Ο σκηνοθέτης δηλώνει άθεος. Η ταινία του όμως επιχειρεί να παρουσιάσει την έννοια του Θεού θέτοντας επίσης την Αγία Τριάδα σε νέα σύνθεση.

Ο Θεός του είναι θνητός, παντοδύναμος, κακός, έχει οικογένεια γυναίκα, γιο και κόρη, ζει δε στις Βρυξέλλες, κλεισμένοι σε ένα ιδιόμορφο απομονωμένο θεοσκότεινο διαμέρισμα. Ο γιος αναφέρεται, ακούγεται, αλλά δεν βλέπεται παρά μόνο σε μορφή αγαλματιδίου. Θωπεύεται και λατρεύεται από την μητέρα του, θεωρείται εξαφανισμένος. Ο Θεός δεν είναι απλά κακός, κυνικός, χαιρέκακος με τους ανθρώπους, θα έλεγα διαβολικός σύμφωνα με την δική μου πίστη.

Είναι αυταρχικός, βάναυσα σκληρός με την σύζυγο και τη κόρη. Η σύζυγος και μητέρα είναι μία καταπιεσμένη απλοϊκή έως αφελής γυναίκα, που κεντάει υπέροχα και παρακολουθεί με πάθος αγώνες baseball, το οποίο λατρεύει. Η κόρη ένα δεκάχρονο πανέξυπνο, ανήσυχο πλάσμα που γρήγορα θα επαναστατήσει. Θα θελήσει να το σκάσει, προς αναζήτησην του αδελφού, θα εκδικηθεί τον πατέρα της. Θα μεσολαβήσουν διάφορα γεγονότα και θα βρεθεί στον έξω κόσμο αναζητώντας νέους περισσότερους Αποστόλους προκειμένου να γράψει την «Νέα» Καινή Διαθήκη. Όλα αυτά αποτελούν οδηγίες του αδελφού, που ως εκ θαύματος, επικοινωνεί εκ του πουθενά με την αδελφή του.Η αναζήτηση των αποστόλων στον έξω κόσμο είναι το δεύτερο εξίσου σημαντικό κομμάτι της ταινίας. Διαλέγοντας εξεζητημένα παραδείγματα, δίνει την εικόνα της κοινωνίας, η οποία με αφορμή ένα συμβάν, δεν θα το αποκαλύψω για να μην μειώσω το ενδιαφέρον σας, θα αναστατωθεί και θα ταρακουνηθεί.

Δεν είναι μόνο η καταγωγή του σκηνοθέτη, αλλά και ο ρόλος που έχουμε δώσει στις Βρυξέλλες για να επιλεχθεί ως κατοικία του Θεού του. Επίσης οι Βρυξέλλες δοκιμάσθηκαν πρόσφατα με πολύνεκρα και αιματηρά γεγονότα, στο «όνομα» ενός άλλου «Θεού». Δεν θα μπορούσαν να αφήσουν απροβλημάτιστο έναν δημιουργό. Με χαλαρότητα, αστειευόμενος, προσεγγίζει σύγχρονα θέματα και προβλήματα. Από τι Θεό θέλουμε, τι του καταλογίζουμε, τι προσδοκούμε, τι εμείς προσφέρουμε, ποιες οι ευθύνες μας και ποιες οι συνέπειες των επιλογών μας, ποιοι είναι δίπλα μας, αν τους βλέπουμε αν τους αγαπάμε, τι έχει μείνει από το «αγάπα τον πλησίον σου», τι είναι σεβασμός, οίκτος, φόβος, η γυναίκα στην κοινωνία, στις θρησκείες, η αθωότητα και πού χάθηκε, η σύμβαση στην ζωή και ποιος την επιβάλλει, το όνειρο και πού χάθηκε. Τι είναι ζωή και σε ποια χέρια την εναποθέτουμε.

Καλογυρισμένη, αφηγηματική, συνοπτική, με συνοχή. Κυλάει χαλαρά, θα την έλεγες κωμωδία, (κάποιοι την βρήκαν σπαρταριστή), που όμως αφήνει τα σημάδια της πίσω. Σε καλεί να σταθείς ενώπιον του Θεού σου γυμνή/ός μετά το πέρας της προβολής, πριν σηκώσεις το χέρι να δείξεις τον άλλον. Εξαιρετικοί οι ηθοποιοί. Τα φωτεινά και σκοτεινά πλάνα και η σωστή χρήση τους επιτυχημένο μέρος της δημιουργίας συναισθήματος, της εντατικοποίησης αυτού. Η συμμετρία και γεωμετρικότητα των πλάνων παραπέμπουν σε ναό. Η επιλογή μη ωραιοποιημένων πρωταγωνιστών, καθημερινών φυσιογνωμιών, ενισχύουν την ταύτιση του θεατή με το θέαμα, το θέμα. Μειώνει την απόσταση, σε καθιστά μέρος του θέματος. Συνεχίζει θα έλεγα την παράδοση του βελγικού κινηματογράφου, αυτόν που μας σύστησαν οι αδελφοί Jean-Pierre και Luc Dardenne.

Θα ήθελα να προσθέσω ένα κομμάτι από την συνέντευξη του σκηνοθέτη που πιστεύω ότι ρίχνει άπλετο φως στην κατανόηση της ταινίας και την απόλαυσή της αν σας ενοχλήσει η ιερότητα του θέματος. Ο χριστιανισμός και ο φεμινισμός τον έχουν επηρεάσει και στην ερώτηση «σαν σκηνοθέτης, σε ποια κατηγορία ανήκετε», απάντησε:
«Λοιπόν, εγώ δεν είμαι σαν τους αδελφούς Lumière, που έχουν αυτό το είδος της προσέγγισης στις ταινίες τους, «αυτή είναι η πραγματικότητα, πιστέψτε με». Στη συνέχεια, όμως, δεν είμαι ούτε ο Méliès όταν λέει, «μην με πιστεύετε, αυτό είναι η φαντασία μου, και είμαστε στο φεγγάρι.» Είμαι απλά στο μεταξύ, με επίκεντρο την αντίληψη της πραγματικότητας, που θα μπορούσε να είναι, ακόμα και χωρίς ποτέ πραγματικά να γνωρίζουμε τι είναι η πραγματικότητα.»

Σκηνοθεσία: Jaco Van Dormael
Σενάριο: Jaco Van Dormael, Thomas Gunzig
Φωτογραφία: Christophe Beaucarne
Μουσική: An Pierlé
Editing: Hervé de Luze

Ηθοποιοί
Benoît Poelvoorde: Θεός
Catherine Deneuve: Martine
François Damiens: François
Yolande Moreau: σύζυγος Θεού
Pili Groyne: κόρη Θεού
Laura Verlinden: Aurélie
Serge Larivière : Marc
David Murgia: Ιησούς Χριστός
Johan Leysen: σύζυγος της Martine
Pascal Duquenne: Georges
Viviane De Muynck: μητέρα του George
Johan Heldenbergh: παπάς
Marco Lorenzini: Victor

4 Νοεμβρίου 2016

Η Σιωπηλή Δολοφόνος (The Assassin) – 2015

Δεν μου αρέσει να αναφέρω ταινίες παλαιότερες, αλλά η ομορφιά της παρούσης μόνο με τα Όνειρα (1990) του Akira Kurosawa ή και το The Grandmaster του Wong Kar-wai μπορεί να συγκριθεί.
Μια συνηθισμένη ιστορία στον 8ο αιώνα, στην Κίνα, στο τέλος της Δυναστείας Tang.
Ο θρόνος και η εξουσία, ο εθνικός επεκτατισμός μαζί με τις ενδοοικογενειακές δολοφονίες και εξορίες είναι αυτό που ο Hou Hsiao-Hsien, ο σκηνοθέτης, θέλησε να αφηγηθεί.
Δεν είναι η γοητεία της Ανατολής όπως θα ισχυριζόταν κάποιος. Δεν είναι οι πολεμικές τέχνες όπως εκεί την κατέταξαν οι διανομείς. Λέει η Well Go CEO Doris Pfardrescher. «Obviously, it’s an arthouse film to the core. At the same time, because of the martial-arts element maybe it’s not exactly what (our core fans) are expecting to see, but I certainly think it’s something that they should see.» Είναι οι φόρμες που σε συνεπαίρνουν σε τέτοιο βαθμό, που δύσκολα απαντάς αν είναι όνειρο ή αλήθεια.
Όπως λέει κι ο ίδιος ο σκηνοθέτης, είναι το είδος που βασίζεται στην εικόνα και τον ήχο (cinema that relies on sound and image…). Η διαφορά βρίσκεται όχι στο τι θα αφηγηθείς αλλά στο πως.
Ο σκηνοθέτης είχε μία ιδιαίτερη αγάπη για το είδος της λογοτεχνίας με θέμα τις πολεμικές τέχνες, τις wuxia. Τις λάτρευε. Σε μια τέτοια ιστορία του συγγραφέα Pei Xing του 9ου αι, βασίσθηκε η ταινία.
Μία γυναίκα, η Nie Yinniang (Shu Qi) σαν παιδί, κατ άλλους, απήχθη, στην ταινία
αναφέρεται ότι δόθηκε σε μία μοναχή, συγγενή, με ιδιαίτερες ικανότητες να εκπαιδευτεί ως η δολοφόνος των διαβρωμένων αρχηγών και αξιωματικών.
Διατάσσεται, προκειμένου να αποδείξει την αφοσίωση της, να σκοτώσει τον κυβερνήτη (Chang Chen), ο οποίος είναι ξάδελφος αλλά κάποτε και η αγάπη της. Η ταινία κυλά όχι με αυτήν σκοτώνοντας αλλά με αυτήν παρακολουθώντας, ακούγοντας και περιμένοντας.
Θα κληθεί να διαλέξει αν θα σκοτώσει ή αν θα ακολουθήσει την καρδιά της.
Χρειάσθηκαν 25 χρόνια έρευνας, οκτώ χρόνια σχεδιασμού, χρηματοδότησης και ένας χρόνος παραγωγής γι αυτό το αριστούργημα.
Το σενάριο το έγραψε ο σκηνοθέτης με τους Hsieh Hai-meng, Zhong Acheng και Chu
Tien-wen και τους πήρε τρία χρόνια. Έπρεπε να αναθεωρηθεί πολλές φορές προκειμένου να εξασφαλισθεί η ορθότητα του και πιστότητα ως έργο εποχής για να ανταποκριθεί στις απαιτήσεις του Hou.
Ξεκινάει απλά, άσπρο μαύρο και μετά σε συμπαρασύρει σε ένα πανδαιμόνιο χρωμάτων ενώ οι σαν ανοιξιάτικο αεράκι κινήσεις ανθρώπων και υφασμάτων σε αποτελειώνουν. Οι φυσικοί ήχοι, αυτοί που σχεδόν ξεχάσαμε ζώντας στην πόλη, σε εντάσσουν στην μαγεία και επιβλητικότητα των τοπίων και στιγμών.
Τελετουργίες, φορεσιές, κομμώσεις, έπιπλα, ήθη και έθιμα, όλα συνηγορούν στο να είναι εντός κι όχι εκτός εποχής.
Μπορεί, κατά τον σκηνοθέτη να είναι μία φανταστική ιστορία, όμως έπρεπε και πρέπει να τεκμηριώνεται ιστορικά, κοινωνικά και ηθογραφικά. Λέγεται ότι οι μελέτες του Ηou τον καθιστούν έναν από τους καλύτερους μελετητές της Δυναστείας των Tang. Ελάχιστοι ως ανύπαρκτοι οι διάλογοι. Η έκφραση, η κίνηση, η αναμονή και ο ήχος εκφράζουν τα ανείπωτα.
Ένας σκηνοθέτης που ενορχήστρωσε την μαγεία.
Κινηματογραφεί αργά. Αποτυπώνεις με όλες τις αισθήσεις το πλάνο. Δεν κινείται γρήγορα ούτε φλύαρα.
Δεν σπαταλιέται σε φιλόδοξες αναπαραστάσεις ξιφομαχίας, πάλης, δολοφονιών. Αυτά, αφού σου διαμηνύσει ότι θα συμβούν, τα παίρνει μακριά σου, πίσω από δένδρα και πέπλα, τα απομακρύνει ή τα κρύβει, όχι ότι δεν τα αφηγείται. «My feeling was: Let’s not defy gravity. Let’s not have people fly around. If the character is an assassin, there’s no way she’d be dancing and moving about in some fanciful way» δηλώνει στην συνέντευξη του στο Variety.
Βεβαίως και σε ενημερώνει για την βία της εξουσίας, το αμείλικτο της ιεραρχίας, το
αδιαπραγμάτευτο της ηγεμονίας. Βεβαίως και η εξουσία δεν είναι πέπλα και
αρώματα.
Το όχι και η άρνηση, η προδοσία, πληρώνονται με αίμα και πόνο.
Απλώς εσύ ο θεατής παραμένεις χαμένος στην ιστορικότητα των στιγμών, εντάσεων, στο συμβάν. Η ποιότητα το μέσο της αναγκαιότητας του μύθου.
Οι ηθοποιοί όμορφοι αλλά μέτριοι. Ίσως τους αδικώ. Ίσως στάθηκαν λίγοι εξαιτίας
της μεγάλης βαρύτητας της φόρμας, όμως για να είμαι δίκαιη την υποστήριξαν.
Κατά την ταπεινή μου γνώμη ο κινηματογραφιστής, οι φωτογράφοι, ο editor, ο μουσικός, ο ενδυματολόγος και ο σκηνογράφος κάτω από την ενορχήστρωση του σκηνοθέτη έπραξαν ό,τι καλύτερο. Ήταν αυτοί που απογείωσαν την ταινία. Πάνω απ όλα ήταν ο κύριος Hou Hsiao-Hsien. Ήταν αυτός που μας θύμισε ότι ο κινηματογράφος είναι τέχνη, η 7η.


Σκηνοθέτης: Hou Hsiao-Hsien
Σενάριο: Hou Hsiao-Hsien, Chu Tien-wen, Hsieh Hai-Meng, Zhong Acheng
Βιβλίο και Συγγραφέας: Nie Yinniang του Pei Xing
Φωτογραφία: Mark Lee Ping Bin
Μουσική: Lim Giong
Editor: Huang Chih -Chia, Ching-Song Liao
Καλλιτεχνική Διεύθυνση: Ding -Yang Weng
Διεύθυνση Παραγωγής και ενδυματολογία: Wen-Ying Huang
Ηθοποιοί
Shu Qi: Nie Yinniang
Chang Chen: Tian Ji'an
Zhou Yun: κυρία Tian
Hsieh Hsin-Ying: Huji,
Ni Dahong: Nie Feng,πατέρας της Nie Yinniang
Yong Mei: Nie Tian
Fang-Yi Sheu: πριγκήπισσα Jiacheng και η δίδυμη αδελφή της Jiaxin, η μοναχή
Lei Zhenyu: Tian Xing

17 Οκτωβρίου 2016

Sully - 2016


Σε όλα τα επαγγέλματα υπάρχει όριο ηλικίας εκτός αυτά των τεχνών. Είναι η σοφία που κατασταλάζει και ίσως είναι αυτό που θέλουν να καταθέσουν για το μέλλον που αυτοί δημιουργούν, κι εμείς που περιμένουμε το νέο δημιούργημα τους.
Ο λόγος για την τελευταία ταινία του Clint Eastwood.
Μία μεταφορά στην οθόνη ενός μοναδικού γεγονότος βασισμένη στο βιβλίο Highest Duty των Chesley "Sully" Sullenberger και Jeffrey Zaslow, την προσωπική καταγραφή του ατυχήματος.
Στις 15 Ιανουαρίου 2009 η Πτήση 1549 της US Airways από το αεροδρόμιο LaGuardia προς το αεροδρόμιο Charlotte Douglas International, ο πιλότος κατόρθωσε να κάνει αναγκαστική προσγείωση του αεροπλάνου πάνω στον ποταμό Hudson της Ν.Υόρκης χωρίς θύματα. Συγκεκριμένα, μόλις 3 λεπτά μετά την απογείωση, ένα σμήνος καναδέζικες χήνες έπεσαν επάνω στους κινητήρες καταστρέφοντάς τους σχεδον και τους δύο. Τονίζεται ο συντονισμός, η ετοιμότητα και η αποτελεσματικότητα όλων των εμπλεκομένων υπηρεσιών και όπως επίσης τονίζεται η υψηλή αίσθηση καθήκοντος με αποτέλεσμα να σωθούν και οι 155 επιβαίνοντες.
Με τέτοια υψηλή αίσθηση καθήκοντος αντέδρασαν και οι υπάλληλοι των αεροπορικών και ασφαλιστικών εταιρειών και η υπηρεσία εναέριων μεταφορών, οι οποίοι, αντί να επιβραβεύσουν και υπακούοντας στις εντολές των αφεντικών τους, προσπαθώντας να διαλευκάνουν τα αίτια, επιχειρούν να αποδώσουν σφάλμα και ολιγωρία στον πιλότο.
Το κοινό και τα Μέσα αποθέωσαν τον κυβερνήτη. Ο ήρωας όμως βορά των εταιρειών. Ίσως συντελεστεί η αποκαθήλωση του ότι οι μεν θα κερδίσουν χρήματα, οι δε θα έχουν σώσει το γόητρο των σκαφών τους, το δημόσιο θα έχει αποδώσει δικαιοσύνη.
Μία έρευνα κόντρα που καλύπτει τα 3/4 της ταινίας. Εταιρείες, ανθρώπινο λάθος, ηρωισμός, αμφιβολία, εσωτερικές συγκρούσεις, πιέσεις, προσομοιώσεις.
Εν ολίγοις αυτή είναι η ιστορία της. Η ιστορία πίσω από την ιστορία.
Οφείλω να παρατηρήσω ότι, αν και σύντομη, είχε ρυθμό, ένταση, αληθοφάνεια, αγωνία.
Η μεταφορά στην οθόνη της προσγείωσης έγινε με εξαιρετικό τρόπο και άγγιζε τα όρια του πραγματικού.
Στα θετικά της ταινίας, η ηθοποιία του Τom Hanks, ως Chesley ‘Sully' Sullenberger και του Aaron Edward Eckhart ως δεύτερου πιλότου. Αφύσικη και μη απαραίτητη η σύζυγος του Sully, η Laura Linney. Προσπάθησε να προσθέσει στην εικόνα του, αλλά μάλλον αφαίρεσε.
Είναι δύσκολο να μεταφέρεις ένα πραγματικό συμβάν στην οθόνη, να διατηρήσεις την αγωνία της έκβασης, έχοντας τον θεατή γνώστη και των μικρότερων λεπτομερειών από τα Μέσα Ενημέρωσης.
Το έκανε όμως ο ηλικιωμένος κύριος Eastwood.
Λένε ότι το έκανε για την Αμερική που κατά την γνώμη του παραπαίει ως κοινωνία και χρειάζεται ήρωες για να συνεχίσει. Δεν μπορώ να μιλήσω προσωπικά για την Αμερική, αλλά θεωρώ ότι και σ' αυτή την μεριά του κόσμου έχουμε ανάγκη από ήρωες. Όπως είπε και ο Tom Hanks, o ήρωας κάνει κάτι ασυνήθιστα μεγάλο χωρίς να έχει επίγνωση ότι αυτό είναι κάτι ασυνήθιστα μεγάλο.
Έχουμε ανάγκη ανθρώπων με το ήθος του Sully. Ανθρώπους που αγαπούν την δουλειά τους και όχι το χρήμα που απορρέει από αυτήν. Ανθρώπους που γι αυτούς σημασία έχει το «κάνω το καθήκον μου».
Έχουμε ανάγκη της συναδελφικότητας και της αναγνώρισης του έργου του άλλου, των άλλων. Η μείωση της αξίας της προσφοράς και του έργου, η απαξίωση του τολμήματος του διπλανού οδήγησε την κοινωνία σε έναν πολτό αδιάφορα κινούμενων πολιτών.
Με εντυπωσίασε, έστω και αν ήταν λεκτική αβρότητα, ο επιμερισμός σε όλους της επιτυχίας της επιτυχούς έκβασης του συμβάντος.
Φυσικά ο σκηνοθέτης και δεν άφησε χωρίς στήριξη και επιχείρημα στο ως το πως διαμορφώνεται ή σμιλεύεται ένας τέτοιος χαρακτήρας. Έκανε μικρή αναδρομή στα παιδικά χρόνια του Sully. Ένα ακόμη δείγμα σχετικό με παρακαταθήκες.
Άγριες οι εταιρίες, σαν άνθρωποι χωρίς ψυχή οι υπάλληλοι, έχουν απέναντί τους τον ήρωα και τις επευφημίες της μάζας. Εκείνος, ο ήρωας, με την πεποίθηση του «γνωρίζειν» ήξερε μεν ότι ἐπραξε το σωστό, αλλά έπρεπε να το αποδείξει δε. Η γοητεία του κινηματογράφου.
Κάθε θεατής και δική του η ανάγνωση. Πίσω από την ένταση και δεξιοτεχνία, την τεχνική αρτιότητα επιτρέπει ο σκηνοθέτης να δεις το ποια ήταν η προσωπική του προσέγγιση. Να δεις τις αθέατες πλευρές ενός συμβάντος. Ο σκηνοθέτης έχει την πρόθεση, αν το καταφέρει, είναι το ζητούμενο.
Δεν το έκρυψε. Αν και με τις πρόσφατες δηλώσεις του φαίνεται ότι τον ενδιαφέρει το κοινωνικό και πολιτικό γίγνεσθαι. Ίσως, η σε δεύτερη ανάγνωση της ταινίας να οφείλεται στην επιρροή των δηλώσεων του περί ηθικής.


Σκηνοθέτης: Clint Eastwood
Σενάριο: Todd Komarnicki
Βιβλίο: Highiest Duty των Chesley Sullenberger και Jeffrey Zaslow
Φωτογραφία: Tom Stern
Μουσική: Christian Jacob
Editing: Blu Murray

Hθοποιοί:
Tom Hanks: Chesley "Sully" Sullenberger
Aaron Eckhart :Jeff Skiles
Laura Linney: Lorraine Sullenberger
Anna Gunn: Dr. Elizabeth Davis
Autumn Reeser: Tess Soza
Ann Cusack: Donna Dent
Holt McCallany: Mike Cleary
Mike O’Malley: Charles Porter
Jamey Sheridan: Ben Edwards
Jerry Ferrara: Michael Delaney
Molly Hagan: Doreen Welsh
Max Adler: Jimmy Stefanik
Sam Huntington: Jeff Kolodjay
Wayne Bastrup: Brian Kelly
Valerie Mahaffey: Diane Higgins
Jeff Kober: L. T. Cook
Chris Bauer: Larry Rooney

20 Ιουλίου 2016

Dheepan - 2015

Με αφορμή την βράβευσή του ο Jacques Audiard στις Cannes και αναφερόμενος στο έργο του «Ο Προφήτης», είπε οι ταινίες δεν είναι έργα τέχνης, αλλά αγαθά και εμπορεύματα.
Εντυπωσιάσθηκα και μου θύμισε κάποιο εισηγητή με θέμα τον κινηματογράφο που με προσγείωσε ανωμάλως όταν απευθυνόμενος σε ακροατή του είπε: «μην ξεχνάς ότι πάνω απ’ όλα ο κινηματογράφος είναι μία μεγάλη βιομηχανία».
Τι βιομηχανία που για δύο ώρες σε καθηλώνει;
Αλίμονο αν η βιομηχανία μπορούσε. Και τι απειλή για την ανθρωπότητα αν και οι πολιτικοί μπορούσαν να σε καθηλώσουν.
Το επιχειρούν, αλλά με την βία και τον τρόμο, οι μεν με την διαφήμιση οι δε, όχι αφηγούμενοι.
Είναι ταινίες όπως το Dheepan που με το που ανάβουν τα φώτα και εγκαταλείπεις τον ρόλο του θεατή αναρωτιέσαι τι ήταν.
Σίγουρα συναρπαστική εκτός από το γλυκανάλατο τέλος της.
Γρήγορη, αγωνιώδης, τρυφερή, αποκαλυπτική, δεικτική, με όλα εκείνα τα χαρακτηριστικά μιας πετυχημένης παραγωγής.
Ένας πολεμιστής Tamil Tiger από τα διάφορα στρατόπεδα του εμφυλίου πολέμου στο Sri Lanka, μετά την απώλεια των συντρόφων του και της οικογένειας του, αποφασίζει να μεταναστεύσει αναζητώντας ειρήνη και ησυχία. Γι αυτή την αναζήτηση νέας πατρίδας χρειάζεται μία σύζυγο και ένα παιδί μια και οι διακινητές έχουν στο χέρι τα διαβατήρια μιας άλλης οικογένειας που χάθηκε.
Θα βρεθεί με μία γυναίκα και μία κόρη, για το νόμο, στην Γαλλία.
Θα τους εγκαταστήσουν σε ένα προάστιο γκέτο, θα βρει δουλειά ως επιστάτης και η σύζυγος θα φροντίζει ένα ηλικιωμένο, πρώην μαφιόζο.
Εκεί βρίσκεται και το αγαπημένο θέμα του Audiard. Ο κοινωνικός ιστός, το άτομο, οι «ομάδες». Ουσιαστικά ο παράδεισος εξακολουθεί να είναι μη προσβάσιμος.
Η γαλήνη το ζητούμενο. Η κρίση ταυτότητας, βασανιστική.
Ο άνθρωπος θα διανύσει χιλιόμετρα, θα περάσει από την κόλαση ελπίζοντας σε μια ήσυχη ζωή.
Υπάρχει; Για ποιους και για ποιόν; Άνθρωποι χωρίς πατρίδα στριμώχνονται σε ένα προάστιο.
Επιχειρούν να εγκατασταθούν, δεν φείδονται κόπων, δεν τους λείπει η επιδεξιότητα, αρκούνται με το ελάχιστο, τρομοκρατημένοι ως ξένοι, παγωμένοι μπροστά στην καινούργια βία.
Παλεύουν με τους εφιάλτες τους, συγκρούονται με τα όνειρά τους. Ξεσπούν στον άλλο.
Τρομαγμένα σπουργίτια μπροστά στις ατσαλένιες κάννες.
Ο Antonythasan Jesuthasan απέδωσε τον ρόλο του ως Dheepan θα έλεγα σαν να τον έχει ζήσει. Ακούγοντας την συνέντευξη του έμαθα ότι δεν είναι επαγγελματίας ηθοποιός και ότι ήταν ο ίδιος πολεμιστής, έφθασε παράνομα στην Γαλλία και βίωσε παρόμοιες καταστάσεις, όπως λέει κατά το 50%. Εξίσου καλά στέκονται δίπλα του οι Kalieaswari Srinivasan και η Claudine Vinasithamby.
Η μουσική και τα τραγούδια βοήθησαν αρκετά. Τα πλάνα με άκεντρη τοποθέτηση του προσώπου βοηθούν στην ανάδειξη άτομο/κοινωνία, την δραματικότητα.
Ηρωοποίησε ο σκηνοθέτης τον Dheepan σαν σε μύθο. Σχολιάσθηκε ότι αφήνει τον ήρωα να τα βγάλει πέρα μόνος, γενναίος σε ένα οξύ και επικίνδυνο κοινωνικό, πολιτικό θέμα.
Έχω τις ενστάσεις μου για το μοντάζ.
Τον τελευταίο καιρό, σαν να έγινε μόδα, η αφήγηση προχωράει από ένα πλάνο σε άλλο με διακοπή. Μαυρίζει η οθόνη και ξέρεις ότι θα βρεθείς αλλού ή σε άλλο θέμα.
Έτσι μείναμε με την κάννη στον κρόταφο. Στο δε τέλος βρεθήκαμε σε μία χώρα που έπρεπε να καταλάβουμε ότι είναι η Αγγλία.
Μπορεί να την ονομάσει όπως θέλει την δουλειά του ο κ Audiard, εγώ θα κρατήσω ότι αυτός είναι ένας μάστορας. Αν δείτε τον Antonythasan Jesuthasan στην συνέντευξη του και τον ίδιο στον ρόλο του θα καταλάβετε τι εννοώ με την λέξη μάστορας.
Δεν θα παραλείψω να πω πόσο επίκαιρη μάλλον προφητική είναι η δουλειά του και πόσο συμβάλλει στην διαμόρφωση μίας άποψης γι αυτήν την κρίση του μεταναστευτικού στην Ευρώπη.
Ναι, δεν είναι ο μόνος, θα προσθέσετε. Συμφωνώ, έχουν προηγηθεί κι άλλοι όπως Γαβράς και οι αδελφοί Dardenne. Πόσο αδιάφορος να μείνει κανείς σε ένα τόσο μεγάλο κύμα μετακινούμενου πληθυσμού όταν είναι όχι απλά ένας πολίτης, αλλά δημιουργός.
Τεράστιες δυσκολίες, αδιέξοδα, άνθρωποι και κοινωνίες μιας άλλης πραγματικότητας. Αυτής που βλέπουμε και της άλλης, άλλων που αγνοούμε.
Άνθρωποι χωρίς χαρτιά, ή με χαρτιά ψευδών στοιχείων.
Μία άλλη γεωγραφία συντελείται και εμείς θεατές και πρωταγωνιστές. Έχουμε ανάγκη από ωραιοποιημένους ήρωες για να δεχτούμε τον ξένο; Ίσως η τέχνη βοηθήσει.

Σκηνοθέτης: Jacques Audiard
Σενάριο: Jacques Audiard,Thomas Bidegain, Noé Debré
Φωτογραφία: Eponime Momenceau
Μουσική: Nicolas Jaar
Editing: Juliette Welfling

Ηθοποιοί
Antonythasan Jesuthasan: Dheepan/Sivadhasan
Kalieaswari Srinivasan: Yalini
Claudine Vinasithamby: Illayaal
Vincent Rottiers: Brahim
Marc Zinga: Youssouf
Faouzi Bensaïdi: Habib

13 Ιουλίου 2016

Ατίθασες (Mustang) - 2015

Πέντε μικρές, δροσερές έφηβες, αδελφές, κάπου στα παράλια του Βοσπόρου, βιώνουν την αυταρχικότητα και την καταστολή από το οικογενειακό τους περιβάλλον, ενώ οι χυμοί της νιότης τους ξεχειλίζουν και ωθούν τα τρυφερά κλαράκια να ανθίσουν στο φως της ελευθερίας.
Ορφανές και από τους δύο γονείς μεγαλώνουν με γιαγιά και θείες και κυρίως κάτω από την κηδεμονία ενός αυστηρού, πατριαρχικού θείου, προσκολλημένου στις παραδόσεις και τις επιταγές της θρησκείας, του κοινωνικού περίγυρου, του καθωσπρεπισμού. Συμπεριφέρεται σκληρά μην επιτρέποντας παρεκκλίσεις μέσα στο πλαίσιο του αυστηρού καθήκοντος.
Η γιαγιά και θείες εγκλωβίζουν την αγάπη τους και την τρυφερότητα τους, την κατανόηση για τα κορίτσια, στους κανόνες και τα «πρέπει», εκεί που και οι ίδιες έχουν εγκλωβισθεί εδώ και χρόνια συνεχίζοντας την παράδοση.
Τα κορίτσια, ηθοποιοί επιλέχθηκαν μέσα από εκατοντάδες ανταποκρίσεις στο κάλεσμα της σκηνοθέτιδος Deniz Gamze Ergüven, αποτελούν κατά την ίδια στην ουσία πέντε πρόσωπα σε ένα χαρακτήρα.
Θεωρεί η ίδια μεγάλη εμπειρία και όφελος την εργασία μαζί τους για εννέα μήνες, που ουσιαστικά τις κατέστησε «αυτοκόλλητες».
Ψάχνοντας για τον ορισμό της λέξης mustang κράτησα ότι είναι μικρόσωμα άλογα που βρίσκονται στην Αμερική αλλά έχουν Ισπανική καταγωγή, τα έφεραν μαζί τους οι Ισπανοί κατακτητές. Είναι άγρια αλλά προερχόμενα από εξημερωμένα μπορεί να δαμαστούν ή χαλιναγωγηθούν (wild & handy).
Δικαίως, αρχής γενομένης από τον τίτλο, το σενάριο έδρεψε δάφνες. Εύστοχο, έξυπνο, αληθοφανές, με συνέχεια και συνέπεια, διδακτικό χωρίς να το απαιτεί.
Τα υπέροχα αυτά πλάσματα, οι πρωταγωνίστριες, με εξαίρετη φρεσκάδα και συναρπαστικότητα έκλεψαν τις καρδιές μας. Θυμώσαμε για τον εγκλωβισμό τους και την «χαλιναγώγηση» τους. Γελάσαμε με την ευρηματικότητα τους και απαντήσεις τους. Συγκινηθήκαμε για την απολεσθείσα νεότητα μας και τα συνεπακόλουθα αυτής, λυπηθήκαμε και αγανακτήσαμε με την αδικία που υφίσταται «το μισό του ουρανού», μια αδικία παράλογη, ανεδαφική, φρένο στην εξέλιξη και πάνω απ όλα καταπάτηση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων.
Η σκηνοθέτης, γαλλοθρεμμένη μεν, διάλεξε η ταινία να μιλά την μητρική της γλώσσα. Εκτιμώ, θέλοντας να καταδείξει τα συμβαίνοντα στη χώρα της.
Έξυπνη κίνηση.
Η ταινία κυλάει σαν γάργαρο νερό αλλά δεν είναι εύπεπτη και δεν αφήνει ασχολίαστα θέματα που αφορούν την βάναυση συμπεριφορά προς ευαίσθητα και απονήρευτα κορίτσια. Αντίθετα υπερτόνισε ότι η αυτή η κοινωνία επισπεύδει την ενηλικίωση τους και επιβάλλει την σεμνοτυφία εκεί που αν δεν αναφερόταν το «πονηρό» θα ήταν άχρηστη. Η εκπαίδευση είναι εργαλείο χειραφέτησης των κοριτσιών, αλλαγής νοοτροπίας και η μόνη ελπίδα κοινωνικής αλλαγής, επικρατούσα άποψη, αλλά αρχή και τέλος της ταινίας. Ολιγόλεπτη αλλά υφιστάμενη.
Η μουσική, western σε αρκετά κομμάτια, του Warren Ellis, επιβεβαιώνει και την επιλογή του τίτλου. Ένας παραλληλισμός εύστοχος, αν σκεφθεί κανείς το πως οδηγείται «στο παχνί» ένα ατίθασο άλογο και αυτές στην συζυγική εστία. Μαθαίνουν ένα ρόλο, αυτό της συζύγου και ακυρώνονται άλλες προσδοκίες, καταπατούνται επιθυμίες. Αφαιρείται η ελευθερία. Ελευθερία που η στέρηση της οδηγεί σε θάνατο.
Αιχμηρή η ταινία ως θέμα, ωμή σε λεκτικές φράσεις και συμπεριφορές, φθάνει τον στόχο της.
Αναρωτιέμαι αν μη εξοικειωμένοι θεατές με θέματα ισότητας κατόρθωσαν να προσπεράσουν την εκ πρώτης όψεως κωμωδία και πέρασαν σε βαθύτερο προβληματισμό. Αν μπόρεσαν να μην το δουν ως ένα μεμονωμένο γεγονός, μία ιδιάζουσα κοινωνική εξαίρεση, ενώ είναι κανόνας στον μισό και πλέον πλανήτη. Πολλές φορές διάβαζα ή μάλλον διέκρινα τις Μικρές Κυρίες (Little Women,1868,της Louisa May Alcott). Επαναστατικότερο, καθόλου «δυτικό» και προσαρμοσμένο σε άλλη εποχή, με άλλες ανισότητες, οξύνσεις, διεκδικήσεις. Με ζητούμενο την θέση της γυναίκας χωρίς τα διλήμματα πλούτος και αρετή της Alcott.
Ένα μυθιστόρημα που η καθεμιά κατά την ανάγνωση διάλεγε και μία από τις αδελφές να την εκφράζει.
Μέχρι να μεγαλώσω νόμιζα ότι όλοι προτιμούσαν τη δική μου, μια και για μένα ήταν η καλύτερη. Η αναπόφευκτη ταύτιση σε δυνατά μυθιστορήματα ή σε ταινίες.
Επίσης θα ήθελα να θέσω έναν προβληματισμό: γιατί επιλέχθηκε να είναι ‘ορφανές’; Ήταν πιο ελεύθερες ή περισσότερο καταπιεσμένες; Μήπως απουσίαζε η ελευθερία που οι γιαγιάδες συνήθως χαρίζουν, αυτό που συχνά λέγεται «κακομαθαίνουν», μέχρι να έρθει η στιγμή και πρέπει τα εγγόνια να αντιμετωπίσουν την σκληρή πραγματικότητα, εν προκειμένου μιας θρησκευόμενης συντηρητικής κοινωνίας.
Η φωτογραφία των David Chizallet και Ersin Gok, από άποψη χρώματος και φωτός άρτια. Διέκρινα μια ιμπρεσιονιστική γεύση, ίσως εντύπωση μου. Τονίσθηκε το μέσα-έξω, το «αδυσώπητο βλέμμα» της επαρχιακής πλατείας. Εκεί που στο άπλετο καλοκαιρινό φως κρύβονται οι κριτές της καθημερινότητας, σκιές της ζωής, οι βιαστές των «θέλω» μας.
Εύχομαι να ακολουθήσουν και άλλες δουλειές της Deniz Gamze Ergüven.

Σκηνοθέτης: Deniz Gamze Ergüven
Σενάριο: Deniz Gamze Ergüven, Alice Winocour
Φωτογραφία: David Chizallet,Ersin Gok
Μουσική: Warren Ellis
Editing: Mathilde Van de Moortel

Ηθοποιοί
Günes Sensoy: Lale
Doga Zeynep Doguslu: Nur
Tugba Sunguroglu: Selma
Ilayda Akdogan: Sonay
Elit Iscan: Ece
Nihal G Koldas : γιαγιά
Ayberk Pekcan: Erol
Bahar Kerimoglu: Dilek
Burak Yigit: Yasin

6 Ιουλίου 2016

Ο Δρόμος για το Σχολείο (On the way to School) - 2013

Απλό αλλά επίπονο στην κινηματογράφηση του το «Στο δρόμο για το Σχολείο» καταφέρνει και θέτει εκ νέου τον προβληματισμό για το ‘ίσες ευκαιρίες’ στην εκπαίδευση. Το 2000 ο Κωνσταντίνος Τσουκαλάς, καθηγητής Κοινωνιολογίας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών, έγραφε στην εφημερίδα "Το Βήμα":
«Παρ' ότι λοιπόν είναι αβέβαιο, το μέλλον εμφανίζεται ταυτοχρόνως και προδιαγεγραμμένο: εφεξής, οι διαφορές ανάμεσα στις χώρες και οι ανισότητες ανάμεσα στους ανθρώπους θα παράγονται και θα επισφραγίζονται από την άνιση πρόσβαση στη διάχυτη πληροφορία και ευρύτερα στην καλπάζουσα γνώση.»
Μετά την παρακολούθηση της ταινίας διαπιστώνεται για ακόμη μία φορά ότι πόρρω απέχουμε απ αυτή την περίφημη ισότητα ευκαιριών στην εκπαίδευση.
Ο σκηνοθέτης, Pascal Pilsson, σε μία συνέντευξη του είπε ότι, ενώ επιχειρούσε να κινηματογραφήσει σε απομακρυσμένες από τον ‘πολιτισμό’ περιοχές, συγκλονίστηκε όταν είδε υπό ποίες συνθήκες τα παιδιά πηγαίνουν σχολείο. Θέλησε να αναδείξει αυτό το θέμα και το έκανε πολύ καλά.
Η ταινία αφηγείται τις παράλληλες ιστορίες τεσσάρων παιδιών σε τέσσερα σημεία στον κόσμο, των οποίων ο δρόμος για το σχολείο είναι ένα πραγματικό και επικίνδυνο ταξίδι, μία περιπέτεια. Η πρόσβαση στη γνώση, η επιθυμία μιας καλύτερης ζωής από αυτή των γονιών τους, τους δίνει κουράγιο προκειμένου να αποκτήσουν τα εχέγγυα ενός καλύτερου αύριο. Αψηφούν κάθε είδους απίστευτη αντιξοότητα για το δικαίωμα σε ένα καλύτερο μέλλον.

  • Στην Κένυα,ο Jackson, 11, μαζί με την μικρότερη αδελφή του Salome, πρέπει να περπατήσουν 15 χιλιόμετρα στη σαβάνα, να αποφύγουν αγέλες ​​ζώων όπως ελέφαντες, καμηλοπαρδάλεις κα.
  • Στα βουνά του Άτλαντα, Μαρόκο,η Zahira, 12, μαζί με τις δύο συμμαθήτριες-φίλες της, Noura και Zineb, κάθε Δευτέρα θα περπατήσουν 22 χιλιόμετρα, ή 4 ώρες, με τα πόδια, πάνω σε βραχώδη και ολισθηρά μονοπάτια προκειμένου να φθάσουν στο σχολείο.
  • Στην Αργεντινή, ο Carlito, 13, ιππεύοντας στις πεδιάδες της Παταγονίας θα διασχίσει έχοντας συνεπιβάτη την μικρή αδελφή του, Micaela, περίπου 18 χιλιόμετρα, μέχρι το σχολείο.
  • Στην Ινδία,ο Samuel, 11, παράλυτος, μεταφέρεται στο σχολείο από τα δύο μικρότερα του αδέλφια, Gabriel, Emmanuel, πάνω στην αυτοσχέδια και καθόλου λειτουργική αναπηρική καρέκλα του. Τα δύο παιδιά, ωθώντας ή έλκοντας την αναπηρική καρέκλα, δυσανάλογο βάρος για τα μικρά κορμάκια τους, θα διασχίσουν δύσκολους, κατεστραμμένους δρόμους και βάλτους επί μια ώρα, πριν φθάσουν στο σχολείο.

«Συχνά ξεχνάμε πόσο τυχεροί είμαστε που πάμε σχολείο» είναι η φράση που πέφτει στην οθόνη με την έναρξη της προβολής.
Το στοίχημα αν θα φθάσουν τα παιδιά σώα κι αβλαβή στο σχολείο δεν αφήνει περιθώρια να απολαύσεις την ομορφιά της Σαβάνας, ή του Άτλαντα, την οποία ομολογουμένως τα μακρινά πλάνα των Simon Watel και Pascal Pilsson αναδεικνύουν παράλληλα με την αγριότητα και τον ελλοχεύοντα κίνδυνο. Χωρίς να είναι μελοδραματική η ταινία προβάλλει το οικογενειακό περιβάλλον και εν μέρει αυτό της κοινωνίας.
Είναι εντυπωσιακό στο πως ο στόχος μόρφωση δεν είναι απλά των παιδιών. Συμμετέχουν και τον μοιράζονται εξίσου, παρ όλες τις δυσκολίες της επιβίωσης τους, τα υπόλοιπα μέλη της οικογένειας, παππούδες, γιαγιάδες και γονείς.
Μοιάζει να μην εστιάζουν στην επικινδυνότητα της καθημερινής μετακίνησης των παιδιών τους. Ίσως στις κοινωνίες εκείνες η διαβάθμιση του φόβου έχει άλλη κλίμακα ή ο σκηνοθέτης ωραιοποίησε τις συνθήκες. Το έκανε;

Δεν αναφέρθηκε καθόλου στην ευθύνη της πολιτείας, την υποχρέωση για την μεταφορά των μαθητών, την ποιότητα του σχολείων, την κοινωνική μέριμνα. Το ανύπαρκτο κράτος. Υπήρχαν νύξεις, όπως η έπαρση της σημαίας στην Κένυα, η έμφαση στην κτηνοτροφία στην Αργεντινή.
Εντυπωσιάστηκα από την στάση των πολιτών και παιδιών προς τα άτομα με αναπηρία στην Ινδία. Ήταν δική τους υπόθεση η βοήθεια και διευκόλυνση του παράλυτου συμμαθητή.
Σκληρή η στάση των πολιτών για βοήθεια προς τα κορίτσια στο Μαρόκο, αλλά ίσως ήταν μεμονωμένο φαινόμενο. Η σκληρή ζωή πολλές φορές δεν αφήνει περιθώρια για τον συνάνθρωπο, πόσο μάλλον σε τρία κορίτσια που θέλουν να μορφωθούν ενώ η θέση τους έχει προσδιορισθεί και προσανατολισθεί διαφορετικά.
Ήταν εμφανής η έμφαση που δόθηκε στην συνοχή των οικογενειακών δεσμών.
Ο ένας εξαρτάται από τον άλλον, η συμμετοχή επιβαλλόμενη και η οικογένεια τοιουτοτρόπως θα επιβιώσει.
Χωρίς να το επιδιώκεις κάνεις συγκρίσεις. Στον λεγόμενο δυτικό κόσμο, οι εκπαιδευτικοί και παιδαγωγοί αναθεωρούν τις μεθόδους διδασκαλίας, επανεξετάζονται οι διαδικασίες μάθησης, αναζητούνται κίνητρα εξασφάλισης της προσοχής των μαθητών, αμφισβητείται η διδακτέα ύλη, ο ρόλος του σχολείου, επιρρίπτονται ευθύνες, αλλάζουν οι υπουργοί, συμβούλια των συμβουλίων, προτάσεις να «μείνουν» οι μαθητές στην τάξη.
Σχολεία δύο ταχυτήτων, σχολεία για όλους, μη ταξικά σχολεία, εθνοκεντρικά ή
μη σχολεία, ανθρωποκεντρικά, διαδραστικά, αυταρχικά, ιδιωτικά, αυτοχρηματοδοτούμενα, αυτοδιαχειριζόμενα, καθόλου σχολείο, αποσυνδεδεμένα από την επαγγελματική αποκατάσταση, ελεύθερα, ανοιχτά και άλλα, ων ουκ έστιν αριθμός.
Όλα αυτά μοιάζουν περιττά εάν τα δει κάποιος με δεδομένα πλανήτη.
Ο Pascal Pilsson έδωσε τέσσερα παραδείγματα από την άλλη εκπαίδευση. Τα παραδείγματα πολλά ανά τον κόσμο. Οι φωτογραφίες δείχνουν πως όχι, δεν είναι τέσσερα παραδείγματα. Δεν είναι εξαίρεση μιας φυλής, μιας οικογένειας. Το αντιλαμβάνεσαι όταν βλέπεις ότι το σχολείο διαθέτει πασσάλους για να δένουν τα άλογα τους μαθητές σαν τον Carlito. Το διαπιστώνεις όταν αντικρίζεις τον σωρό από τα ξύλα-μπαστούνια που αφήνουν οι μαθητές πριν μπουν στην τάξη. Δεν είναι εξαίρεση ο Jackson και η αδελφή του. Τότε συνειδητοποιείς ότι η πλαστική καρέκλα που πέταξες πέρσι το καλοκαίρι, επειδή δεν είχε πόδι, κάποιος την βρήκε και του ήταν πολύ χρήσιμη, έγινε αναπηρική καρέκλα.
Αν το σχολείο είναι με τενεκέδες, σκοτεινό, με υγρασία, μακριά, και τα θρανία σκουριασμένα, δεν έχει σημασία. Άσβεστη παραμένει η επιθυμία για μάθηση και αμετακίνητος ο στόχος του «θα υπάρχω μέσω αυτής».
Η τρυφερότητα των παιδιών, ο αυθορμητισμός τους, η συντροφικότητα και η αλληλεγγύη τους κρατούν αμείωτο το ενδιαφέρον του θεατή.
Εμείς παραμένουμε προβληματισμένοι.
Καλό θα ήταν να την δουν οι μαθητές, τα παιδιά μας και οι φίλοι επί των εκπαιδευτικών θεμάτων και αυτό γιατί, όπως λέει και ο Κωνσταντίνος Τσουκαλάς,
«Αν αναγνωρίζεται ότι ο καθένας έχει την ατομική ευθύνη να προωθήσει και να αξιοποιήσει στο έπακρον τις ελεύθερες αξιακές επιλογές της δικής του ζωής, θα πρέπει επίσης να γίνει δεκτό πως η κοινωνία έχει την αμετάθετη συλλογική ευθύνη να προστατεύει σε ισότιμη βάση την ατομική αξιοπρέπεια όλων των κοινωνών, ανεξάρτητα από τις ικανότητές τους, τις δεξιότητές τους και τα γνωσιακά τους επιτεύγματα.»
Ο σκηνοθέτης και οι συνεργάτες του πρέπει να αισθάνονται ικανοποιημένοι και υπερήφανοι γιατί, με εργαλείο την τέχνη τους, έθεσαν ένα πολυσυζητημένο και πολυζητούμενο θέμα, ένα θέμα επίκαιρο στις δυτικές κοινωνίες τώρα παρά ποτέ. Σήμερα καλούνται να αντιμετωπίσουν μία ανομοιογενή και από άλλες πραγματικότητες σχολική τάξη εξαιτίας της ολοένα αυξημένης μετακίνησης πληθυσμών.
Η εκπαίδευση κρατάει το κλειδί για το μέλλον της Ευρώπης, το μέλλον μας. Αυτή θα βοηθήσει στην απορρόφηση των κραδασμών, αυτή θα αμβλύνει τις αντιθέσεις, θα αδελφώσει τους πολίτες.

Σκηνοθεσία: Pascal Pilsson
Σενάριο: Pascal Pilsson, Marie Claire Javoy
Φωτογραφία: Simon Watel Pascal Pilsson
Μουσική: Laurent Ferlet
Editing: Sarah Anderson, Sylvie Lager

Πρωταγωνιστούν:
Jackson Saikong,
Salome Saikong,
Samuel J Esther,
Gabriel J Esther,
Emmanuel J Esther,
Zahira Badi,
Noura Azaggagh,
Zineb Elkabi,
Carlito Janez,
Micaela Janez

20 Ιουνίου 2016

Το Κορίτσι από την Δανία (The Danish Girl) - 2015

Ο Tom Hooper μετέφερε στην οθόνη μία αληθινή ιστορία βασισμένη στο ομότιτλο βιβλίο του David Elbershoff. Πρόκειται ουσιαστικά για την πρώτη αλλαγή φύλου στην ιστορία της Ευρώπης. Αν και στο biography.com αναφέρεται ότι υπήρξε άλλο πρόσωπο χωρίς να ονομάζεται.
Καλογυρισμένη, με εξαιρετική φωτογραφία, πολύ καλές ερμηνείες, εστιάζει στο ψυχολογικό κι όχι στο κοινωνικό πλαίσιο του γεγονότος.
Ένα νεαρό ζευγάρι ζωγράφων στην Δανία, μετά έξι χρόνια γάμου, έρχεται να αντιμετωπίσει την επιθυμία του άνδρα, συζύγου να είναι γυναίκα. Από εκεί ξεκινάει ένας αγώνας για την κατανόηση της επιθυμίας, μετά την έκπληξη, την αντιμετώπιση της, αλλά κυρίως το τι σημαίνει αυτή η πεποίθηση του ότι είναι η Lili.
Ακολουθούμε και βιώνουμε την ανατροπή των ρόλων, το τι σημαίνει ερωτική επιθυμία και τι αγάπη. Το τι σημαίνει εξαρτώμαι από τον άλλο χωρίς να ξέρω ποιος ή ποια είναι αυτός, ή αυτή.
Ακόμη και η γλώσσα μας δεν είναι έτοιμη να αντιμετωπίσει αυτές τις αλλαγές.
Μένει αρκετά ο σκηνοθέτης σε αυτή την διττή υπόστασή του, αλλά και την αλλαγή στο ζευγάρι.
Έχει κάποια πισωγυρίσματα χωρίς να προχωράει. Για κάποιους ίσως να ήταν βαρετό, το έκρινα όμως αναγκαίο, γιατί ακόμη και μετά το τέλος δεν είχα ακόμη ξεκαθαρίσει το τι ήθελε αυτή και τι αυτός από τον άλλο.
Θα έλεγα ότι υπερτονίστηκε το ταρακούνημα της σχέσης σε σύγκριση με το θέμα.
Ακόμη κι όταν τα πράγματα έρχονται στην θέση τους, τρόπος του λέγειν, δηλαδή η Lili είναι πια γυναίκα, εξακολουθεί να παραμένει η σχέση πολύπλοκη και αξεκαθάριστη.
Είναι τρομακτικό το πως ακόμη και η επιστήμη αντιμετώπιζε την επιθυμία να είσαι άλλος. Σαν παθογένεια. Μόνο η Εκκλησία έλλειπε από την ιστορία. Τις αντιδράσεις της κοινωνίας και του περίγυρου δεν τις είδαμε, είτε γιατί δεν ενδιέφεραν τον σκηνοθέτη, είτε γιατί δεν υπήρχαν. Δεν μπορεί να παραβλέψει κανείς ότι βρισκόμαστε στο βορρά κι όχι στο νότο της Ευρώπης με άλλες δομές και ήθη.
Ο Eddie Redmayne είναι ένας πολύ καλός ηθοποιός όπως και η Alicia Vikander. Το μόνο ίσως ψεγάδι, για μένα, είναι ότι στην προσπάθεια του να δείξει την συμπεριφορά και κινήσεις ενός άλλου φύλου σώματος, αυτό που για χρόνια υπήρξε, παραείναι γυρτός και βλέπει συνεχώς προς τα κάτω, αυτό που ο λαός λέει «χαμηλοβλεπούσα». Δημιουργεί μια μανιέρα χωρίς να είναι και τόσο εύστοχη. Όμως είναι γεγονός ότι ο Eddie Redmayne είτε ως Einar είτε ως Lili, με παρέσυρε στο δράμα του, στην αγωνία του, όπως και η Alicia Vikander. Κινήθηκα και υπήρξα μέσα στο αδιέξοδο της σχέσης τους, στο άλλο παιχνίδι κι άλλο συναίσθημα.
Ξεπέρασε τα όρια ενός προσωπικού δράματος και ο θεατής τοποθετείται μπροστά σε μία κοσμοθεωρία. Τι είναι αυτό που μας καθορίζει ως φύλο πέρα από τις αναστολές και περιορισμούς του περιβάλλοντος χώρου. Πως ορίζεσαι; Έχει αυτός ο ορισμός τις δυσκολίες του μόνο εξαιτίας εξωγενών δυνάμεων; Μας καθορίζουν ή αυτοκαθοριζόμαστε; Είναι αναγκαίο ένα εξωτερικό ερέθισμα, όπως στην ταινία, για να ανακαλύψουμε μία επιθυμία εν υπνώσει; Όλοι αυτοί οι προβληματισμοί δεν τίθενται εμφανώς και ευλόγως, προκαλούνται μέσα από την απλή εκ πρώτης όψεως ταινία εποχής. Εξαιρετικό το μακιγιάζ και οι ενδυματολογικές επιλογές. Όπως και η μουσική του Alexandre Desplat.
Παραμένει απορία η παρουσία του Μathias Schoenaerts αν και κανείς δεν μπορεί παρά να ομολογήσει ότι, όπως πάντα, είναι άψογος.

Σκηνοθέτης: Tom Hooper
Σενάριο: Lucinda Coxon
Βιβλίο: The Danish Girl του David Elbershoff
Φωτογράφος: Danny Cohen
Μουσική: Alexandre Desplat
Editor: Melanie Ann Oliver
Ηθοποιοί
Eddie Redmayne: Einar Wegener / Lili Elbe (Lili Elvenes)
Alicia Vikander: Gerda Wegener (née Gottlieb)
Matthias Schoenaerts: Hans Axgil (Fernando Porta)
Ben Whishaw: Henrik Sandar (Claude Lejeune)
Amber HeardUlla Paulson (Anna Larssen)
Sebastian Koch: Dr. Kurt Warnekros
Pip Torrens: Dr. Jens Hexler
Emerald Fennell:Elsa
Adrian Schiller: Rasmussen

3 Ιουνίου 2016

Spotlight - 2015

Όσοι ζούμε σε μικρές κοινωνίες και όσοι έχουμε μεγαλώσει σε περιβάλλοντα που η εκκλησία είναι συνυφασμένη με την ζωή μας γνωρίζουμε πάρα πολύ καλά δύο πράγματα: Πρώτον, ότι όλοι γνωρίζουν το τι συμβαίνει γύρω μας και, ανάλογα με το θέμα και το τι θίγει, παριστάνουμε, όπως συνηθίζαμε να λέμε, ότι δεν ξέρουμε. Επίσης γνωρίζουμε πόσο ανέγγιχτο παραμένει ό,τι άπτεται της Εκκλησίας και εκκλησίας, με μεγάλο και μικρό γράμμα και της ηγεσίας αυτής. Μου έλεγε κάποτε πολιτικός, «ας τολμήσει κάποιος να κατέβει στον πολιτικό στίβο χωρίς την ευλογία του παπά, εννοώντας του Μητροπολίτη, έχει ήδη χάσει».
Η ταινία του Tom McCarthy τόλμησε να επαναφέρει δραματοποιημένο ένα μεγάλο σκάνδαλο αυτό της σεξουαλικής κακοποίησης παιδιών από ένα απίστευτα μεγάλο αριθμό ιερέων της καθολικής εκκλησίας. Το σκἀνδαλο αποκάλυψε η ομάδα Spotlight της εφημερίδας Boston Globe.
Η ερευνητική δημοσιογραφική ομάδα με αρχηγό τον Walter 'Robby' Robinson, με εντολή του άρτι τότε, 2001, αφιχθέντα εκδότη, Marty Baron, έφερε στο φως όχι απλώς την ιστορία 12 ιερέων, όπως πίστευαν αρχικά, αλλά 90, βρήκαν στοιχεία για 87, ενώ μέχρι πρόσφατα με αφορμή την δημοσίευση έχουν καθαιρεθεί από την Καθολική Εκκλησία 850 και επιβλήθηκαν κυρώσεις σε 2500 ιερείς, με τα κακοποιημένα θύματα να αριθμούν επίσημα στην ένωση τους, τα 22000. Το κυριότερο αυτό που θα μπορούσε να είναι ένα σκάνδαλο εντός των τειχών, απεδείχθη ότι όχι μόνο ήταν εν γνώσει της Αρχιεπισκοπής, όχι μόνο δεν απομακρύνονταν από τα καθήκοντά τους οι ένοχοι, αλλά απλά μετακινούνταν σε άλλη ενορία. Το συγκλονιστικότερο όλων, όλοι το γνώριζαν, αστυνομία, δικαστές, δικηγόροι και δημοσιογράφοι, αλλά όλοι σιωπούσαν. Η σιωπή είχε την μορφή πολλάκις της οικονομικής διαπλοκής, συμβιβασμοί και διαπραγματεύσεις, άλλοτε του καθωσπρεπισμού και της άποψης «δεν αγγίζουμε τους εκπροσώπους του Θεού». Χρειάστηκε ένας εκτός της πόλης, ο νέος εκδότης της Boston Globe, για να ανοίξει το θέμα.
Η ταινία έχει καλούς ηθοποιούς, χωρίς να ξεχωρίζει ιδιαίτερα κανένας, ίσως επιλογή για να υποστηριχθεί η ενότητα και έννοια της ομάδας. Δεν έχει πάθος, κρατάει το ρυθμό και την ένταση της, δεν παραποίησε την ιστορία, την αφηγείται καλά και κρατάει τον θεατή με αμείωτο το ενδιαφέρον χωρίς όμως να τον οδηγεί σε εξάρσεις και συναισθηματισμούς, εξασφαλίζοντας έτσι την ματιά του καθαρή όπως είναι και μία καλή δημοσιογραφική έρευνα. Θα συμπλήρωνα ότι μετά από 15ετία ο αναγνώστης του σήμερα, του διαδικτύου, έχει συνηθίσει σε άλλου είδους ρεπορτάζ. Γρήγορο, άμεσο, πομπώδες και πολλές φορές ατεκμηρίωτο και μην έχοντας καλύψει όλες τις πλευρές.
Ο σκηνοθέτης και συνυπογράφων το σενάριο εστίασε περισσότερο, εξάλλου και ο τίτλος της ταινίας, στο δημοσιογραφικό επίτευγμα, δυσκολίες ενδογενείς και εξωγενείς, συνεργασίες, χρηματισμοί και συμφέροντα, και λιγότερο στο ίδιο το γεγονός, ηθική, ψυχολογική, και πολιτική άποψη. Ακόμη περισσότερο απουσίαζαν τα θύματα και η ζωή τους. Υπήρξαν απλά νύξεις και παραδείγματα για να καλυφθεί το θέμα. Θα τονίσω ότι δεν επέτρεψε να γίνει χρήση κλειδαρότρυπας.
Σημαντικό το ότι συμπεριέλαβε τον Richard Sipe, πρώην ιερέα εργαζόμενο στο χώρο θεραπείας των ασελγών και ψυχίατρο, ο οποίος ασχολείται εδώ και 30 χρόνια με το θέμα της σεξουαλικής κακοποίησης παιδιών από ιερείς. Τα νούμερα και οι παρατηρήσεις του κάλυψαν την κοινωνικο-ηθική προσέγγιση της ταινίας. Ανέδειξαν το μέγεθος του προβλήματος.
Η δημοσιογραφία πήρε το 2003 το βραβείο Pulitzer, τα θύματα κάποια χρηματική αποζημίωση, όμως παρ όλες τις δηλώσεις του Ποντίφικα ουσιαστικά δεν έχουν παρθεί γενναίες και ρηξικέλευθες αποφάσεις από την πλευρά της Εκκλησίας. Ο δε υπεύθυνος Αρχιεπίσκοπος, αυτός που συγκάλυπτε τα σκάνδαλα πήρε προαγωγή, μακριά από την Αμερική του βέβαια, αλλά στην Basillica di Santa Maria Maggiore της Ρώμης.
Ο αρχιεπίσκοπος της Βοστώνης Καρδινάλιος Seán O’Malley, δια στόματος του Γραμματέα δήλωσε ότι δεν θα αποτρέψει τους πιστούς να δουν την ταινία αλλά θα είναι προσωπική τους επιλογή. [When asked if the archdiocese of Boston endorses the film, Terrence Donilon, communications officer to the city’s archbishop, Cardinal Seán O’Malley, said the archdiocese «would not discourage people from seeing the film», but viewing it «should be an individual choice»]
Εγώ θα την πρότεινα.

Σκηνοθέτης: Tom McCarthy
Σενάριο: Josh Singer Tom McCarthy
Φωτογραφία: Masanobu Takayanagi
Μουσική: Howard Shore
Editing: Tom McArdie
Η ομάδα Spotlight
Mark Ruffalo: Michael Rezendes
Michael Keaton: Walter ‘Robby' Robinson
Rachel McAdams: Sacha Pfeiffer
Liev Schreiber: Marty Baron
John Slattery: Ben Bradlee, Jr.
Άλλοι
Stanley Tucci : Mitchell Garabedian,
Gene Amoroso: Stephen Kurkjian
Jamey Sheridan: Jim Sullivan
Billy Crudup: Eric MacLeish
Maureen Keiller: Eileen McNamara
Richard Jenkins: Richard Sipe
Paul Guilfoyle: Peter Conley
Len Cariou: Cardinal Bernard Law
Neal Huff: Phil Saviano της SNAP
Michael Cyril Creighton: Joe Crowley

1 Ιουνίου 2016

Mouchette 1967

Είχα την τύχη να δω με καθυστέρηση 48 ετών την ταινία χάριν του MUBI, μια online ταινιοθήκη, που καθημερινά μας προβάλλει διαμαντάκια.
Ένα τέτοιο και η Mouchette του Robert Bresson, ενός από τους σημαντικότερους εκπροσώπους του Γαλλικού Νέου Κύματος. Γι αυτόν που ο Jean Luc Godard είπε πως «ο Robert Bresson είναι ο γαλλικός κινηματογράφος, όπως ο Ντοστογιέφσκι είναι η ρωσική λογοτεχνία και ο Μότσαρτ η γερμανική μουσική».
Είναι δύσκολο να εκτιμήσεις την ποιότητα και το εγχείρημα του κινήματος ζώντας σε μια εποχή που ήδη κοντεύει να αντικατασταθεί ακόμη και ο ηθοποιός, εκτός από τα σκηνικά, ενώ ξοδεύονται εκατομμύρια για το πιο σύνθετο υπερθέαμα.
Να εκτιμήσεις την αργή κίνηση, την αλληγορία, τον ηθοποιό πλασμένο από αγνά υλικά, δια χειρός ενός άλλου Πυγμαλίωνα, του σκηνοθέτη. Για τον Robert Bresson, αυτόν τον λάτρη της σιωπής μίλησαν πολλοί, και έχουν εντρυφήσει στο έργο του άλλοι τόσοι.
Διάλεξα την γνώμη ενός δικού μας κριτικού του Μανώλη Κρανάκη που γράφει:
«Δεν υπάρχει τίποτα που να μην έχει ειπωθεί για τον Robert Bresson και το έργο του. Και στην κυριολεξία τίποτα που να μην έμοιαζε, ήδη τη στιγμή που διατυπωνόταν, τελείως περιττό.
Ειδικά για έναν δημιουργό, που σε όλη τη διάρκεια του αιώνα που έζησε, ξόδεψε και την ελάχιστη σταγόνα ενέργειας και ευφυίας του, προκειμένου να πετύχει κάτι τόσο απλό αλλά συνάμα ακατόρθωτο, όπως την απόλυτη σιωπή.»
Ολα είναι σιωπή.
«Έχεις δει την ταινία μου;» ρώτησε κάποτε ο Robert Bresson έναν δημοσιογράφο κατά τη διάρκεια μιας συνέντευξης με αφορμή την προβολή του «Χρήματος» το 1983. Αυτός απάντησε καταφατικά.
«Τότε γνωρίζεις ακριβώς όσα κι εγώ. Δεν υπάρχει τίποτα περισσότερο για το οποίο αξίζει να μιλήσουμε».
[Μην αλλάξεις τίποτα, αλλά κάνε τα πάντα να μοιάζουν διαφορετικά].
Καταδικασμένος σε θάνατο (όπως οι περισσότεροι ήρωες του), ο Robert Bresson δεν κατάφερε ωστόσο ποτέ να αποδράσει από το πλήθος των θεωρητικών αναλύσεων που φρόντισαν από νωρίς να αποκωδικοποιήσουν τη θέση του στο παγκόσμιο σινεμά. Ευτυχώς, όμως, για τον ίδιο αλλά και την πολύπαθη κινηματογραφική ιστορία, το έργο του υπήρξε, από τη φύση του, περισσότερο ελεύθερο, περισσότερο μοντέρνο και, εν τη γενέσει του, περισσότερο διαχρονικό από όσο θα επέτρεπε οποιοσδήποτε καταναγκαστικός εγκλεισμός του σε μία - έστω και πλήρη - κινηματογραφική θεώρηση.
Δείγματα μιας πρωτοφανούς ιδιοφυΐας ή απλώς σπουδαίες πράξεις ενός ξεχωριστού θνητού, οι μόλις 13 ταινίες που γύρισε ο Robert Bresson από το 1943 μέχρι το 1983 εξηγούν αυτόνομα και σχεδόν ολοκληρωτικά όλα όσα προσπάθησαν κατά καιρούς να αποδοθούν ως ιδιότητες στο αγιασμένο ήδη από τους φανατικούς θαυμαστές του «μπρεσονικό» του έργο. Και το κυριότερο. Μοιάζουν με την πιο αποστομωτική απάντηση στην παρεξήγηση που ήθελε το δημιουργό τους αποφασισμένο να αλλάξει το σινεμά.
Ο Ρομπέρ Μπρεσόν δεν είχε πρόθεση να αλλάξει το σινεμά. Ήθελε απλά, αλλά συνειδητά, να το επαναφέρει στην όποια πρωταρχική του υπόσταση και, ίσως σημαντικότερο από το να το αλλάξει, να το εφεύρει από την αρχή.
Γι αυτό και απεχθανόταν τη λέξη ‘σινεμά’ προτιμώντας αντ' αυτού τη λέξη ‘κινηματογράφος’. Αυτή ήταν η Τέχνη του Robert Bresson. Ο Κινηματογράφος. Που «η αλήθεια του δεν μπορεί να είναι η αλήθεια του θεάτρου, ούτε η αλήθεια του μυθιστορήματος, ούτε η αλήθεια της ζωγραφικής». Και η αναζήτηση της ουσίας του (απαλλαγμένης τόσο από τα δάνεια των άλλων τεχνών, όσο και από την βιομηχανοποίηση μιας πρωταρχικά χειρωνακτικής διαδικασίας) θα γινόταν για τον Μπρεσόν κάτι σαν το δικό του άγιο δισκοπότηρο. Μια βίαιη και αιματηρή «σταυροφορία» που νομοτελειακά έμελλε να μπερδέψει ακόμη περισσότερο όσους προσπάθησαν μάταια να τον κατηγοριοποιήσουν ως έναν «ασκητικό» καλλιτέχνη, έναν βαθιά θρησκευόμενο δυτικό, έναν κλειδωμένο διανοούμενο την ίδια στιγμή που ο ίδιος ήθελε απλά και μόνο να στρέψει το βλέμμα στο αναγκαίο, το απαραίτητο, το αδύνατο."
Μέσα σ’ αυτήν την απόλυτη λιτότητα κινείται η Mouchette. Για το έργο του ο Bresson είπε ότι «η Mouchette είναι η προσωποποίηση της μιζέριας και της εγκληματικότητας. Μπορείς να την βρεις οπουδήποτε: Πόλεμοι, στρατόπεδα συγκέντρωσης, βασανιστήρια και δολοφονίες».
Το σενάριο υπογράφει ο σκηνοθέτης, βασίσθηκε σε μία νουβέλα με τον ίδιο τίτλο του Georges Bernanos.
Βρισκόμαστε στην Γαλλία, σ’ ένα μικρό χωριό. Ένα σιωπηλό κορίτσι, μόλις στην αρχή της εφηβείας, παλεύει να υπάρξει στον ασφυκτικό κλοιό μιας στενόμυαλης, διεφθαρμένης, μικρής επαρχιακής κοινωνίας. Ζώντας την απόλυτη φτώχεια ,έχει επιφορτισθεί την φροντίδα της οικογένειας. Η μητέρα αγωνιά άρρωστη στο κρεββάτι, ένα βρέφος, το νεώτερο μέλος της οικογένειας, χρειάζεται την φροντίδα της. Αδελφός και πατέρας εμπορεύονται παράνομα, εν γνώση και αδιαφορία όλων, οινοπνευματώδη. Αλκοολικός τουλάχιστον ο πατέρας.
Υπομένει την έλλειψη φροντίδας, την απουσία στοργής, τον περίγελο, τον οίκτο, την βία. Κινείται σε ένα χώρο σαν εκτός αυτού. Την θυμούνται οι γεμάτοι ορμές έφηβοι, την αποφεύγουν και περιφρονούν οι συμμαθήτριες, την σχολιάζουν οι μεγαλύτερες.
Ένα βράδυ σφοδρής καταιγίδας, έχοντας χαθεί μέσα στο δάσος, θα γίνει μάρτυρας μιας διαμάχης ανάμεσα σε δύο αντίζηλους. Ένα πλάσμα απροστάτευτο. Εσύ κι αυτή. Ο φόβος παρών. Θα την οδηγήσει, ὀταν την ανακαλύψει ο ένας εξ αυτών στην καλύβα του, με την υποψία δε ότι έχει σκοτώσει τον άλλον, θα την εξαναγκάσει να γίνει το άλλοθι του, και τελικά τη βιάζει. Θέλεις να την αναλάβεις, να την προστατεύσεις, να την στεγνώσεις. Δεν το ζητά. Δεν κλαψουρίζει, δεν επιζητά τον οίκτο, δεν χαμογελά, δεν ξεχνιέται παρά μια φορά.
Η κάμερα καταγράφει τη σιωπή, το βλέμμα και το παπούτσι της, τα κουρελιασμένα ρούχα της. Ένα παιδί η ίδια σε ρόλο ευθύνης. Ένα παγιδευμένο ανήμπορο πουλί.
Επιλέγει τον θάνατο από την υποτιθέμενη ελευθερία.
Όλα εκφράζονται με την κάμερα που θαρρείς αφηγείται ακόμη και τα συναισθήματα, ενώ έχεις την βαθιά πεποίθηση ότι τα άκουσες να εκφέρονται.
Οι ηθοποιοί έχουν αυθεντικότητα και φυσικότητα. Λείπουν οι κραυγαλέες εκφράσεις, οι θεαματικές κινήσεις, οι εύπεπτες ατάκες. Τα πλάνα αλλάζουν και με το άνοιγμα ή κλείσιμο πόρτας. Εν γνώση του θεατή.
Ζεις το δράμα της Μouchette και ταυτόχρονα έχεις την ενοχή για τον κόσμο στον οποίο συμμετέχεις.
Ήχοι φυσικοί, παγιδευμένα ζώα ως η παγιδευμένη τρυφερή ψυχή της Mouchette. Ένας κόσμος που θα ήταν γραφικός αν δεν σου έδειχναν την άλλη πλευρά του, αυτή της αλήθειας.
Η μουσική εμφανίζεται ως προοίμιο στην αρχή, και μετά χάνεται, ή νομίζεις ότι χάνεται.
Θα έλεγα ποιητική η εικόνα αλλά θα ήταν σαν να πρόδιδα αυτόν που τον κινηματογράφο τον ήθελε ανεξάρτητο από τις άλλες τέχνες. Τέχνη ξεχωριστή από μόνος του.
Είναι από τα έργα που θέλεις να τα κρατήσεις, να τα ξανασυναντήσεις.

Σκηνοθέτης: Robert Bresson
Σενάριο: Robert Bresson βασισμένο στην ομότιτλη νουβέλα του Georges Bernanos
Φωτογραφία: Ghislain Cloquet:
Μουσική: Jean Wiener,Claudio Monteverdi
Editing: Raymond Lamy
Ηθοποιοί
Nadine Nortier: Mouchette
Jean-Claude Guilber: Arsène
Marie Cardinal: Mother
Paul Hebert: Father
Jean Vimenet: Mathieu
Marie Susini: Mathieu’s wife
Suzanne Huguenin: Layer-out of the Dead
Marine Trichet: Louisa
Raymonde Chabrun: Grocer

19 Μαΐου 2016

The Big Short (To Μεγάλο Σορτάρισμα) - 2015

Η ταινία του Adam Mckay ήρθε 7 χρόνια μετά την οικονομική κρίση του 2008 μιας κρίσης της οποίας τις συνέπειες ακόμη πληρώνουν εκατομμύρια άνθρωποι και ίσως κάποιες χώρες.
Υπάρχουν βέβαια αντιρρήσεις για το αν συνδέονται τα γεγονότα, αυτών που συνέβησαν στην Αμερική με αυτό που συνέβη στην χώρα μας και χώρες όπως η Ισπανία και η Ιρλανδία.Οι ειδικοί ξέρουν καλύτερα και ίσως κάποτε μάθουμε την αλήθεια. Μοιάζει να μην είναι αρκετός ο χρόνος για να ειπωθεί η αλήθεια.
Η υπόθεση:
Τέσσερις ευφυείς επενδυτές, Michael Burry, Mark Baum, Jared Venet και Ben Richert έστω κι έξω από τα πράγματα, παρατηρούν εκ των προτέρων το τι θα επέφερε η γνωστή μετέπειτα σε μας μεγάλη οικονομική κρίση του 2008 και το πώς αυτή αντιμετωπίστηκε από τις τράπεζες, τα ΜΜΕ και την κυβέρνηση. Δεν επιχειρούν να την ανατρέψουν αλλά να την εκμεταλλευτούν. Η ιδέα που τους έρχεται ονομάζεται το μεγάλο σορτάρισμα.

Η ταινία είναι δύσκολη να την παρακολουθήσεις αν δεν είσαι οικονομολόγος, ή χρηματιστής.
Όμως έχει ενδιαφέρον. Είναι μία ευφυέστατη σάτιρα, το δε σενάριο δεν κυλάει απλά, αλλά τρέχει. Το συνυπογράφει ο σκηνοθέτης, μαζί με τον Charles Randolph. Βασίστηκε στο βιβλίο του Michael Lewis που θεωρείται ειδικός σε θέματα χρηματιστηρίου. Ήδη είχαμε δείγμα στην ταινία Moneyball. Αυτήν τη φορά όμως πάει πολύ πιο βαθιά και επιχειρεί μία πολιτική προσέγγιση στο βιβλίο, όπως και ο σκηνοθέτης στη ταινία.
Υπάρχει προσέγγιση σε όλους τους άμεσα εμπλεκόμενους στην κρίση. Όλους; Θα έλεγα με ερωτηματικό. Έμειναν απ έξω από την ταινία οι πολιτικοί με εξαίρεση κάποια σχόλια που όμως δεν καλύπτεται η ευθύνη τους και οι συνέπειες αυτής της κρίσης. Αυτής που δεν διαχειρίσθηκαν, ή αφέθηκε στην πορεία της μέχρι να σκάσει η φούσκα.
Οι μετέπειτα ενέργειες και νομοθεσίες ήταν στην αποκατάσταση και όχι στην πρόληψη.
Στην δε ταινία αναφέρονται στον γραπτό επίλογο της.
Η ταινία έχει εξαιρετικούς ηθοποιούς. Δεν μπορείς να ιεραρχήσεις την ερμηνεία τους. Τους θεωρώ ισοϋψείς. Ήταν γρήγορη, με χιούμορ, καυστικότητα και αφέλεια κάποιες φορές. Όπως, παράδειγμα, να κάνεις έρευνα μέσα σε ένα νυχτερινό κέντρο για την πειστικότητα της ή την ελάφρυνσή της.
Δεν έχει καθόλου σεξ και δεν προκαλεί. Δείχνει το παράλογο του εικονικού χρήματος, την απληστία, την δίψα για το χρήμα, την ματαιότητα του πλούτου. Χωρίς να φθάνει στις υπερβολές του The Wolf of Wall Street.
Εκτιμώ ότι δεν αναφέρθηκε στις συνέπειες αυτού του αδίστακτου και ριψοκίνδυνου παιχνιδιού για κάποιους παρά μόνο λεκτικά. Ίσως εστίασε στο ‘το τι’ προκάλεσε τη κρίση.
Οι τράπεζες κατακεραυνώνονται, το ίδιο και οι Οίκοι Αξιολόγησης. Επίσης αυτοί που τους πλησιάζουν, οι λεγόμενοι επενδυτές.
Λέξεις άγνωστες στο ευρύ κοινό, ταχύτατοι υπολογισμοί, πρωτόγνωροι συνειρμοί (SWAPs, CDOs, κλπ). Τα ομόλογα, ασφαλισμένα ή μη, τα σορταρίσματα, οι αγοροπωλησίες, αναχρηματοδοτούμενα δάνεια.
Μοιάζει μία χαοτική διαδικασία, μια διαδικασία που κάποιοι για λογαριασμό τους ενορχηστρώνουν με παράλληλες και αλληλοτεμνόμενες ενέργειες. Ο θεατής; Ο θεατής, μάλλον ο απλός πολίτης μένει με ανοιχτό το στόμα προσπαθώντας να συγκρατήσει τους διαλόγους και να βγάλει νόημα. Μέσα στην αίθουσα έχουμε ξεχάσει πόσες τσέπες, λογαριασμοί, έμειναν άδειες, πόσοι μείναν άστεγοι και χωρίς μοίρα.
Το θέμα είναι ότι και οι ίδιοι οι επενδυτές αδυνατούν να καταλάβουν πως ανατράπηκε η βεβαιότητα τους. Εξαίρεση στην πρόβλεψη ο Michael Burry. Προέβλεψε την κατάρρευση των ενυπόθηκων ομολόγων που γκρέμισε ακόμη και την κραταιά Lehman Brothers. Τα γεγονότα είναι αληθινά και ο βασικός ήρωας της ταινίας, ο Michael Burry (Christian Bale) ιδιοκτήτης μικρής επενδυτικής εταιρείας, της Scion Capital, υπαρκτό πρόσωπο. Όπως υπαρκτά πρόσωπα είναι και ο Mark Baum ως Steve Eιsman, ο Jared Vennet βασίσθηκε ως χαρακτήρας στον Greg Lippmann και ο Βen Rickert ως Ben Hockette.
Σ αυτήν την βεβαιότητα αναφέρεται η ρήση του Mark Twain «It ain’t what you don’t know that gets you into trouble. It’s what you know for sure that just ain’t so» (Δεν σε βάζει σε μπελάδες αυτό που δεν ξέρεις αλλά η βεβαιότητα σου ότι δεν είναι έτσι) και η αρχή της ταινίας.
Σκηνοθέτης φωτογράφος και editor έκαναν εξαιρετική δουλειά. Ακόμα και ο πλέον αδαής συναισθάνθηκε την φούσκα του κτηματομεσιτικού παραλόγου. Με το που φθάνεις στα νεόκτιστα σπίτια που περίμεναν τους εξαπατημένους δανειζομένους, νιώθεις ότι κάτι δεν πάει καλά. Υπερβολική πολυτέλεια, κατασκευασμένο όνειρο, μεθυσμένοι από την ευτυχία πωλητές, ακόμη και κορίτσια της νύχτας άλλαξαν ρόλο και πείσθηκαν ότι είναι εξασφαλισμένες επενδύτριες.
Η φενάκη του χορού του χρήματος παρουσιάστηκε με τον καλύτερο τρόπο στο Las Vegas. Χρώμα, φως, ήχος, παραζάλη, ποτό, τζόγος, κουκλίτσες, καιροσκόποι, πολυτέλεια, χαλαρότητα. Το δε καταπόντισμα και η συνέπεια αυτής της ξέφρενης επενδυτικής αγοραπωλησίας φάνηκε στα γραφεία της χρεοκοπημένης χρηματιστηριακής εταιρείας. Δεν είναι τυχαίο ότι και στα νεόκτιστα προάστια και στα γραφεία απουσίαζαν οι άνθρωποι εκτός από ένα δύο άτομα λαβωμένα κι αυτά από το κακό.
Διανθίστηκε επίσης με την εμφάνιση επωνύμων όπως των Anthony Bourdain, Margot Robbie, Selena Gomez και Richard Thaler προκειμένου να δοθεί αυτή η νότα του χαλαρού σε ένα όχι απλά βαρύ θέμα, άλλα καταστροφικό με ολέθριες συνέπειες σε εκατομμύρια ανθρώπους. Ακόμη με την εστίαση στα πρόσωπα των πρωταγωνιστών είχες την αίσθηση ότι μετατρεπόταν σε φιγούρες από εικονογραφημένα. Εν γένει έπρεπε να έχεις μεγάλη αίσθηση χιούμορ για να το αντέξεις. Η ταινία έχει αυτήν την επιφανειακή ελαφρότητα, αλλά έχει επίσης την ακρίβεια ντοκιμαντέρ.
Ίσως θα πρέπει να συνηθίσουμε, ή μήπως συνηθίσαμε ήδη, να προσεγγιζουμε σοβαρά θέματα εντός ενός δίωρου θέασης.

Σκηνοθέτης: Adam Mckay
Σενάριο: Adam Mckay,Charles Randolph βασισμένο στο ομότιτλο βιβλίο του Michael Lewis
Φωτογραφία:Barry Ackroy
Μουσική:Nicholas Britell
Εditor:Hank Corwin

Ηθοποιοί:
Christian Bale: Michael Burry
Steve Carell:Mark Baum
Ryan Gossling:Jared Venett
Brad Pitt: Ben Rickett
John Magaro:Charlie Geller
Finn Wittrock:Jamie
Hamish Linklater: Porter Collins
Rafe Spall: Danny Moses.
Jeremy Strong: Vinny Daniel
Adepero Oduye: Kathy Tao
Marisa Tomei: Cynthia Baum
Melissa Leo: Georgia Hale
Stanley Wong: Ted Jiang
Jeffry Griffin: Chris.
Byron Mann : Mr. Chau
Tracy Letts: Lawrence Fields
Karen Gillan: Evie
Max Greenfield: Mortgage Broker

14 Μαΐου 2016

Σουφραζέτες (Suffragette) - 2015

Ο όρος «σουφραζέτα» προέρχεται από τη λέξη «suffragist», που δηλώνει τον υποστηρικτή του «suffrage», δηλαδή του δικαιώματος ψήφου. Στο Ηνωμένο Βασίλειο στις αρχές του 20 ου αιώνα οι Σουφραζέτες ήταν συνήθως γυναίκες από τη μεσαία τάξη, με επισφαλή κοινωνικοοικονομική κατάσταση, οι οποίες επιθυμούσαν να βελτιώσουν τις ζωές τους. Στην άρνηση της κυβέρνησης και της κοινωνίας να τους δοθούν ίσα δικαιώματα με τους άνδρες, κατ αρχήν το δικαίωμα της ψήφου, προχώρησαν κατά προτροπή της Emmeline Pankhurst σε ριζοσπαστικές και βίαιες πράξεις χωρίς βέβαια ανθρώπινα θύματα, προκειμένου να εισακουσθούν, όπως να καίνε γραμματοκιβώτια, να αλυσοδένονται σε κάγκελα, να προκαλούν εμπρησμούς και να λιθοβολούν τζαμαρίες εφημερίδων και καταστημάτων. Φυσικά και η αντίδραση της κυβέρνησης ήταν βίαιη και οι σουφραζέτες ξυλοκοπήθηκαν, χλευάσθηκαν, υποτιμήθηκαν και φυλακίσθηκαν πολλές φορές. Ήταν ένας τρόπος να σπάσει το ηθικό τους και να συνετιστούν μια και ως γυναίκες κατά την γνώμη τους δεν διέθεταν την σύνεση και την λογική ενός άνδρα…
Μία δε εξ αυτών, στην προσπάθειά της να υψώσει την σημαία τους σε αγώνες ιπποδρομίας, εισήλθε στο διάδρομο αγώνος, στάθηκε μπροστά στο άλογο του Βασιλιά και ποδοπατήθηκε καταλήγοντας στα τραύματα της σύντομα. Προκάλεσε το παγκόσμιο ενδιαφέρον και κατακραυγή, κάλεσε με το θάνατο της την κοινή γνώμη να δει το πρόβλημα και να αγκαλιάσει τον αγώνα τους.
Ήταν μία μικρή εισαγωγή για το περιεχόμενο της ταινίας. Θεωρητικά αυτό διαπραγματεύεται. Όμως η σκηνοθέτης Sarah Gavron και η σεναριογράφος Abi Morgan προκειμένου να αφηγηθούν την ιστορία αυτού του κινήματος, χρησιμοποίησαν ένα πρόσωπο, την Maud (Carey Mulligan) ως μία εκ των πολλών και εστίασαν στην προσωπική της ιστορία θέλοντας να δημιουργήσουν αμεσότητα και την ματιά του θεατἠ σε ένα υποτίθεται λυμένο θέμα, αυτό της ισότητας των δύο φύλων. Ως χαρακτήρες στην ταινία υπάρχουν και ιστορικά αληθινά πρόσωπα, όπως αυτό της Emmeline Pankhurst που υποδύεται, ένας ρόλος αστραπή, η Μeryl Steep, και άλλες, όπως η Edith Ellyn (Helena Bonham Carter), αν και δεν είναι αληθινό πρόσωπο, εμπνεύστηκε ουσιαστικά από την Edith Garrud και η Emily Wilding Davison, αυτή που έπεσε στον ιππόδρομο.
H Μaud είναι εργάτρια σε ένα πλυντήριο, δύσκολη δουλειά ανθυγιεινή. Εκεί μέσα γεννήθηκε και εκεί θα πέθαινε, όπως η μητέρα της και τόσες άλλες, για ψίχουλα ως αμοιβή και υπηρεσίες άλλου τύπου αν ήταν της αρεσκείας του επιστάτη και λαίμαργου επιπλέον για φρέσκια σάρκα. Η υγεία των γυναικών κατεστραμμένη, λόγω συνθηκών και ωραρίου. Αναπνευστικές δυσκολίες, φυματίωση, εγκαύματα, κιρσοί.
Αδιάφορη η Μaud αρχικά για το κίνημα, θα ενδώσει σχεδόν από σύμπτωση όμως, κατά την γνώμη μου -έτσι τουλάχιστον εισέπραξα-, βλέποντας τον επιστάτη να επαναλαμβάνει τις σεξουαλικές ενοχλήσεις στην μικρότερη των εργατριών, ξαναβιώνοντας ουσιαστικά την δική της προσωπική εμπειρία, και νιώθοντας ότι η ιστορία επαναλαμβάνεται και ίσως, αν παραμείνει απαθής, η μελλοντική της κόρη θα συνεχίσει τον ίδιο άθλιο τρόπο ζωής.
Η συμμετοχή της το κίνημα θα της δώσει ελπίδα και όνειρα, όμως θα της στερήσει την ελευθερία, θα φυλακισθεί ,θα της στερήσει το σπίτι της, τον άνδρα της, και το πλέον επώδυνο, το παιδί της.
Την ιστορία της ταινίας θα αφηγηθούν η σκηνοθέτης χρησιμοποιώντας τέσσερις κάμερες, έχοντας ως βασικά χρώματα το γκρι και το πράσινο της σημαίας τους όταν αναφέρεται στις γυναίκες και θερμότερα χρώματα για αντίθεση στους άνδρες, παράδειγμα οι λήψεις στην Βουλή.
Το πρόσωπο της Μaud και οι εστιάσεις σ’ αυτό, χάριν στον Edu Grau, για την ένταση και την δραματικότητα της σκηνής, είναι αυτές που προκαλούν και την δική μας συμμετοχή στο δράμα.
Η μουσική του Alexandre Desplat ως συνήθως διακριτική και συμβοηθούσα.
Το σενάριο θα μπορούσε να είναι καλύτερο. Παιδικός ο διάλογος στην Βουλή. Αστοχίες, όπως πόσο γρήγορα ξέχασε τον πόνο του αποχωρισμού του παιδιού της, υπήρξαν κι άλλες. Όμως ήταν μία δυνατή ταινία που μίλησε για ένα θέμα που δεν συζητήθηκε ούτε κινηματογραφήθηκε. Ούτε με πείθουν φωνές όπως παλιά ξινά σταφύλια. Και το θέμα της σκλαβιάς επίσης έληξε, αλλά ακόμη μιλούμε γι αυτό, ὀπως κι αυτό του Ολοκαυτώματος.
Ούτε πιστεύω ότι λύθηκε. Αξίζει να δει κανείς πότε δόθηκε δικαίωμα ψήφου για να πεισθεί. Δεν υπήρξε μία πειστική απάντηση. Τι δεν μπορούν να κάνουν οι γυναίκες; Απλά δεν εκχωρὠ ότι έχω και μάλιστα σε κάποιον που δεν θεωρώ ίσο. Παράδειγμα στην Ελλάδα δόθηκε το 1952, στην Ελβετία το 1971 και στην Σαουδική Αραβία το 2015.
Στη δε Αγγλία, μετά το πολυπαθές 1912 των Σουφραζετών, πήρε 15 χρόνια για να δικαιωθούν, δηλαδή το 1928. Αν στον δυτικό λεγόμενο κόσμο έχει θεσπισθεί η ισότητα, δεν σχολιάζω τα στερεότυπα, παραμένει ένας υπερβολικά μεγάλος αριθμός γυναικών που ζουν ανελεύθερες, ως αντικείμενα και όχι ως υποκείμενα, που υφίστανται άγρια βία, που η ζωή τους είναι προς κατανάλωση και τέρψη των ανδρών, που δεν μετράει ως ψήφος αλλά και ούτε ως άνθρωπος.
Εκτιμώ ότι η ταινία της Sarah Gavron άνοιξε ένα δρόμο για να ακουσθούν κι άλλες φωνές, από άλλους δημιουργούς και ίσως με άλλη άποψη. Για να δείξω το μέγεθος της υφιστάμενης προκατάληψης, υπάρχει κριτικός που προκειμένου να μην πει την γνώμη του για ένα ξεπερασμένο θέμα, πάντα κατά την γνώμη του, κατέθεσε από τις σπάνιες φορές μόνο την άποψη των συντελεστών της εν λόγω ταινίας.
Παρ όλο που είχα ασχοληθεί με θέματα ισότητας και ήμουν εξοικειωμένη με τα προβλήματα και τις δυσκολίες, τις αντίξοες συνθήκες, ταρακουνήθηκα από την ιστορία που νόμιζα ότι ήξερα. Ο κινηματογράφος έχει αυτήν την δύναμη μέσα στην εικονικότητα του.

Σκηνοθέτης: Sarah Gavron
Σενάριο : Abi Morgan
Φωτογραφία: Edu Grau
Μουσική: Alexandre Desplat
Ediding: Barney Pilling
Ηθοποιοί
Carey Mulligan: Maud Watts[5]
Helena Bonham Carter: Edith Ellyn.[6][7][8]
Meryl Streep: Emmeline Pankhurst[4]
Natalie Press: Emily Davison
Anne-Marie Duff: Violet Miller[9]
Romola Garai: Alice Haughton[9]
Ben Whishaw: Sonny Watts[9]
Brendan Gleeson: Steed[9]
Samuel West: Benedict[9]
Adrian Schiller: David Lloyd George

26 Απριλίου 2016

The Program 2015 Το Πρόγραμμα

Τον Stephen Frears παρακολουθώ από την εποχή που έκανε τις χαμηλού προϋπολογισμού ταινίες όπως το My Beautiful Laundrette (1985),
Sammy and Rosie Get Laid (1987).
Τον αναζητώ στις νέες πρεμιέρες παρ’ όλο που με απογοητεύει τελευταία. Σαν να θέλω να του δίνω ευκαιρίες.
Κι αυτή η ταινία με το ζόρι αγγίζει το μέτριο. Σαν να έχασε ο άνθρωπος την δυναμική του. Προσπαθεί να αρθρώσει λόγο αλλά χωρίς να το τολμάει στο τέλος.
Η Βασίλισσα, η Καθολική Εκκλησία, δηλώνεται της Ιρλανδίας και τώρα ο Αθλητισμός. Δύσκολα και δυνατά θέματα. Πολυσυζητημένα κατ ιδίαν, ανέγγιχτα δημοσίως, κοινωνικά, πολιτικά.
Διαλέγει ένα πρόσωπο The Queen of England, Philomena, Lance Armstrong, για να μιλήσει για κάτι που αν όχι διχάζει την κοινωνία την θέτει προς προβληματισμό και επιλογή της.
Αυτή την φορά διάλεξε τον Lance Armstrong άφωνοι μείναμε και αποσβολωμένοι όταν ανακοινώθηκε το 2015 η χρήση ουσιών από τον καταξιωμένο ποδηλάτη και 7 φορές πρωταθλητή του Tour de France. Ίνδαλμα και πρότυπο για νέους αθλητές και οπαδούς όχι μόνο της ποδηλασίας.
Για μας, τους εκτός αθλημάτων, παράδειγμα σθένους, θέλησης, κουράγιου. Ελπίδα για το πως ξεπέρασε τον καρκίνο που του έτυχε στα 21 του χρόνια. Όχι μόνο τον ξεπέρασε αλλά τον <μετάλλαξε> σε έναν προσωπικό κι ανθρώπινο θρίαμβο. Εν ολίγοις αυτό είναι και η υπόθεση της ταινίας.
Ευτυχώς ο πρωταγωνιστής του Ben Foster, όπως και τις άλλες φορές οι πρωταγωνίστριες, Helen Mirren, Judi Dence, ήταν κορυφαίος. Θα μπορούσε κανείς να πει έχει συνέπεια και στόχο. Μοιάζουν με μονογραφίες τα έργα του. Αυτό πρέπει να του το αναγνωρίσω. Δια της εξαιρετικής ερμηνείας αποδίδεται το θέμα. Είναι αρκετό; Απουσίαζε όχι όπως λέχθηκε η εστίαση αλλά η θέση.
Ένα ίνδαλμα καταρρέει.
Μας κορόιδευε επί εφτά χρόνια και πλέον. Δήλωνε ότι ήταν καθαρός ενώ αυτός και η ομάδα του ήταν ένα χημικό κοκτέιλ.
Ήταν διαταραγμένη προσωπικότητα; Αφελής; Φιλόδοξος; Εγωιστής; Μισαλλόδοξος; Άπληστος; Ανικανοποίητος; Είναι εξαίρεση ή ο κανόνας; Μήπως είναι αυτό που εμείς ως κοινωνία ζητούμε και το σύστημα κατασκευάζει ενώ είναι όλοι ευχαριστημένοι. Αυτοί που πουλούν θέαμα, οι ασφαλιστές, οι διαφημιστές, οι Αθλητικές οργανώσεις, τα Σωματεία, οι εταιρείες, οι αθλητικογράφοι, εμείς το κοινό, αρένα. Κάποτε το κοινό ζητούσε αίμα τώρα το παίρνει αλλά δεν φαίνεται, γίνεται επιστημονικά. Εκτός του αίματος, άφθονο ρέει και το χρήμα που επίσης δεν αναφέρθηκε. Εύλογα θα έλεγε κάποιος μα αναλύεις το αθλητικό φαινόμενο; Βεβαίως όχι, αλλά αυτό περίμενα από την ταινία που όχι απλά δεν το πήρα, αλλά προσεγγίσθηκαν διάφορα θέματα, επιδερμικά, χλιαρά. Το σημαντικότερο χωρίς μεθοδικότητα. Το δε ηθικό δίλημμα που θα έπρεπε, κατά την ταπεινή μου γνώμη να είναι κυρίαρχο, αναφέρθηκε περιστασιακά, είχε επίσης να κάνει με συγκεκριμένη ομάδα εξαιτίας του ότι ο συναθλητής Floyd Landis του και μία φορά νικητής του Γύρου Γαλλίας, προερχόταν από αυτήν. Μόνο οι θρησκευόμενοι έχουν ηθικά διλήμματα; Μόνο αυτή η ομάδα;
Δεν περίμενα ένα ντοκιμαντέρ αλλά απουσίαζε και το συναίσθημα εκτός της τεκμηριωμένης και αντικειμενικής προσέγγισης του θέματος, όπως θα ήταν ένα ντοκιμαντέρ απέναντι σε μία ταινία δράματος με βιογραφικό θέμα.
Ο σύγχρονος θεατής είναι κακομαθημένος, έτσι ήμουν ανικανοποίητη με τον τρόπο που ενσωματώθηκαν τα πραγματικά πλάνα, που έγινε το editing, η φωτογράφηση. Δεν δημιουργήθηκε ένταση, αντίθετα παραήταν απλοϊκά τα τρυπάνια στο χειρουργείο, το ίδιο πλάνο στις Άλπεις.
Εξαιρετικά τα πορτρέτα του Lance Armstrong από τον Danny Cohen, εντυπωσιακές οι λήψεις τις στιγμές που ο Lance Armstrong νουθετεί απειλεί τους συναγωνιζόμενους και θα έλεγα βοήθησε ως προς την ελάχιστη ένταση η μουσική επένδυση.
Η ερμηνεία του Ben Foster όπως ανέφερα θα μπορούσε να είναι ο λόγος θέασης της ταινίας.

Σκηνοθέτης: Stephen Frears
Σενἀριο: John Hodge
Βιβλίο: Seven Deadly Sins του David Walsh
Φωτογραφία: Danny Cohen
Μουσική: Alex Heffes
Editing: Valerio Bonelli
Ηθοποιοί:
Ben Foster: Lance Armstrong
Chris O Dowd: David Walsh
Guillaume Canet: Michele Ferrari
Jesse Plemons: Floyd Landis
Lee Pace: Bill Stapleton
Denis Menochet :Johan Bruyneel
Dustin Hoffman: Bob Hamman
Edward Hogg : Frankie Andreu
Elaine Cassidy : Betsy Andreu
Laura Donnelly: Emma O'Reilly
Bryan Greenberg
Sam Hoare : Stephen Swart
Kevin Hulsmans : Filippo Simeoni