29 Μαΐου 2014

The Wolf of Wall Street (2013)

Διάβασα κάπου ότι ένα από τα καλά της κρίσης ήταν ότι απολαύσαμε εξαιρετικές ταινίες, όπως το 'Margin Call', 'Wall Street: Money never sleeps', το 'Capital'. Είναι ακριβό το τίμημα για κάποιες ώρες ευχαρίστησης. Η αλήθεια είναι ότι οι καλλιτέχνες, ως πιο ευαίσθητοι κι ανήσυχοι από εμάς, προσπαθούν να απαντήσουν στα δικά μας μεγάλα ερωτηματικά, να τα αναλύσουν και να τα εξορκίσουν.
Ο Martin Scorsese, με μία υπερβολή που άλλη ονόμασαν μαύρη κωμωδία, μας ξετύλιξε τον κόσμο που ουσιαστικά δρούσε και δρα δίπλα μας και προκάλεσε την μεγαλύτερη σε διάρκεια κρίση. Πρόκειται για αληθινή ιστορία του Jordan Belfort, ενός χρηματιστή από το Long Island, τη δραματική άνοδο και πτώση του στη Wall Street, που συνόδευσε την ταραχώδη ζωή του, με τα ατελείωτα πάρτι, καταχρήσεις και τη διαφθορά.
Η ταινία δεν επιχειρεί να απαντήσει στο πως. Δεν καταπιάνεται στο κομμάτι της οικονομικής ανάλυσης που ίσως κάποιοι να περίμεναν. Εστιάζει στους χαρακτήρες και τη ψυχολογία αυτών που δημιούργησαν το πρόβλημα και που δεν ξέρουμε που και πότε θα σταματήσει. Η θηριώδης λαιμαργία του ανθρώπου και ιδιαίτερα του σύγχρονου για το χρήμα κι ότι αυτό αποφέρει ήταν η καρδιά της ταινίας.
Τον χαρακτήρα τού τον έδωσε το βιβλίο, τη πλοκή, το μύθο. Αυτός, ο Martin Scorsese, τον ανέβασε στα ύψη. Η επιλογή του Leonardo Di Caprio ως πρωταγωνιστή, άριστη. Με μία ανεπανάληπτη ηθοποιία ερμήνευσε έναν ρόλο που ακροβατούσε στα όρια της σάτυρας. Υπερκινητικός, χειμαρρώδης, παθιασμένος, ηδονιστής, άπληστος, ρηξικέλευθος, τολμάει, αρπάζει, κερδίζει, απολαμβάνει. Παραμένει ανικανοποίητος. Δεν έχει όρια. Χρήμα, ναρκωτικά, πορνεία, ηδονή. Ένας ατέρμων κύκλος. Σε αυτή την επιλογή έχει μαζί του μία ομάδα οπαδούς που διέπονται από το ίδιο πάθος, όμως δεν είναι το ίδιο χαρισματικοί με αυτόν.
Ο Scorsese σε δύο σημεία είπε ότι η επιθυμία να λύσεις τα προβλήματα σου οδηγεί στην επιθυμία να αποκτήσεις πολύ χρήμα. Η αθώα εκ πρώτης όψεως επιθυμία για να βρεθείς κι εσύ στον άλλον κόσμο, τον 'καλύτερο', αυτόν που μας έπεισαν για 'καλύτερο', σε οδηγεί σε ατραπούς χωρίς επιστροφή. Αθώα ξεκίνησε ο Βelfort… έμαθε και βρήκε άλλους, τους δίδαξε, τους ντοπάρισε, αναδείχτηκε ο ίδιος σαν Κροίσος.
Που πόνταρε, ή που ποντάρουν οι χρηματιστές; Στην μικρή αθώα επιθυμία να γίνουμε κι εμείς πλούσιοι, άκοπα, γρήγορα.
Η προμήθεια μου για την ικανοποίηση αυτής σου της επιθυμίας θα κάνει κι εμένα πλούσιο.
Όλα αυτά χρειάζονται ενέργεια και αυτή μόνο οι ουσίες σου την δίνουν άμεσα, γρήγορα, αλλά όχι και ακίνδυνα. Γίνεσαι θύμα τους, εκεί που νομίζεις ότι εσύ ελέγχεις.
Άφθονο έρεε το αλκοόλ και τα ναρκωτικά. Μια υπερβολή. Αναρωτιέσαι αν όντως έτσι είναι, αν γίνεται έτσι σε κάποιες κοινωνίες ή σε κάποιες κοινωνικές ομάδες. Αυτή η φοβερή εξάρτηση. Στην ουσία, ένας παντοδύναμος άνθρωπος εξαρτάται από μια σκόνη. Η ίδια η παντοδυναμία του ακυρώνεται. Ακυρώνεται και ελευθερώνει τα ένστικτά του κι αυτά πανίσχυρα και ενισχυμένα, ταϊσμένα από τις ουσίες, παίρνουν τον έλεγχό του. Έτσι ζητά σεξ όλο και περισσότερο όλο και διαφορετικό. Γέμισε η οθόνη πόρνες, όργια. Ο Καλιγούλας θα ωχριούσε.
Όμως, αν είσαι ο 
σκηνοθέτης Martin Scorsese, δεν αφήνεις τον θεατή να παρασυρθεί μέσα τους.
Παρατηρητής αδιάφορος παραμένεις και πολλές φορές αηδιάζεις μέσα στον εξευτελισμό του ανθρώπινου σώματος, αυτού που σου χάρισε και χαρίζει ηδονή, ευχαρίστηση, αυτού που στα μουσεία του κόσμου λάτρεψες. Δεν ξέρω αν οι άρρενες θεατές ένοιωσαν κάποια ευχαρίστηση, αλλά εμένα προσωπικά με άφησαν οι ερωτικές σκηνές παγερά αδιάφορη. Δεν θέλησε αυτό να δω, ο σκηνοθέτης. Αυτό που ήθελε ήταν ο κύκλος του χρήματος.
Είναι γεγονός ότι ο απεχθής χαρακτήρας του Belfort μέσα από την ταινία, με την βοήθεια της ερμηνείας του Leonardo Di Caprio, του κινηματογραφιστή, αλλά κυρίως του σκηνοθέτη, απέκτησε αίγλη και ωραιοποιήθηκε.
Μετά το τρίωρο θέασης, νιώθεις μια πικρή γεύση. Αν αυτοί είναι οι νέοι ήρωες της κοινωνίας μας δεν με συνεπήραν και ούτε θα ήθελα να τους μοιάσω. Φαντάζομαι μετά τον Σπάρτακο, τον Gladiator, τον Ben Hur, τον Robin Hood, τους Τρεις Σωματοφύλακες, τον Δον Κιχώτη, τον Ναπολέοντα, ακόμη και τον Batman, αγόρια και κορίτσια ζήλεψαν και θέλησαν να ταυτιστούν μαζί τους, ανεξάρτητα από την βία που εικονικά βίωσαν. Όπως ωραιοποιήθηκε ο 
Belfort, έτσι χωρίς καμμιά τελετή αποκαθηλώθηκε. Ακόμη και η εν συνεχεία λαμπρή καριέρα του σε άλλο τομέα δραστηριότητας, δεν δημιούργησε προσωπικότητα για ταύτιση.
Ο άνθρωπος γίνεται πράγμα προς κατανάλωση και αγοραπωλησία, αρκεί να έχεις χρήμα.
Ελεεινή η εικόνα της γυναίκας επίσης σ' αυτό το κόσμο, στη ταινία. Μοναδικό αντικείμενο ηδονής, ακόρεστου πόθου. Στην καλυτέρα των περιπτώσεων μικρή αναφορά σε μια γυναίκα χρηματίστρια που, αφού σώσει τα παιδί της πουλώντας «αέρα», το κάνει συνολάκι Chanel, για το μόνο που νοιάζεται καθώς συλλαμβάνεται για διαφθορά και απάτη.
Τα φρόντισε όλα ο Scorsese. Ήταν λίγες οι γυναίκες στην εταιρεία, πολλές στα πάρτι, άπειρες οι πόρνες. Ο φακός όμως δεν στάθηκε ούτε μια στιγμή στα πρόσωπά τους ή στα προκλητικά και μισόγυμνα κορμιά τους. Έμοιαζε σαν να πήγαινες σε ανθοπωλείο κι αγόραζες μια ανθοδέσμη, ορχιδέες, ή τριαντάφυλλα. Άψογα, άψυχα όντα με ημερομηνία επικείμενης λήξης, αντικείμενα ηδονής.
Ο Leonardo Di Caprio μιμήθηκε αρκετούς κινηματογραφικούς χαρακτήρες. Σε διάφορες σκηνές αναγνώρισα τον Marlon Brando, σε άλλες τον Robert De Niro. Δεν ήταν αντιγραφή νομίζω, ήταν ο Martin Scorsese που θέλησε αυτήν την έκφραση. Αναζήτησε ομοιότητες προκειμένου να αποκωδικοποιήσει για λογαριασμό μας τις κοινωνίες που υπάρχουν, δρουν, καθορίζουν αυτό που φαίνεται έννομο, επιτυχημένο. Σαν τα κυδώνια. Ολόχρυσα απ έξω, διαβρωμένα εσωτερικά από σκουλήκια.
Το κράτος του Δικαίου υπάρχει. Υπάρχει με την μορφή ενός αδαμάντινου χαρακτήρα. Το προσωπικό στοίχημα ενός πράκτορα, του Patrick Denham. Αφήνει μία αιχμή. Ο αδέκαστος δοκίμασε παλιά να μπει κι εκείνος στισ χρηματαγορές. Αν ήθελε να μας πει ότι όλοι μας θα θέλαμε παρόμοιους κόσμους, δεν ήταν τόσο σαφές σαν μήνυμα. Η σύγκριση, ήταν ένας αυτός απέναντι στους άλλους, πανίσχυρους λόγω χρήματος. Τους βάζει απέναντι ο Martin Scorsese, ως μονομάχους. Η δύναμη τους, τα βλέμματα και ο διάλογος. Μία λεκτική μάχη. Η υποκριτική ικανότητα και των δύο υπέροχη. Από τις ωραιότερες σκηνές. Καθόλου τυχαία ο σκηνοθέτης μοιράζει το τέλος της ταινίας με τα πορτρέτα και των δύο.
Δεν έχω απάντηση σε ποιον θα έδινα τα εύσημα. Συγγραφέα, σκηνοθέτη, κινηματογραφιστή, ηθοποιούς; Το βέβαιο είναι ότι είναι μια ταινία με πολλές αναγνώσεις και σε μένα έμοιαζε σαν μία βαθιά τομή στην κοινωνία του σήμερα. Όπου απαγορεύτηκε, λογοκριτές σίγουρα φοβήθηκαν μήπως οι συμπολίτες τους έβλεπαν μόνο μία ανάγνωση, αυτή της φλούδας. Έχει όμως και σάρκα και σπόρους.

Σκηνοθεσία                                     Martin Scorsese
Βιβλίο                                            Jordan Belfort
Σενάριο                                          Terence Winter
κινηματογραφία                               Rodrigo Prieto
διανομή ρόλων                                 Ellen Lewis

Ηθοποιοί

Jordan Belfort                                 Leonardo DiCaprio
Donnie Azoff                                   Jonah Hill
Naomi Lapaglia                                Margot Robbie
Mark Hanna                                     Matthew McConaughey
Max Belfort                                     Rob Renier
Brad Bodnick                                   Jon Bernthal
Manny Riskin                                    Jon Favreau
Jean Jacques Saurel                          Jean Dujardin

21 Μαΐου 2014

Πλανήτης Ωκεανός (Planet Ocean) - 2012

Αν εκτιμάς ότι δεν σε αφορά το τι συμβαίνει στο περιβάλλον, αν θεωρείς τον εαυτό σου αθώο για ό,τι συμβαίνει σ’ αυτό, αν θεωρείς ότι είσαι αδύναμος να συμβάλλεις στην σωστή διαχείριση του, αν πιστεύεις ότι άλλες από τα του περιβάλλοντος είναι οι προτεραιότητες σου, τότε πρέπει να γίνεις εσύ ο θεατής της νέας ταινίας των Michael Pitiot & Yann Arthus Betrand, Planet Ocean.
Μοιάζει υπερβολή η εισαγωγή μου και ίσως περνάει τα όρια της ορθότητας, όμως η κατάσταση στην «αυλή» μας το επιβάλλει. Η ταινία είναι επίτευγμα σε ό,τι αφορά την κάλυψη του θέματος 'ωκεανός'. Διεισδυτική, αισθητικά άρτια, μουσική επένδυση αξιοσημείωτη. Θα σημείωνα ως μη απαραίτητα τα διδάγματα στο τέλος, ή διακριτικότερα. Δεν πιστεύω ότι όποιος είδε την ταινία χρειάζεται δίδαγμα. Ίσως φταίει ότι στην χώρα μας εξαιτίας των κατηχητικών γίναμε ευαίσθητοι επί του θέματος 'ηθικόν δίδαγμα'.
Τόσο η επιστημονική δουλειά όσο η τεχνική και τεχνολογική κάλυψη σε αφήνουν άφωνο. Δεν ταξιδεύεις σε τέτοιο βάθος, έστω κι αν το footage είναι δανεικό. Κάποιος θαρραλέος, ή μάλλον κάποιοι, το κάνανε, κι εγώ, στην πολυθρόνα μου, αναφώνησα. Αυτό που κάνουν οι αριθμοί στις συνειδήσεις είναι συγκλονιστικό. Τόσο στο Home όσο και σε αυτήν την ταινία σε καθηλώνουν, ιδιαίτερα όταν τα νούμερα συνδέονται με εικόνα. Και τι εικόνα!
Η κάμερα πηγαινοέρχεται από την ομορφιά στην ασχήμια, στην εγκληματική συμπεριφορά του ανθρώπου προς το περιβάλλον, στο παράξενο και οικείο, στο γραφικό και αποκρουστικό, στο φανερό και κρυφό, με τέχνη περισσή με ακρίβεια, αριστουργηματικά.
Υπάρχει βεβαίως από πριν και διαθέσιμη, η καταπληκτική δουλειά των Cousteau, παππού, γιαγιάς, παιδιών και εγγονών αντίστοιχα. Είναι πολύτιμη κληρονομιά στην ανθρωπότητα, αλλά η παρούσα ταινία Planet Ocean διεκδικεί μία άλλη θέση στο χώρο του θεάματος. Η συμβολή και φαντάζομαι η χορηγία της Omega αξιέπαινη.

Μαζί με άλλες δημιουργίες όπως: Koyaaniqatsi (1982), Naqoyqatsi Powaqqatsi (1988) του Godfrey Reggio, ο Microcosmos (1996) των Claude Nuridsany & Marie Pérennou, Earth Flight BBC (2011) του John Downer, το Winged Migration (2001)των Jacques Cluzaud, Michel Debats & Jacques Perrin, αποτελούν ένα νέο είδος τέχνης που συνδυάζει αισθητική, μύθο, μουσική, απόλαυση, εγρήγορση, ευαισθητοποίηση. Θέλεις να το χαρίσεις, να το μοιραστείς. Γοητεία και προβληματισμός. Αναγκαιότητα δράσης.
Από την Σαγκάη, στη Νιγηρία, από την Ινδονησία στον Παναμά. Από την ταπεινή σαρδέλα στο καλαμάρι βαμπίρ. Από το πλαγκτόν που προσπερνούμε, στην σφυροκέφαλη φάλαινα. Από τα θηρία, μεταφορείς εμπορευματοκιβωτίων, στα νεκροταφεία πλοίων και στους ξεχασμένους ψαράδες της Αφρικής, εκεί που ο άνθρωπος γίνεται ένα με την σκουριά του πλοίου, για ένα αμφιβόλου ποιότητας και μηδαμινής ποσότητας γεύμα. Γρήγορα περνάς από την ενημέρωση, στον θαυμασμό, στην αναστάτωση, στην αγωνία της επόμενης μέρας του κόσμου μας.
Δεν ξέρω αν μπορέσω να ξαναδώ αδιάφορα το κύμα να σπάει στην ακτή, αν θα διαλέξω απροβλημάτιστα τα ψάρια, αν χαιρετίσω το άνοιγμα της νέας αλιευτικής περιόδου.
Είναι γεγονός ότι ωριμάζουμε μαζί με τα προβλήματα. Είχα παρακολουθήσει, με αδιαφορία ομολογώ, την εισήγηση μιας ευρωβουλευτή το 1996 στο Ευρωκοινοβούλιο για την νέα οδηγία για την αλιεία. Ήμουν μακράν του προβλήματος. Ήταν εποχή που πίστευα ότι οι μηχανότρατες πρόσθεταν στην οικονομία του τόπου. Σε μία 20ετία επιταχύνθηκαν τα προβλήματα, μάλλον σύμφωνα με την ταινία επιταχύνθηκε ο ρυθμός εμφάνισης των συνεπειών μιας αλόγιστης χρήσης των πόρων μιας υπεραλίευσης, μιας υπεροπτικής συμπεριφοράς απέναντι στους προηγούμενους της διατροφικής μας αλυσίδας. Όπως προκύπτει, ο μόνος κυνηγός μας οι συνέπειες των πράξεων μας. Έτσι προσέγγισαν το θέμα οι δημιουργοί της ταινίας. Και εμείς συμφωνήσαμε.
Χάνεσαι στα ρεύματα των ωκεανών, τρομάζεις από το απύθμενο της ύπαρξης των, την σοφία της συνύπαρξης από την αποκατάσταση της υπερβολής. Δεν συγχωρεί η φύση την υπερβολή που εμείς για τις υποτιθέμενες ανάγκες μας επιβάλλουμε. Στο τέλος, ένας-ένας οι συντελεστές, ως συνδημιουργοί παρουσιάζονται σεβόμενοι την συνύπαρξη και συνεργασία ως άλλο κοπάδι σκουμπριών. Ήταν αλυσιδωτή η προσφορά του καθένα και αναπόσπαστος κρίκος η δουλειά του καθενός. Χωρίς το δικό του, δικό της κομμάτι, απραγματοποίητο το αριστούργημα.
Οι φάλαινες φυσητήρες ονειρεύονται με το κεφάλι προς τα κάτω, είδα στην ταινία. Εγώ ονειρεύομαι με το κεφάλι προς τα πάνω κι ελπίζω σε ένα καλύτερο αύριο με την ευχή να εξακολουθώ να κολυμπώ στην θάλασσα κι όχι σε πισίνα. Να απολαμβάνει τον βυθό μαζί με την αθερίνα και η εγγονή μου. Να μυρίζει ιώδιο η αύρα της θάλασσας τα καλοκαιρινά βράδια κι όχι βόθρο, να εξακολουθούν να τραγουδούν τα νήπια το «…πολύ κουράστηκες ψαρά, τα ψάρια είναι δικά σου και πούλα τα στην αγορά να θρέψεις τα παιδιά σου…»

Σκηνοθέτες :                                     Michael Pitiot, YannArtus Bertran
Κείμενο:                                            Lucy Allwood( μετάφραση), Μichael Pitiot
Aφήγηση:                                         Josh Duhamel
Mουσική:                                          Armand Amar
Φωτογραφία:                                    Andy Casagrande
Αεροφωτογραφία:                             Nel Boshoff
Υποβρύχια φωτογράφηση:                 Denis Lagrange
Χειρισμός κάμερας:                            Paul Wildman