13 Ιουλίου 2016

Ατίθασες (Mustang) - 2015

Πέντε μικρές, δροσερές έφηβες, αδελφές, κάπου στα παράλια του Βοσπόρου, βιώνουν την αυταρχικότητα και την καταστολή από το οικογενειακό τους περιβάλλον, ενώ οι χυμοί της νιότης τους ξεχειλίζουν και ωθούν τα τρυφερά κλαράκια να ανθίσουν στο φως της ελευθερίας.
Ορφανές και από τους δύο γονείς μεγαλώνουν με γιαγιά και θείες και κυρίως κάτω από την κηδεμονία ενός αυστηρού, πατριαρχικού θείου, προσκολλημένου στις παραδόσεις και τις επιταγές της θρησκείας, του κοινωνικού περίγυρου, του καθωσπρεπισμού. Συμπεριφέρεται σκληρά μην επιτρέποντας παρεκκλίσεις μέσα στο πλαίσιο του αυστηρού καθήκοντος.
Η γιαγιά και θείες εγκλωβίζουν την αγάπη τους και την τρυφερότητα τους, την κατανόηση για τα κορίτσια, στους κανόνες και τα «πρέπει», εκεί που και οι ίδιες έχουν εγκλωβισθεί εδώ και χρόνια συνεχίζοντας την παράδοση.
Τα κορίτσια, ηθοποιοί επιλέχθηκαν μέσα από εκατοντάδες ανταποκρίσεις στο κάλεσμα της σκηνοθέτιδος Deniz Gamze Ergüven, αποτελούν κατά την ίδια στην ουσία πέντε πρόσωπα σε ένα χαρακτήρα.
Θεωρεί η ίδια μεγάλη εμπειρία και όφελος την εργασία μαζί τους για εννέα μήνες, που ουσιαστικά τις κατέστησε «αυτοκόλλητες».
Ψάχνοντας για τον ορισμό της λέξης mustang κράτησα ότι είναι μικρόσωμα άλογα που βρίσκονται στην Αμερική αλλά έχουν Ισπανική καταγωγή, τα έφεραν μαζί τους οι Ισπανοί κατακτητές. Είναι άγρια αλλά προερχόμενα από εξημερωμένα μπορεί να δαμαστούν ή χαλιναγωγηθούν (wild & handy).
Δικαίως, αρχής γενομένης από τον τίτλο, το σενάριο έδρεψε δάφνες. Εύστοχο, έξυπνο, αληθοφανές, με συνέχεια και συνέπεια, διδακτικό χωρίς να το απαιτεί.
Τα υπέροχα αυτά πλάσματα, οι πρωταγωνίστριες, με εξαίρετη φρεσκάδα και συναρπαστικότητα έκλεψαν τις καρδιές μας. Θυμώσαμε για τον εγκλωβισμό τους και την «χαλιναγώγηση» τους. Γελάσαμε με την ευρηματικότητα τους και απαντήσεις τους. Συγκινηθήκαμε για την απολεσθείσα νεότητα μας και τα συνεπακόλουθα αυτής, λυπηθήκαμε και αγανακτήσαμε με την αδικία που υφίσταται «το μισό του ουρανού», μια αδικία παράλογη, ανεδαφική, φρένο στην εξέλιξη και πάνω απ όλα καταπάτηση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων.
Η σκηνοθέτης, γαλλοθρεμμένη μεν, διάλεξε η ταινία να μιλά την μητρική της γλώσσα. Εκτιμώ, θέλοντας να καταδείξει τα συμβαίνοντα στη χώρα της.
Έξυπνη κίνηση.
Η ταινία κυλάει σαν γάργαρο νερό αλλά δεν είναι εύπεπτη και δεν αφήνει ασχολίαστα θέματα που αφορούν την βάναυση συμπεριφορά προς ευαίσθητα και απονήρευτα κορίτσια. Αντίθετα υπερτόνισε ότι η αυτή η κοινωνία επισπεύδει την ενηλικίωση τους και επιβάλλει την σεμνοτυφία εκεί που αν δεν αναφερόταν το «πονηρό» θα ήταν άχρηστη. Η εκπαίδευση είναι εργαλείο χειραφέτησης των κοριτσιών, αλλαγής νοοτροπίας και η μόνη ελπίδα κοινωνικής αλλαγής, επικρατούσα άποψη, αλλά αρχή και τέλος της ταινίας. Ολιγόλεπτη αλλά υφιστάμενη.
Η μουσική, western σε αρκετά κομμάτια, του Warren Ellis, επιβεβαιώνει και την επιλογή του τίτλου. Ένας παραλληλισμός εύστοχος, αν σκεφθεί κανείς το πως οδηγείται «στο παχνί» ένα ατίθασο άλογο και αυτές στην συζυγική εστία. Μαθαίνουν ένα ρόλο, αυτό της συζύγου και ακυρώνονται άλλες προσδοκίες, καταπατούνται επιθυμίες. Αφαιρείται η ελευθερία. Ελευθερία που η στέρηση της οδηγεί σε θάνατο.
Αιχμηρή η ταινία ως θέμα, ωμή σε λεκτικές φράσεις και συμπεριφορές, φθάνει τον στόχο της.
Αναρωτιέμαι αν μη εξοικειωμένοι θεατές με θέματα ισότητας κατόρθωσαν να προσπεράσουν την εκ πρώτης όψεως κωμωδία και πέρασαν σε βαθύτερο προβληματισμό. Αν μπόρεσαν να μην το δουν ως ένα μεμονωμένο γεγονός, μία ιδιάζουσα κοινωνική εξαίρεση, ενώ είναι κανόνας στον μισό και πλέον πλανήτη. Πολλές φορές διάβαζα ή μάλλον διέκρινα τις Μικρές Κυρίες (Little Women,1868,της Louisa May Alcott). Επαναστατικότερο, καθόλου «δυτικό» και προσαρμοσμένο σε άλλη εποχή, με άλλες ανισότητες, οξύνσεις, διεκδικήσεις. Με ζητούμενο την θέση της γυναίκας χωρίς τα διλήμματα πλούτος και αρετή της Alcott.
Ένα μυθιστόρημα που η καθεμιά κατά την ανάγνωση διάλεγε και μία από τις αδελφές να την εκφράζει.
Μέχρι να μεγαλώσω νόμιζα ότι όλοι προτιμούσαν τη δική μου, μια και για μένα ήταν η καλύτερη. Η αναπόφευκτη ταύτιση σε δυνατά μυθιστορήματα ή σε ταινίες.
Επίσης θα ήθελα να θέσω έναν προβληματισμό: γιατί επιλέχθηκε να είναι ‘ορφανές’; Ήταν πιο ελεύθερες ή περισσότερο καταπιεσμένες; Μήπως απουσίαζε η ελευθερία που οι γιαγιάδες συνήθως χαρίζουν, αυτό που συχνά λέγεται «κακομαθαίνουν», μέχρι να έρθει η στιγμή και πρέπει τα εγγόνια να αντιμετωπίσουν την σκληρή πραγματικότητα, εν προκειμένου μιας θρησκευόμενης συντηρητικής κοινωνίας.
Η φωτογραφία των David Chizallet και Ersin Gok, από άποψη χρώματος και φωτός άρτια. Διέκρινα μια ιμπρεσιονιστική γεύση, ίσως εντύπωση μου. Τονίσθηκε το μέσα-έξω, το «αδυσώπητο βλέμμα» της επαρχιακής πλατείας. Εκεί που στο άπλετο καλοκαιρινό φως κρύβονται οι κριτές της καθημερινότητας, σκιές της ζωής, οι βιαστές των «θέλω» μας.
Εύχομαι να ακολουθήσουν και άλλες δουλειές της Deniz Gamze Ergüven.

Σκηνοθέτης: Deniz Gamze Ergüven
Σενάριο: Deniz Gamze Ergüven, Alice Winocour
Φωτογραφία: David Chizallet,Ersin Gok
Μουσική: Warren Ellis
Editing: Mathilde Van de Moortel

Ηθοποιοί
Günes Sensoy: Lale
Doga Zeynep Doguslu: Nur
Tugba Sunguroglu: Selma
Ilayda Akdogan: Sonay
Elit Iscan: Ece
Nihal G Koldas : γιαγιά
Ayberk Pekcan: Erol
Bahar Kerimoglu: Dilek
Burak Yigit: Yasin