9 Φεβρουαρίου 2016

Αράγια (Araya) – 1959

Επέλεξα να δω ένα ντοκιμαντέρ του 1959 που βέβαια το ανακάλυψε η Milestone Films και το κυκλοφόρησε το 2009, πενήντα χρόνια μετά την προβολή του, αναγνωρίζοντάς του τον τίτλο αριστούργημα. Προβλήθηκε την εποχή που ο δικτάτορας της Βενεζουέλας Marcos Perez- Jimenez ανατράπηκε και διέφυγε στο Μαϊάμι με 13 εκατομμύρια δολάρια αφήνοντας πίσω ανθρώπους σκλάβους να αγωνίζονται για την επιβίωση τους.
Είναι συναρπαστική δουλειά, είναι σαν αυτό που συνηθίζουμε να ονομάζουμε, παρ όλο που σαν κοινωνία σύμφωνα με τις στατιστικές δεν διαβάζουμε αρκετά, ποίημα.
Το έκανε η Margot Bennacerraf που παρουσιάζει την άγνωστη, τουλάχιστον σε μένα, Araya και την ιστορία των ανθρώπων της.
Araya είναι μία χερσόνησος στην Βενεζουέλα που ‘τοποθετήθηκε’ στο χάρτη και στην ιστορία γιατί παράγει αλάτι. Αλάτι που πλούτισε τους εκμεταλλευτές, κατακτητές και μη, και εκμεταλλεύτηκε μέχρι σκλαβιάς τους ντόπιους. Τόπος άνυδρος που τον εντόπισαν πρώτα, το 1550, οι άποικοι και φρόντισαν να εκμεταλλευτούν το προϊόν για χρόνια. Ένα εγκαταλελειμμένο φρούριο μαρτυρά την παρουσία τους στον χώρο.
Η Margot Benacerraf παρουσιάζει μια μέρα από την ζωή τριών οικογενειών, των Pereda, Salaz και των Ortiz. Τα μέλη της οικογένειας, ο καθένας στο πόστο του, δουλεύουν αγόγγυστα υπό συνθήκες, η λέξη ‘σκληρές’ είναι το ελάχιστον που μπορείς να χρησιμοποιήσεις εδώ, ως σύγχρονοι δούλοι θα ταίριαζε πολύ καλύτερα. Είναι ολιγαρκείς, σιωπηλοί, σύγχρονοι μάρτυρες για την εποχή που γυρίστηκε το ντοκυμαντέρ. Οι μεν Pereda σκάβουν όλη νύχτα για αλάτι, οι Salaz το φτιαρίζουν και το φορτώνουν, οι δε Ortiz ψαρεύουν και ουσιαστικά τρέφονται οι ίδιοι αλλά και τρέφουν τους υπόλοιπους της κοινότητας που αγοράζουν την ψαριά τους, όποια κι αν είναι. Το πλεόνασμα παστώνεται για τις δύσκολες μέρες. Το νερό διανέμεται με ένα βυτιοφόρο, η βλάστηση σχεδόν ανύπαρκτη.
Η δουλειά παραμένει σε οικογενειακό επίπεδο και η συμμετοχή όλων, ανδρών, γυναικών και μικρών παιδιών, αυτονόητα απαραίτητη.
Ασπρόμαυρα πλάνα, κοντινά, μακρινά με την ομορφιά σωμάτων, βλεμμάτων, φύσης, κύματος, κίνησης, ορίζοντα να περνάει τα όρια της φαντασίας σου. Αν δεν ήταν εικαστικά και ηχητικά αψεγάδιαστο δεν θα άντεχε κανείς τον μόχθο και την καταπόνηση, την αδιάκοπη εργασία, την σκληρή πραγματικότητα επιβίωσης εκείνων των ανθρώπων.
Η διαρκής κίνηση των σωμάτων τους, ο επαναλαμβανόμενος νυχθημερόν μόχθος. Μια ανθρώπινη μάζα που κινείται σαν μια τεράστια μηχανή, να παλεύει με το περιβάλλον. Θα είχες εξαφανισθεί κάτω από το βάρος της αδικίας και της κούρασης που περνάει από την οθόνη και σε βρίσκει στον αναπαυτικό καναπέ σου, αν δεν ήταν τόσο μαστόρισσα η σκηνοθέτις.
Λιπόσαρκα κορμιά, σμιλεμένα από την αλμύρα, κυριολεκτικά, ψημένα στον ήλιο, περνούν μπροστά από τον φακό και δεν καθρεπτίζονται, αλλά συνεχίζουν αυτά που χρόνια κάνουν σαν να υπακούν την ενδέκατη εντολή. Μάτια μεγάλα πλαισιωμένα από τις χαρακιές του ήλιου και της θάλασσας, φωτισμένα από την ολιγάρκεια της ύπαρξής τους.
Παιδιά υπομονετικά περιμένουν το στήθος της μάνας μυημένα από τα φασκιά στην υπομονή και στο ολίγον που δικαιούνται, σαν να είναι νομοτέλεια, στην καρτερικότητα και στη μη απαίτηση.
Ακόμη και οι τάφοι λιτοί, μόνα στολίδια τους τα κοχύλια που μαζεύουν παιδιά και μαζί με τις γιαγιάδες μετά εναποθέτουν για τους νεκρούς.
Τελετουργικά η κάμερα καταγράφει την ζωή και τον χώρο, το τοπίο, τις μορφές. Μυσταγωγία η εισαγωγή σου στην ζωή τους. Τόση διακριτικότητα, σεβασμός, αγάπη για το αντικείμενο της έχει η κάμερα.
Παρ όλη την ομορφιά που αφειδώλευτα χαρίστηκε στον θεατή θα περίμενε κανείς ότι ήθελε να του χαϊδέψει και τ’ αυτιά με παραμύθια.
Όχι! Ένα ‘όχι’ βρονταχτό. Δεν μένεις εφησυχασμένος. Μένεις, αν όχι εξεγερμένος, τουλάχιστον ντροπιασμένος για τα ατέλειωτα θέλω σου και τα παράπονα. Ντροπιασμένος για τα περιττά της ζωής σου, εκείνα που χρόνια τώρα συσσώρευες γύρω σου και συχνά, άθελα ή μη, στέρησες από άλλους.
Ο τρόπος που κινείται η κάμερα από τα δάχτυλα στα μάτια, στα δίχτυα και στα μπράτσα, στα κεφάλια, στα πενιχρά ενδύματα, στον ύπνο κατά γης, στο νερό που πηγαινοέρχεται αέναα, στην τελετουργική εναποθέτηση του κασμά και του φτυαριού, σε προβληματίζει και αναρωτιέσαι που ξέχασες από που ήλθες εδώ και που βρίσκεσαι. Βεβαίως στα 60 περίπου χρόνια που κύλησαν στο μεταξύ πολλά συνέβησαν. Όμως η δουλειά της Bennacerraf μπορεί να βρει σύγχρονους μιμητές για μια ανάλογη ανάδειξη του σήμερα. Η δουλειά που αναδεικνύει την δουλεία με μοναδική τέχνη.

Σκηνοθέτης: Margot Benacerraf
Σενάριο: Margot Benecerraf, Pierre Seghers
Φωτογραφία: Giuseppe Nisoli
Editing: Pierre Jallaud, Francine Grübert
Μουσική: Guy Bernard
Αφήγηση:
Γαλλικά: Laurent Terzieff

Ισπανικά: Jose Ignacio Cabrujas (έκανε και τη μετάφραση από τα γαλλικά)

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου