1 Ιουνίου 2016

Mouchette 1967

Είχα την τύχη να δω με καθυστέρηση 48 ετών την ταινία χάριν του MUBI, μια online ταινιοθήκη, που καθημερινά μας προβάλλει διαμαντάκια.
Ένα τέτοιο και η Mouchette του Robert Bresson, ενός από τους σημαντικότερους εκπροσώπους του Γαλλικού Νέου Κύματος. Γι αυτόν που ο Jean Luc Godard είπε πως «ο Robert Bresson είναι ο γαλλικός κινηματογράφος, όπως ο Ντοστογιέφσκι είναι η ρωσική λογοτεχνία και ο Μότσαρτ η γερμανική μουσική».
Είναι δύσκολο να εκτιμήσεις την ποιότητα και το εγχείρημα του κινήματος ζώντας σε μια εποχή που ήδη κοντεύει να αντικατασταθεί ακόμη και ο ηθοποιός, εκτός από τα σκηνικά, ενώ ξοδεύονται εκατομμύρια για το πιο σύνθετο υπερθέαμα.
Να εκτιμήσεις την αργή κίνηση, την αλληγορία, τον ηθοποιό πλασμένο από αγνά υλικά, δια χειρός ενός άλλου Πυγμαλίωνα, του σκηνοθέτη. Για τον Robert Bresson, αυτόν τον λάτρη της σιωπής μίλησαν πολλοί, και έχουν εντρυφήσει στο έργο του άλλοι τόσοι.
Διάλεξα την γνώμη ενός δικού μας κριτικού του Μανώλη Κρανάκη που γράφει:
«Δεν υπάρχει τίποτα που να μην έχει ειπωθεί για τον Robert Bresson και το έργο του. Και στην κυριολεξία τίποτα που να μην έμοιαζε, ήδη τη στιγμή που διατυπωνόταν, τελείως περιττό.
Ειδικά για έναν δημιουργό, που σε όλη τη διάρκεια του αιώνα που έζησε, ξόδεψε και την ελάχιστη σταγόνα ενέργειας και ευφυίας του, προκειμένου να πετύχει κάτι τόσο απλό αλλά συνάμα ακατόρθωτο, όπως την απόλυτη σιωπή.»
Ολα είναι σιωπή.
«Έχεις δει την ταινία μου;» ρώτησε κάποτε ο Robert Bresson έναν δημοσιογράφο κατά τη διάρκεια μιας συνέντευξης με αφορμή την προβολή του «Χρήματος» το 1983. Αυτός απάντησε καταφατικά.
«Τότε γνωρίζεις ακριβώς όσα κι εγώ. Δεν υπάρχει τίποτα περισσότερο για το οποίο αξίζει να μιλήσουμε».
[Μην αλλάξεις τίποτα, αλλά κάνε τα πάντα να μοιάζουν διαφορετικά].
Καταδικασμένος σε θάνατο (όπως οι περισσότεροι ήρωες του), ο Robert Bresson δεν κατάφερε ωστόσο ποτέ να αποδράσει από το πλήθος των θεωρητικών αναλύσεων που φρόντισαν από νωρίς να αποκωδικοποιήσουν τη θέση του στο παγκόσμιο σινεμά. Ευτυχώς, όμως, για τον ίδιο αλλά και την πολύπαθη κινηματογραφική ιστορία, το έργο του υπήρξε, από τη φύση του, περισσότερο ελεύθερο, περισσότερο μοντέρνο και, εν τη γενέσει του, περισσότερο διαχρονικό από όσο θα επέτρεπε οποιοσδήποτε καταναγκαστικός εγκλεισμός του σε μία - έστω και πλήρη - κινηματογραφική θεώρηση.
Δείγματα μιας πρωτοφανούς ιδιοφυΐας ή απλώς σπουδαίες πράξεις ενός ξεχωριστού θνητού, οι μόλις 13 ταινίες που γύρισε ο Robert Bresson από το 1943 μέχρι το 1983 εξηγούν αυτόνομα και σχεδόν ολοκληρωτικά όλα όσα προσπάθησαν κατά καιρούς να αποδοθούν ως ιδιότητες στο αγιασμένο ήδη από τους φανατικούς θαυμαστές του «μπρεσονικό» του έργο. Και το κυριότερο. Μοιάζουν με την πιο αποστομωτική απάντηση στην παρεξήγηση που ήθελε το δημιουργό τους αποφασισμένο να αλλάξει το σινεμά.
Ο Ρομπέρ Μπρεσόν δεν είχε πρόθεση να αλλάξει το σινεμά. Ήθελε απλά, αλλά συνειδητά, να το επαναφέρει στην όποια πρωταρχική του υπόσταση και, ίσως σημαντικότερο από το να το αλλάξει, να το εφεύρει από την αρχή.
Γι αυτό και απεχθανόταν τη λέξη ‘σινεμά’ προτιμώντας αντ' αυτού τη λέξη ‘κινηματογράφος’. Αυτή ήταν η Τέχνη του Robert Bresson. Ο Κινηματογράφος. Που «η αλήθεια του δεν μπορεί να είναι η αλήθεια του θεάτρου, ούτε η αλήθεια του μυθιστορήματος, ούτε η αλήθεια της ζωγραφικής». Και η αναζήτηση της ουσίας του (απαλλαγμένης τόσο από τα δάνεια των άλλων τεχνών, όσο και από την βιομηχανοποίηση μιας πρωταρχικά χειρωνακτικής διαδικασίας) θα γινόταν για τον Μπρεσόν κάτι σαν το δικό του άγιο δισκοπότηρο. Μια βίαιη και αιματηρή «σταυροφορία» που νομοτελειακά έμελλε να μπερδέψει ακόμη περισσότερο όσους προσπάθησαν μάταια να τον κατηγοριοποιήσουν ως έναν «ασκητικό» καλλιτέχνη, έναν βαθιά θρησκευόμενο δυτικό, έναν κλειδωμένο διανοούμενο την ίδια στιγμή που ο ίδιος ήθελε απλά και μόνο να στρέψει το βλέμμα στο αναγκαίο, το απαραίτητο, το αδύνατο."
Μέσα σ’ αυτήν την απόλυτη λιτότητα κινείται η Mouchette. Για το έργο του ο Bresson είπε ότι «η Mouchette είναι η προσωποποίηση της μιζέριας και της εγκληματικότητας. Μπορείς να την βρεις οπουδήποτε: Πόλεμοι, στρατόπεδα συγκέντρωσης, βασανιστήρια και δολοφονίες».
Το σενάριο υπογράφει ο σκηνοθέτης, βασίσθηκε σε μία νουβέλα με τον ίδιο τίτλο του Georges Bernanos.
Βρισκόμαστε στην Γαλλία, σ’ ένα μικρό χωριό. Ένα σιωπηλό κορίτσι, μόλις στην αρχή της εφηβείας, παλεύει να υπάρξει στον ασφυκτικό κλοιό μιας στενόμυαλης, διεφθαρμένης, μικρής επαρχιακής κοινωνίας. Ζώντας την απόλυτη φτώχεια ,έχει επιφορτισθεί την φροντίδα της οικογένειας. Η μητέρα αγωνιά άρρωστη στο κρεββάτι, ένα βρέφος, το νεώτερο μέλος της οικογένειας, χρειάζεται την φροντίδα της. Αδελφός και πατέρας εμπορεύονται παράνομα, εν γνώση και αδιαφορία όλων, οινοπνευματώδη. Αλκοολικός τουλάχιστον ο πατέρας.
Υπομένει την έλλειψη φροντίδας, την απουσία στοργής, τον περίγελο, τον οίκτο, την βία. Κινείται σε ένα χώρο σαν εκτός αυτού. Την θυμούνται οι γεμάτοι ορμές έφηβοι, την αποφεύγουν και περιφρονούν οι συμμαθήτριες, την σχολιάζουν οι μεγαλύτερες.
Ένα βράδυ σφοδρής καταιγίδας, έχοντας χαθεί μέσα στο δάσος, θα γίνει μάρτυρας μιας διαμάχης ανάμεσα σε δύο αντίζηλους. Ένα πλάσμα απροστάτευτο. Εσύ κι αυτή. Ο φόβος παρών. Θα την οδηγήσει, ὀταν την ανακαλύψει ο ένας εξ αυτών στην καλύβα του, με την υποψία δε ότι έχει σκοτώσει τον άλλον, θα την εξαναγκάσει να γίνει το άλλοθι του, και τελικά τη βιάζει. Θέλεις να την αναλάβεις, να την προστατεύσεις, να την στεγνώσεις. Δεν το ζητά. Δεν κλαψουρίζει, δεν επιζητά τον οίκτο, δεν χαμογελά, δεν ξεχνιέται παρά μια φορά.
Η κάμερα καταγράφει τη σιωπή, το βλέμμα και το παπούτσι της, τα κουρελιασμένα ρούχα της. Ένα παιδί η ίδια σε ρόλο ευθύνης. Ένα παγιδευμένο ανήμπορο πουλί.
Επιλέγει τον θάνατο από την υποτιθέμενη ελευθερία.
Όλα εκφράζονται με την κάμερα που θαρρείς αφηγείται ακόμη και τα συναισθήματα, ενώ έχεις την βαθιά πεποίθηση ότι τα άκουσες να εκφέρονται.
Οι ηθοποιοί έχουν αυθεντικότητα και φυσικότητα. Λείπουν οι κραυγαλέες εκφράσεις, οι θεαματικές κινήσεις, οι εύπεπτες ατάκες. Τα πλάνα αλλάζουν και με το άνοιγμα ή κλείσιμο πόρτας. Εν γνώση του θεατή.
Ζεις το δράμα της Μouchette και ταυτόχρονα έχεις την ενοχή για τον κόσμο στον οποίο συμμετέχεις.
Ήχοι φυσικοί, παγιδευμένα ζώα ως η παγιδευμένη τρυφερή ψυχή της Mouchette. Ένας κόσμος που θα ήταν γραφικός αν δεν σου έδειχναν την άλλη πλευρά του, αυτή της αλήθειας.
Η μουσική εμφανίζεται ως προοίμιο στην αρχή, και μετά χάνεται, ή νομίζεις ότι χάνεται.
Θα έλεγα ποιητική η εικόνα αλλά θα ήταν σαν να πρόδιδα αυτόν που τον κινηματογράφο τον ήθελε ανεξάρτητο από τις άλλες τέχνες. Τέχνη ξεχωριστή από μόνος του.
Είναι από τα έργα που θέλεις να τα κρατήσεις, να τα ξανασυναντήσεις.

Σκηνοθέτης: Robert Bresson
Σενάριο: Robert Bresson βασισμένο στην ομότιτλη νουβέλα του Georges Bernanos
Φωτογραφία: Ghislain Cloquet:
Μουσική: Jean Wiener,Claudio Monteverdi
Editing: Raymond Lamy
Ηθοποιοί
Nadine Nortier: Mouchette
Jean-Claude Guilber: Arsène
Marie Cardinal: Mother
Paul Hebert: Father
Jean Vimenet: Mathieu
Marie Susini: Mathieu’s wife
Suzanne Huguenin: Layer-out of the Dead
Marine Trichet: Louisa
Raymonde Chabrun: Grocer