28 Δεκεμβρίου 2014

Ο εγωïστής Γίγαντας (The Selfish Giant) - 2013

Ο εγωιστής γίγαντας της Clio Barnard είναι μια ταινία με παιδιά αλλά όχι μόνο για παιδιά. Ο τίτλος ίδιος με αυτόν του Oscar Wilde. Ο απροετοίμαστος θεατής νομίζει ότι θα δει κινηματογραφημένο το ομώνυμο παραμύθι.
Το μόνο κοινό τους, ο εγωισμός και η μεταμέλεια.
Δυο αγόρια, περίπου δεκατριάχρονα, ζουν με τις προβληματικές τους οικογένειες στο Bradford.
Πριν δει κανείς την ταινία και για να αντιληφθεί το δράμα της καλό θα ήταν να γνωρίζει ότι η εν λόγω περιοχή είναι με το υψηλότερο δείκτη ανεργίας μια και ήταν από τις πρώτες που επλήγησαν από την αποβιομηχάνιση της περιοχής με το κλείσιμο των εργοστασίων κλωστοϋφαντουργίας και τις υπόλοιπες μονάδες που συνδεόταν με αυτές, όπως κατασκευής σιδήρου, εξαρτημάτων κα.
Η άλλοτε ακμάζουσα περιοχή, από τα μέσα του 19 αι μέχρι τα μέσα του 20 αι έφθασε να έχει σήμερα 25% ανεργία με ότι αυτό σημαίνει. Η κάποτε «παγκόσμια πρωτεύουσα του μαλλιού» παρήκμασε.
Φανταστείτε ότι οι εργάτες του 50, σήμερα παππούδες, αν ζουν ακόμη, είδαν τους γιους και εγγονούς τους άνεργους. Ότι ακούσματα είχαν αποτελειώθηκαν. Οι περισσότεροι είχαν έρθει από Ιρλανδία, για να βρουν ένα μεροκάματο. Έμοιαζε κάποτε με γη της επαγγελίας. Με το κλείσιμο των εργοστασίων ακολούθησε η φτώχεια, η γκρίνια και σύντομα η διάλυση της οικογένειας και η εγκληματικότητα.
Δυο παιδιά, ο Arbor και ο Swifty, μεγαλώνουν σε ένα τέτοιο περιβάλλον. Του ενός ο πατέρας άφαντος, ο αδελφός στα ναρκωτικά. Του άλλου η οικογένεια πολύτεκνη με προβληματικούς γονείς. Η φτώχεια και τα χρέη εξίσου μεγάλα και κοινά. Ο ένας εκ των δύο έχει ιδιαιτερότητα στον χαρακτήρα και παίρνει φάρμακα. Η συμπεριφορά του τον οδηγεί σε ρήξεις και εκτός σχολείου. Η δύναμη επιρροής του Arbor πάνω στον Swifty  θα τον οδηγήσει κι αυτόν, μετά από ένα καυγά, εκτός σχολείου. Στην φιλία τους θα βρει ο καθένας αυτό που δεν έχει. Αποφασίζουν οι δυο τους να βοηθήσουν τις οικογένειες των μαζεύοντας σκουπίδια από αλουμίνιο, χαλκό και σίδερο, τα οποία η μάνδρα, δηλαδή ένας σκληρός σκουπιδοσυλλέκτης, αγοράζει για ψίχουλα. Εκμεταλλεύεται την ανέχεια, το αδύναμο παιδί. Άγριος, σκληρός και άπληστος .
Αυτός είναι ο ένας σκληρός γίγαντας που η μεταμέλειά του σώζει μια ψυχή. Εξάλλου ποτέ δεν είναι αργά να σώσεις μια ψυχή… την δική σου.
Η σκληρότητα των ανθρώπων, των συνομήλικων, η απουσία της  κοινωνικής πρόνοιας και η εκμετάλλευση των ανηλίκων θα τα οδηγήσει σε άλλους δρόμους και θα δημιουργήσει και την πλοκή της ταινίας.
Η  ερμηνεία των δυο παιδιών άπταιστη. Η σκηνοθεσία της Clio Barnard ξεχωριστή. Ανέδειξε με ρεαλιστικό τρόπο την σκληρότητα της ζωής αυτών των παιδιών, της ζωής των κοινωνικών τους ομάδων. Βιώνεις  το δράμα, την αδικία και εγκατάλειψη από την πολιτεία αυτών των υπέροχων και τρυφερών πλασμάτων. Νιώθεις άβολα για την βολή σου και τις απαιτήσεις σου. Αγανακτείς με το πόσο εκτεθειμένα κι απροστάτευτα παραμένουν και σήμερα τα παιδιά. Παιδική εργασία, κανονικά δεν θα ‘πρεπε να υπάρχει και ο όρος, αφού τυπικά δεν υφίσταται αυτό το είδος απασχόλησης. Άλλη μία έκφραση της κοινωνικής μας υποκρισίας.
Στο περιθώριο της πόλης αυτά τα δύο πλάσματα ονειρεύονται πως θα ξεχρεώσουν τους γονείς τους. Αντεστραμμένοι οι ρόλοι. Οι δε γονείς τους, αφημένοι κι αυτοί σ’ αυτό που αποδέχθηκαν ως πραγματικότητα, παραμένουν, η μεν μητέρα του Arbor συμβιβαστική, οι δε γονείς του Swifty προστατευτικοί με τον δικό τους ελλειμματικό τρόπο. Σε μία συνέντευξη η Clio Barnard ανέφερε  τα σχόλια της μητέρας σχετικά με τον υπεύθυνο της μάνδρας: There was a real ambivalence in the community about whether the scrap merchant was exploiting them, or giving them an opportunity, Βut I remember Matty's mum saying to me, «What the hell else is he going to do around here? At least he's earning some money.». Αυτή η φράση τι άλλο θα μπορούσε να σημαίνει εδώ γύρω; Είναι απλά η επιβεβαίωση της αποδοχής της σκληρής πραγματικότητας.
Ο Arbor  είναι εγωιστής, σκληρός, ευρηματικός, υπερκινητικός και ο Swifty υποχωρητικός, χοντρούλης, αλλά εύπλαστος και τρυφερός. Η φιλία τους θα κλονιστεί και το τέλος θα ‘ρθει άσχημο, τραγικό, αμετάκλητο.
Ο Γολγοθάς των δυο παιδιών θα γίνει ολισθηρή κατηφόρα. Η μεταμέλεια δεν θα φέρει τα άνθη στα δένδρα όπως στο παραμύθι. Θα πονέσουν, θα κλάψουν.Ο Arbor, o μικρός γίγαντας, ένας άκακος αλλά σκληρός, θα λιώσει από την μεταμέλεια. Θα του αφαιρέσει ο πόνος την μαγκιά. Θα τον γλυκάνει. Είναι η προοπτική μιας ανθοφορίας. Είναι ανάσα για τον θεατή.
Όσο όμως δυνατή είναι η ιστορία, εξίσου συναρπαστική είναι και η σκηνοθεσία.
Η καταπληκτική φωτογραφία και τα πλάνα των εξωτερικών χώρων λειτουργούν ως βαλβίδες αποφόρτισης του θεατή. Ποιητική προσέγγιση του χώρου και των πορτρέτων. Η έλλειψη μουσικής και οι φυσικοί ήχοι συμβάλλουν στην δημιουργία συγκίνησης, έντασης συναισθηματικής. Το πείσμα και εμμονή του Arbor προκαλεί την τρυφερότητα. Η καλοσύνη του Swifty προς τα άλογα, σκηνή με τα δυο παιδιά ξαπλωμένα τρώγοντας από κοινού ένα μήλο και κοιτάζοντας στον ουρανό, ανεξίτηλη στη μνήμη.
Σύγχρονοι ήρωες που όμως κουβαλούν τον Όλιβερ Τουίστ, τον Τομ Σώγιερ, τον Χωκμπερι Φιν. Δυσκολεύεσαι να πιστέψεις ότι είναι πρόσφατη η εποχή. Μάλλον αρνείσαι να δεχτείς ότι είσαι κι εσύ συγκάτοικος αυτού του κόσμου. Συνυπεύθυνος.
Η Barnard σε μία συνέντευξη στην Guardian στην ερώτηση αν τα παιδιά αντέχουν τόσο ρεαλισμό, είπε «Καλό θα είναι τα παιδιά να γνωρίζουν τι θα συναντήσουν στη ζωή.» Έχει πολύ δίκιο. Η ίδια φρόντισε να παρουσιάσει με τέτοιο τρόπο το θέμα, που λυπάσαι μεν, προβληματίζεσαι δε. Φροντίζει να μην δημιουργήσει αρρωστημένη ατμόσφαιρα… δίνει διέξοδο.

Σκηνοθεσία         Clio Barnard
Σενάριο              Clio Barnard
Φωτογραφία       Mike. Eley
Editing               Nick Fenton
Μουσική             Harry Escott
Διανομή ρόλων    Helen Hubbard

Ηθοποιοί.
Arbor                 Conner Chapman
Swifty                Shaun Thomas
 Kitten               Sean Gilder 


26 Δεκεμβρίου 2014

Ένα Ταξιδι 30,5 μέτρα Μακριά (The Hundred-Foot Journey) - 2014


Το ότι μας αρέσουν τα παραμύθια, εμένα και πολλούς άλλους, είναι γεγονός και μάλιστα ευχάριστο. Το να θέλεις όμως με παραμύθια να ενώσεις τους λαούς και να περάσεις μήνυμα αδελφοσύνης θα πρέπει να είσαι ή πολύ δυνατός παραμυθάς, ή να βυθίζεις το μαχαίρι βαθιά μέχρι το κόκκαλο, πράγμα που σημαίνει ότι θα προκαλέσεις και τις ανάλογες αντιδράσεις.
Ο λόγος για την τελευταία ταινία του Lasse Hallstöm, στα ελληνικά: Ένα Ταξίδι 30,5 μ μακριά, ή Τhe Hundred foot journey. Μια οικογένεια Ινδών πολιτικών προσφύγων αναζητά τη τύχη της στην Ευρώπη και καταλήγει τελικά στην Νότια Γαλλία. Το πείραμά του Hallstöm στο Fishing Salmon in Yemen πριν λίγα χρόνια προφανώς απέτυχε… γιατί λοιπόν ξαναεπανέρχεται στο ίδιο θέμα;

Σημείωση πρώτη: Ευκατάστατοι στην Ινδία, κατάφεραν και έφεραν αρκετό χρήμα μαζί τους. Στο γραφικό Γαλλικό χωριό Saint Antonine Noble-Val, όπου θα εγκατασταθούν, κάνουν αυτό που ξέρουν καλύτερα και τους χάρισε την ευημερία. Θα ανοίξουν εστιατόριο. Έχουν τις απαραίτητες γνώσεις και το επιχειρηματικό πνεύμα του πατέρα μαζί τους, και ως πλεονέκτημα, το ότι ο ένας εκ των δύο υιών τυχαίνει να είναι ένας πολύ χαρισματικός μάγειρας. Κληρονομημένο ταλέντο από την μητέρα του, την οποία χάσανε στις φλόγες, όπως και το μαγαζί τους, εξαιτίας των εκεί τοπικών πολιτικών εχθροτήτων.

Σημείωση δεύτερη:Το εστιατόριο Maison Mumbai θα το ανοίξουν απέναντι σ' ένα Γαλλικό εστιατόριο, Le Saule Pleureur, με διάκριση Michelin και ιδιοκτήτρια μια ικανή, παθιασμένη με την δουλειά της, αλλά ισχυρογνώμων κυρία, ονόματι Madame Mallory (Helen Mirren). Στο σημείο αυτό ξεκινάει η διαμάχη ανάμεσα τους. Παιδαριώδης η επιλογή από τον σκηνοθέτη της 'σύμπτωσης' αυτής, ακόμη και για μια κωμωδία. Το πάθος του γιου για την μαγειρική, τη Γαλλική κουζίνα και για μια υπάλληλο του απέναντι εστιατορίου θα εξομαλύνει τις σχέσεις και θα δρομολογήσει τη εξέλιξη της ιστορίας μας.

Σημείωση τρίτη: Όσο καλοστημένα κι αν είναι τα σκηνικά, όσο κι αν έχεις εξαιρετική φωτογραφία, γεωγραφική θέση προνομιούχα, καλές ερμηνείες, επώνυμους παραγωγούς, (τον Steven Spielberg, την Oprah Winfrey και την Juliet Blake) ως και την Disney Company από πλάι, την μετριότητα με μετριοπαθή στάση δεν μπορείς να την αποφύγεις. Κάποτε άκουσα μια φράση ότι για να κάνεις ομελέτα πρέπει να σπάσεις αυγά... πραγματικά, χαϊδεύοντας δεν συμφιλιώνεις λαούς, ούτε μιλάς για πολιτισμικές διαφορές. Έναν ολόκληρο λαό, τον Ινδικό, με παράδοση χιλιετιών που τάïσε Ευρώπη και Αμερική από το 50 και μετά, δεν τον καθιστάς γραφική νότα. Κανείς δεν θα αμφισβητήσει την γαλλική κουζίνα. Δεν μπορείς όμως να προκαλείς γέλιο με την πολιτισμική ιδιαιτερότητα κάποιου άλλου λαού, μετατρέποντας τον σε κλόουν.

Σημείωση τέταρτη: Θυμώνω με σκηνοθέτες που με εγκλωβίζουν. Εννοώ ότι χωρίς να το θέλω γέλασα κι εγώ με φαιδρές καταστάσεις παρόμοιες μ' αυτές που προκύπτουν όταν κάποιος προσπαθεί να εγκλιματιστεί σε ένα καινούριο περιβάλλον. Αισθάνθηκα ντροπή εκ των υστέρων. Δεν βαθμολογείς κουλτούρες. Και όμως ο σκηνοθέτης, παρουσιάζοντας την Γαλλία, κοινωνική ομάδα υποδοχής και πλειοψηφία, ως γνωρίζουσα και υπερέχουσα, παίρνει θέση και η επιλογή του είναι να εγκλωβίσει τον θεατή. Ούτε είναι αθώα αυτή η ιστορία, ούτε η θετική έκβασή της απαλλάσσει τους δημιουργούς της από την ευθύνη. Αν δεν είχε προηγηθεί η προηγούμενη ταινία του θα έλεγα ότι δεν τίθεται θέμα πρόθεσης. Υπάρχει όμως για μένα. Έχει θέση. Ποια; Όταν κάποιοι κατέχουν γνώση και δύναμη, είναι σπουδαίοι η πετυχημένοι, μπορούν και είναι γενναιόδωροι, βοηθούν τότε, αναγνωρίζουν την αξία, αλλά μόνο όταν θέλουν και έχουν όφελος.

Τέλος καλό όλα καλά, θα συμπλήρωνε κάποιος. Στην εποχή του «πολιτικά ορθού» το να μας χαρίσει ένα χαλαρό δίωρο δεν αρκεί. Αρνούμαι να δεχθώ ότι στον ανταγωνισμό δυο «μαγειρικών» παγκοσμίως αποδεκτών, επιλέγεις το συγκερασμό έχοντας ένα επαγγελματία της μίας να θαυμάζει τον επαγγελματία της άλλης από θέση κατωτερότητας. «Να μάθεις, να γίνεις chef, να πάρεις Michelin stars», (...«να τους μάθεις να ψαρεύουν σολομούς στην Υεμένη»). Ε, πια, κύριε Hallström! Η Δύση, μα τίποτα δεν έμαθε ακόμη; Εσείς δε, πόσο έξυπνα αποφεύγετε την μομφή, ισχυριζόμενος ότι δεν κάνετε πολιτική ταινία αλλά αναζητάτε μέσω της 'αβάσταχτης ελαφρότητας' την συνύπαρξη και συμφιλίωση των λαών;

Υπάρχει βεβαίως και μια άλλη άποψη, όπως της Oprah Winfrey: «Food blends cultures and allows us to have just a little peek into someone else's life... It is about a hundred foot divide between cultures... It’s about human beings coming to understand other human beings and more importantly, after you get to experience or step into somebody else’s shoes or see them for a real human being, how you understand that you αre really more alike than you are different».

Οφείλω να ομολογήσω ότι ακόμη χαμογελώ όταν σκέφτομαι κάποιες σκηνές. Γρήγορα όμως ανακαλείται το χαμόγελο όταν σκεφθώ με τι γέλασα. Θεατές αδιάφοροι υπάρχουν. Ερώτηση: όταν στον κινηματογράφο τίποτα δεν συμβαίνει τυχαία, πόσο αδιάφοροι θα μπορούσαν να είναι τότε οι δημιουργοί;

Σκηνοθέτης                  Lasse Hallström
Σενάριο.                      Steven Knight
Βιβλίο.                        Richard C.Morais
Μουσική.                     A.R.Rahman
Φωτογραφία.               Linus Sandgren
Editing.                       Andrew Mondshein

Ηθοποιοί
Madame Mallory            Helen Mirren
Hassan                        Mannish Dsyaal
Papa.                          Om Puri
Marguerite                   Charlotte Le Bon                  

15 Δεκεμβρίου 2014

Lucy - 2014

Η Lucy, μια ανέμελη Αμερικανίδα φοιτήτρια στο Τόκιο, θα βρεθεί να κάνει το «βαποράκι» κάτω από την πίεση φίλου της προς ένα Κινέζο μαφιόζο έμπορο. Στην συνέχεια θα μπλεχθεί σε μία απρόβλεπτα επικίνδυνη αποστολή. Συγκεκριμένα, θα βρεθεί με πλαστική σακούλα γεμάτη με μια τρομακτικά επικίνδυνη ουσία εμφυτευμένη μέσα στη κοιλιά της.
Λέγεται ότι η εν λόγω ουσία, ονομαζόμενη στη ταινία «CPH4», προσδίδει σε μεγάλη δόση υπερφυσικές ικανότητες στον χρήστη της. Η σακούλα, εξαιτίας χτυπημάτων που δέχεται η Lucy από τους επιτηρητές/βασανιστές της, ελευθερώνει ποσότητες του CPH4 που την καθιστούν μια υπερφυσική δύναμη. Όχι μόνο ταξιδεύει με ιλιγγιώδη ταχύτητα στο παρελθόν της, ελέγχει τους άλλους, διαβάζει την σκέψη τους, ενεργοποιεί συσκευές, αποστηθίζει σελίδες συγγραμμάτων, ελέγχει τις κινήσεις των άλλων, κυριαρχεί το χώρο και το χρόνο. Με αυτό το τρόπο και θα εκδικηθεί, αλλά και θα βοηθήσει την ανθρωπότητα που εδώ κι εκατομμύρια χρόνια εξελίσσεται, αλλά έχει στο μεταξύ φθάσει πάλι σε αδιέξοδο.
Με παράλληλο μήνυμα, που οι θεατές λαμβάνουν μέσω διάλεξης ενός διάσημου στο θέμα καθηγητή, μαθαίνουμε ότι ο άνθρωπος δεν αξιοποιεί παρά μόνο το 10% των δυνατοτήτων του εγκεφάλου του (το οποίον βέβαια δεν είναι καθόλου αλήθεια). Το μήνυμα αυτό είναι ο βασικός άξονας της ταινίας.
Η Lucy, εξαιτίας της ουσίας που διαχύθηκε μέσα της, θα υπερβεί τα όρια και θα φθάσει σε υπερφυσικές δράσεις, χρόνου, επικοινωνίας, συνειδητού και ασυνείδητου.
Ο Luc Besson θέλησε να κάνει μία ταινία δράσης επιστημονικής φαντασίας με κοινωνικές διαστάσεις και προβληματισμούς. Θέλησε να συνδέσει το 2001: A Space Odyssey του Stanley Kubrick με μια ταινία αποδεκτή κι εύληπτη από το ευρύ κοινό. Όπως είπε ο ίδιος, ήθελε, αφήνοντας την αίθουσα, να μείνει ο θεατής με ένα προβληματισμό.
Το πέτυχε;
Διάλεξε να τον καθηλώσει με διάφορα μέσα:
Μια γυναίκα, την Scarlett Johansson, για την πειθαρχία της και δραματική της ικανότητα. Δεν παρέλειψε όμως να την επιδεικνύει όπου μπορούσε και σαν σύμβολο σεξ.
Έναν πειστικό καθηγητή, τον Morgan Freeman, που αφού υπήρξε κάποτε και «Θεός» θα μπορούσε να γίνει τώρα και πηγή Σοφίας.
Σκηνές και σκηνικά αριστουργηματικά, άφθονα εφέ CGI που χρησιμοποιήθηκαν για να επιτύχουν τον επιστημονικής φαντασίας προβληματισμό Άνθρωπος-Χρόνος-Θεός-Γνώση.
Η εκδίκηση προς τους βασανιστές της δεν ήταν ο κυρίως στόχος της Lucy.
Ό,τι της δόθηκε, έστω και εγκληματικά, έπρεπε να μεταλαμπαδευτεί στην ανθρωπότητα, δηλαδή η γνώση. Το ερώτημα παραμένει πάντως αν η «Γνώση» μας φέρνει πιο κοντά στο «κατ’ εικόνα και ομοίωση Αυτού».
Αίμα άφθονο, ταχύτητες ιλιγγιώδεις, πυροβολισμοί και θάνατοι υπερβολικοί. Πολλές φορές η υπερβολή τους, μόνο αν ειδωθούν υπό το πρίσμα της διακωμώδησης, ανέχονται.
Δράση, δράμα, φιλοσοφία, άποψη, όλα εμπεριέχονται σε μια ταινία δράσης και αγωνίας, επιστημονικής φαντασίας.
Πείθει με έξυπνο τρόπο. Στο τέλος αναρωτιέσαι «μήπως και είναι αλήθεια»; Επίσης το ερωτηματικό μιας υπαρξιακής ανησυχίας του είδους «τι θα έκανε ένας άνθρωπος αν είχε την κατάλληλη γνώση και ικανότητα» σε συνοδεύει και μετά την θέαση.
Δεν έκανε «κοιλιά». Τρέχει η ταινία, κι εσύ μαζί. Δύο-τρεις σκηνές, το ντύσιμο της Lucy, η νύξη ερωτισμού με τον Αστυνομικό σε επαναφέρουν στην πραγματικότητα, όπως και η σκηνή στα χειρουργεία, στους δρόμους, στην δραματική συνομιλία με την μητέρα της στο τηλέφωνο.
Το ευτύχημα είναι ότι δεν φοβήθηκα, ούτε και αγχώθηκα. Τώρα, αν έπρεπε να δω τόσο αίμα, τον άλλο να τον κολλάει η σφαίρα σαν χαλκομανία σε παράθυρο, να καθαρίζονται σαν αστραπή δεκάδες άνθρωποι, για να προβληματιστώ για το τι μπορεί να κάνει ένας άνθρωπος με το μυαλό του, τι καθορίζει την πορεία του στην γη, ο χρόνος και οι ουσίες που τον καταργούν, είναι θέμα επιλογής του καθενός μας. Η υπερβολή ως μέσον ελάφρυνσης της επιρροής επάνω στον θεατή έχει πολλούς θιασώτες αλλά και πολέμιους.
Ευρηματική; Ναι.
Γρήγορη; Ναι.
Επιστημονικής φαντασίας ; Ναι.
Δράσης; Ναι.
Προβληματισμού; Ναι.
Προτείνεται; Θέμα επιλογής ως προς το είδος. 

Σκηνοθέτης                 Luc Besson
Σενάριο                      Luc Besson
Μουσική                     Eric Serra
Editing                       Julien Rey
Φωτογραφία              Thierry Arbogast
Ηθοποιοί
Lucy                           Scarlett Johansson
Καθηγητής Norman     Morgan Freeman
Mr Jang                      Min-sik Choi
Αστυνομικός               Pierre Del Rio

13 Δεκεμβρίου 2014

Τα Δύο Πρόσωπα του Ιανουαρίου (The two Faces of January) - 2014

Πολλές φορές έχεις ανάγκη από μία ταινία απλά για να χαλαρώσεις και κλείνοντας τον διακόπτη, αν την δεις σε video, ή ανάβοντας τα φώτα, αν είσαι  σε αίθουσα κινηματογράφου, να πεις ήταν ένα ευχάριστο δίωρο.
Βέβαια η ταινία ξεκινά με ένα δυνατό χαρτί, βασίζεται στο βιβλίο της Patricia Highsmith.
Είναι αναμφισβήτητη η ικανότητα της στην δημιουργία σφιχτοδεμένης πλοκής και δυνατών χαρακτήρων. Με αυτό, ως μεγάλο πλεονέκτημα, η ταινία ξεκινά. Ένα ερωτικό τρίγωνο, όμορφοι άνθρωποι, ερωτική έλξη και οιδιπόδειο, φόντο τα ομορφότερα κομμάτια της Ελλάδας του 1960, στήνεται η πλοκή με δεδομένη την επιτυχία.
Όμως δεν είναι αρκετά, χρειάζεται μία καλή σκηνοθεσία για να πετύχεις. Ήταν καλή. Ο σκηνοθέτης Hossein Amini, ενώ μοιάζει να επηρεάσθηκε από τις ταινίες του Hitchcock, μερικές φορές νόμιζα ότι έβλεπα μια απ’ αυτές, πέτυχε εν τέλει την δική του εκδοχή  στην απόδοση μιας ταινίας εγκλήματος και δράσης.
Δεν κουβαλούσε αυτό το φόβο που σε αρρωσταίνει, ακόμη και στις ταινίες Hitchcock. Παρακολουθούσες και η ανατροπή δεν είχε τον τρόμο του ελλοχεύοντoς κακού αλλά το κακό εξαιτίας της ανατρεπτικότητας της ζωής.
Αξιοσημείωτη η φωτογραφία του Marcel Zyskind έδωσε το φως της Μεσογείου και τις σκιές του, το μυστήριο των σοκακιών της παλιάς Κωνσταντινούπολης.
Ήταν πλεονέκτημα ότι ο δυνατός ήχος μας προειδοποιούσε για την ανατροπή.
Σε ό,τι αφορά την απόδοση της εποχής, μιας εποχής που κουβαλώ ακόμη στην μνήμη μου, έγινε αψεγάδιαστα.
Πολύ καλές ερμηνείες, αδυνατώ να τις ιεραρχήσω. Το έργο είχε τρεις  πρωταγωνιστές. Δεν επισκίασε κανείς από τους τρεις τους τον άλλον. Οι χαρακτήρες τους αποδόθηκαν με την ίδια δεξιοτεχνία. Σπάνια βλέπεις όμορφη πρωταγωνίστρια που δεν παύει να τονίζει κάθε τόσο «δείτε πόσο όμορφη είμαι», «προσέξτε με». Η Kirsten Dunst ήταν μια κούκλα που την θαύμαζες και την αποδεχόσουν, το κυριότερο, την απλοϊκότητα του ρόλου της δεν επέτρεψε να τη μειώσει.
Με απασχόλησε ο τίτλος και η σημασία του.
Η προσωπική μου εξήγηση θα μπορούσε να είναι ότι ο Rydal είναι και καλός και κακός. Bοηθάει, σαν πρόσχημα, αλλά μηχανεύεται το κακό. 
Όμως δεν είναι. Καθώς  έπαιρνα απόσταση από την θέασή μου ξεκαθάρισε και ο τίτλος:
Ο δύο άνδρες είναι ένα και το αυτό πρόσωπο. Παρελθόν και μέλλον της ίδιας προσωπικότητας. Ο ένας βλέπει στον άλλο το αντίστοιχο ηλικιακό κομμάτι του. Το ίδιο και η Colette επιθυμεί το κομμάτι που λείπει στον άλλον.
Ποιον διαλέγει είναι απάντηση που δίνεται με την θέαση της ταινίας.

Σκηνοθεσία.             Hossein Amini
Βιβλίο.                     Patricia Highsmith
Σενάριο.                   Hossein Amini Patricia Highsmith
Μουσική.                  Alberto. Iglesias
Editing.                    Nicolas Chaudeurge Jon Harris
Διανομή ρόλων.        Richard Hicks Jina Jay
Φωτογραφία.           Marcel Zyskind

Ηθοποιοί
Viggo Mortensen       Chester
Kirsten Dunst            Colette
Oscar Isaac               Rydal

4 Δεκεμβρίου 2014

How to Train your Dragon 2 - 2014

Φέτος το καλοκαίρι βγήκε στις αίθουσες η ταινία «How to Train your Dragon 2». Είναι η δεύτερη ταινία μιας πρόσφατης σειράς φιλμ που ξεκίνησε το 2010 με το πρώτο επεισόδιό της και με ομώνυμο τίτλο (χωρίς το 2 βέβαια), παραγωγή της Dreamworks του Steven Spielberg, που ήδη μας χάρισε αριστουργήματα του είδους στο παρελθόν. Ταινία 3D animation κατασκευασμένη εξ ολοκλήρου σε υπολογιστές, χωρίς ηθοποιούς, μόνο την φωνή τους τελικά δανείζεται.
ΟΙ λόγοι που επέλεξα να την δω ήταν: 
α) ήθελα να ενημερωθώ μέχρι που έφθασε η τεχνολογία σ’αυτό το είδος κινηματογράφου.
β) τι είναι αυτό που ανεβάζει τις εισπράξεις τέτοιων ταινιών στα ύψη.  
γ) τι βλέπουν την σήμερον ημέραν τα «παιδιά».
Εντυπωσιάσθηκα, για να είμαι ειλικρινής, είναι το ρήμα που θα εκφράσει εμένα καλύτερα, μια και δεν ανήκω στους λάτρεις του συγκεκριμένου είδους.  
Συνολικά πήρε τέσσερα χρόνια να ολοκληρωθεί με πάρα πολλούς εργαζόμενους, πολλαπλών ειδικοτήτων. Βεβαίως, δεν είναι αυτή η ταινία ούτε η πρώτη ούτε και η τελευταία του είδους.
Δεν είναι απλά μία ταινία για παιδιά ή για οικογενειακή θέαση, για ένα Κυριακάτικο απόγευμα. Είναι μια παραγωγή που μπορεί να σε κρατήσει ακόμη κι αν δεν είσαι παιδί, ή δεν κρατάς παρέα σε παιδιά που τη βλέπουν.
Έχει προχωρήσει τόσο η τεχνολογία, έχουν ανθρωποποιηθεί όντα και εκφράσεις σε τέτοιο σημείο που δυσκολεύεσαι να δεχθείς ότι δεν είναι υπαρκτά και έμψυχα. Οι ήρωες των άλλοτε ονομαζόμενων cartoons και  comics ξαφνικά αποκτούν ζωή, κινούνται και εκφράζονται με απίστευτη τελειότητα. Όχι μόνο οι ανθρώπινες φιγούρες που συναγωνίζονται ανθρώπινους ηθοποιούς, αλλά επίσης όντα όπως δράκοι, πουλιά και άλλα ζώα καθώς και οι χώροι. Τους προσδίδονται ανθρώπινες ιδιότητες στους πρώτους, και χαρακτηριστικά ανθρώπινου περιβάλλοντος στους δεύτερους, κάνοντας συναρπαστική την θέαση και κινητοποιώντας πολλά συναισθήματα στο θεατή.
Η  φωνητική κάλυψη από εξέχοντες ηθοποιούς όπως ο Gerard Butler και ή Cate Blanchett εξασφαλίζουν βέβαια ένα απολαυστικά άρτιο αποτέλεσμα.
Η αισθητική και υλοποίηση των δράκων, των σκηνικών, του νερού, και της κίνησης της κάμερας μέσα σε φανταστικούς χώρους «virtual reality» δεν χαρίζουν απλά αληθοφάνεια αλλά και ευφορία. Ακόμη και ο «κακός» έχει μοναδικότητα ως προς την πειστικότητά του. Το τέρας δεν είναι έτσι απλά ένα τέρας. Αιτιολογείται η έκφραση του κακού, έχει τον λόγο εκπόρευσης του.    
Η μουσική της ταινίας εναρμονισμένη, υποστηρικτική και κυρίως καθοριστική της δράσης και της εξέλιξης του μύθου.
Δεν είναι τυχαίο που όλα σχεδόν τα κινηματογραφικά Studio του Hollywood εισέρχονται στο χώρο του 3D animation. Τα χρήματα πολλά επειδή μεγάλη η ανάγκη του κοινού σήμερα για παιδικά παραμύθια.
Ανάγκη για να γίνει εφικτό το ανέφικτο, για ωραιοποίηση της πραγματικότητας, για αναζήτηση ερεισμάτων και συμμάχων εκτός ανθρώπινου γένους προς υλοποίηση του ονείρου. Είναι αυτά που έλκουν το κοινό σήμερα στην θέαση του παραμυθιού επί της οθόνης.
Αυτό που άλλαξε είναι ο τρόπος που αναπαρίσταται το όνειρο και το παραμύθι, η αρχέγονη αυτή ανάγκη του ανθρώπου να εξηγήσει τα αδύνατα και άγνωστα, να νικήσει το κακό, να είναι πάντα ο νικητής,  να ζήσουν αυτοί καλά «και εμείς καλύτερα». Να χαθεί μέσα στο όνειρο.
Το σενάριο, από το βιβλίο της Cressida Cowell, δημιούργησε το μύθο, όμως ο σκηνοθέτης και οι υπόλοιποι δημιουργοί, επώνυμοι και μη, γνωστοί και άγνωστοι, το καθιστούν αξιόλογο.
Ο μύθος και κατά συνέπεια η ταινία ακολουθούν τις γνωστές παραμέτρους και συνταγές: καλός, κακός, επιπόλαιος, φιλόδοξος, επεκτατικός κ.α. Θέτει όμως παράλληλα και άλλους προβληματισμούς, όπως: πόλεμος, ειρήνη, περιβάλλον, απειλούμενα είδη, οικογένεια, φιλία, συνύπαρξη. 
Δεν είδα το πρώτο επεισόδιο «How to Tain your Dragon» (εκείνο είχε μάλιστα και δύο υποψηφιότητες για Οσκαρ), όμως περιμένω να δω το τρίτο.
Συμφιλιώθηκα με τους κακούς δράκους της δικής μου παιδικής ηλικίας. Χαλάρωσα, αναζήτησα τους φίλους μου. Ξαναγεύτηκα την ομορφιά της φύσης, έστω και σε virtual 3D.
Αναρωτἠθηκα συχνά: Τι γνώσεις άραγε να έχουν όλοι εκείνοι που με την βοήθεια υπολογιστών δημιουργούν όντα, δίνουν ανθρώπινη κίνηση στα μάτια, αναπαράγουν κινήσεις ανθρώπινων δακτύλων και σωμάτων, συνδέουν συναισθήματα με γραμμές καρικατούρας, χαρίζουν πλαστικότητα στις κινήσεις, κατασκευάζουν ευρηματικές λύσεις, π.χ. το κανόνι που πέταγε δίχτια στον αέρα για να αιχμαλωτίσει τους ιπτάμενους δράκους. Είναι αλήθεια ζωγράφοι, γλύπτες η κινηματογραφιστές, επικοινωνιολόγοι, κοινωνιολόγοι, ψυχίατροι; Τι είναι ακριβώς; Είναι όλα αυτά και πολλά περισσότερα, νομίζω!
Νομίζω ότι ήδη ανέφερα τις τρεις δικαιολογίες της προσωπικής μου απόφασης να δω το έργο, όμως δεν θα αφηγηθώ καθόλου εδώ τη περίληψή του. Άνθρωποι και δράκοι σε μία νέα περιπέτεια μέσα σ' ένα φανταστικό χώρο με προστριβές οικείες στον σύγχρονο άνθρωπο. Αλλού εστίασα βασικά και θα εστιάσει ο κάθε θεατής την αξία αυτού του έργου. 

Σε ένα εξαιρετικό βιβλίο «Ανατολικά του Ήλιου και Δυτικά της Σελήνης» από τις εκδόσεις ISIS (sic), που τελούν υπό την αιγίδα του Ιδρύματος της Αναλυτικής Ψυχολογίας Carl G. Jung, διάβασα στον πρόλογό του κάτι που νομίζω ταιριάζει απόλυτα σ' αυτή τη ταινία: «Δεν μπορούμε να χαρακτηρίσουμε τέτοιους θρύλους σαν «παιδικά παραμύθια» γιατί έτσι θα αφαιρούσαμε το μεγαλύτερο μέρος του ενδιαφέροντος και της σημασίας τους. Βέβαια δεν παύουν να παραμένουν θαυμάσια παραμύθια για μικρούς και μεγάλους επειδή εκφράζουν το ρομαντισμό της παιδικής ηλικίας των Εθνών, συνιστούν τις αστείρευτες πηγές του συναισθήματος, των αισθήσεων και του ηρωικού παραδείγματος, απ' όπου αντλούσαν ελεύθερα οι αρχέγονοι λαοί!»

Σκηνοθεσία                      Dean DeBlois
Σενάριο                           Dean DeBlois Cressida Cowell 
Βιβλίο                             Cressida Cowell
Editing                            John K Carr
Μουσική                          John Powell
Καλλιτεχνική Διεύθυνση     Michael Necci, Zhaoping Wei
και κατ' εξαίρεση  θα αναφέρω στον ήχο το Ελληνικό όνομα Panos Asimenios

Φωνές των ηθοποιών
Jay Baruchel                     Hiccup
Cate Blanchett                  Valka
Gerard Butler                    Stoik
Graig Ferguson                  Gobber
Djimon Hounson                 Drago
Kit Harrington                    Eret

America Ferrera                 Astrid