30 Ιανουαρίου 2014

Gloria - 2013

Το να είσαι εξήντα, χωρίς ταίρι, τα παιδιά σου να έχουν πάρει τον δικό τους δρόμο στην ζωή, να διατηρείς την αισιοδοξία σου, όχι ανώδυνα, με καθημερινή προσπάθεια, κόντρα σε ένα περιβάλλον που κι αυτό με την σειρά του αγωνίζεται να ορθοποδήσει, με τις ανάλογες συνέπειες στις συμπεριφορές και κοινωνικές αλλαγές, δεν είναι καθόλου εύκολο. Ο λόγος για την πρωταγωνίστρια της ομώνυμης ταινίας Gloria του Sebastian Lelio.

Είναι ταινία που μας έρχεται από τη Χιλή.
Απλή, με απερίγραπτη απλότητα, χωρίς δογματισμούς, χωρίς καμία απόπειρα διδακτισμού, με εξαιρετικές ερμηνείες, ιδιαίτερα της Paulina Garcia στον ρόλο της Gloria.

Το ότι βρίσκεσαι στην Χιλή το καταλαβαίνεις, αφενός από την γλώσσα, αφετέρου από τις μικρές νύξεις που κάνουν οι μεσήλικες στις κουβέντες. Η ζωή συνεχίζεται για τους νέους με παγκόσμιες ομοιότητες. Αυτοί, μπορεί να ήταν και εδώ και εκεί. Στο νέο κόσμο που δημιουργείται δεν θα υπάρχουν εθνικά χαρακτηριστικά ή ιδιαιτερότητες. Ήταν σαφἐς και στην ταινία. Είναι απορίας άξιο, πως τις περισσότερες φορές, όταν καλούμε τα ενήλικα παιδιά μας, είτε βρίσκεσαι στην Χιλή είτε στην Αλεξανδρούπολη, αφήνουμε μήνυμα στον τηλεφωνητή. Οι ρυθμοί εντατικοποιούνται σε όλον τον κόσμο, οι άνθρωποι τρέχουν να επιβιώσουν, να προλάβουν, να καλύψουν αποστάσεις κι έτσι λίγος χρόνος αφιερώνεται στον άλλον. Ποιον αφήνεις; Αυτόν, ή αυτούς που θεωρείς 'δεδομένο'. Οι γονείς είναι από αυτούς τους 'δεδομένους'. Έτσι 'δεδομένη' θεωρείται και η Gloria για τα παιδιά της. Μην φανταστείτε ότι παίρνει πολύ χρόνο για να το αφηγηθεί ο Sebastian Lelio. Αυτό που εγώ έγραψα σε πέντε σειρές, αυτός το είπε σε δύο τρία πλάνα. Αυτό εννοώ με 'λιτότητα'.

Τον χρόνο τον 'τιμαρεύει', όπως έλεγαν και οι παλαιότεροι. Προχωράει την αφήγηση, μας μετακινεί στην διαδρομή του χρόνου της ιστορίας με έξυπνους τρόπους, καθόλου κουραστικά. Μας εντάσσει γεωγραφικά, χρονικά, πολιτικά, για να μιλήσει για τους ανθρώπους και τους χαρακτήρες του.

Ναι, η χώρα του αγωνίζεται, έχει κάνει βήματα, οι άνθρωποι κλείνουν τις πληγές που άφησαν η δικτατορία, οι αγώνες για την ελευθερία και τη δημοκρατία. Σήμερα η ζωή συνεχίζεται με ρυθμούς παγκοσμιοποίησης και η ελευθερία του κοινωνικού συστήματος δημιούργησε καινούριες ανάγκες, κάποτε δευτερευούσης σημασίας. Ποιος μιλούσε τότε για μοναξιά, για οικογενειακές εξαρτήσεις, για προσπάθειες βελτίωσης καθημερινότητας, εμφάνισης, για ομφαλοσκοπήσεις όταν δαμόκλειος σπάθη αιωρείτο πάνω από την κεφαλή σου.
 Σε αυτό το πλαίσιο ξετυλίγεται η προσωπικότητα της Gloria και ο μύθος της ταινίας.

Η άκρως συμπαθητική πρωταγωνίστρια χειρίζεται το ρομαντισμό της, την ευαισθησία της, τα όνειρα της, με ζήλο θα έλεγαΑναζητά να συναντήσει το όνειρο και την πραγματικότητα με τον δικό της τρόπο. Είτε τραγουδώντας ενώ οδηγεί, είτε συμμετέχοντας σε βραδιές χορού. Στολίζεται, κινείται, ονειρεύεται. Όχι απαραίτητα για να βρει γαμπρό. Αν τύχει. Δεν μεμψιμοιρεί. Απλά υπάρχει σε ένα όνειρο, το δικό της. Δεν επιβάλλεται. Ούτε στα παιδιά της. Έχεις την αίσθηση ότι ανά πάσα ώρα και στιγμή αυτοελέγχεται μην και γίνει βάρος. Εύθραυστη και αόρατη αν ήταν δυνατόν.

Τα γυαλιά της, τεράστια, της επιτρέπουν να εισέλθει στο κόσμο της κατά βούληση, να τον δει και να εξέλθει, να βλέπει γύρω με τα δικά της φίλτρα. Συμβολικό αντικείμενο. Χρειάστηκε αρκετή ώρα μέχρι να παύσουν τα γυαλιά της να μ’ εκνευρίζουν. Αναρωτήθηκα γιατί. Μετά θυμήθηκα εκείνη την παλιά συνταγή του κινηματογράφου, ότι τίποτα δεν είναι τυχαίο σε μια ταινία. Βοήθησε στην απάντηση. Ήθελε ο σκηνοθέτης το βλέμμα της και τα γυαλιά της να μ’ εκνευρίσουν για να σκεφτώ το γιατί της ύπαρξης των. 

Θα συναντήσει αυτής η ματιά την άλλη, ενός μεσήλικα, του Rodolfo, σε μια βραδιά χορού. Ήταν ήδη εκεί, ή τον είδε; Μπήκε, ή τον έβαλε η ίδια στο όνειρό της; Ζήσανε αρκετό χρόνο μια ονειρεμένη σχέση. Όμως, ενίοτε ήταν ακανθώδης και προκαλούσε θλίψη. Όχι με τον τρόπο που οι σχεδόν φθαρμένες σάρκες έσμιγαν η μία με την άλλη, αυτό μάλιστα ήταν ελπιδοφόρο και αισιόδοξο. Το πάθος, η ανάγκη για ζωή έδωσε στα κορμιά και στην ένωση ομορφιά. Μας προκάλεσε ζήλια, ίσως και ερωτική διάθεση. Δεν κρυφοκοιτάζαμε, ζούσαμε μαζί τους.

Όμως, η σάρκα απελευθερώνεται από τον πόθο και τη δίψα για ζωή. Νομίζω, και συμφωνεί και ο σκηνοθέτης, ότι οι άλλες οι αλυσίδες, αυτές που το «θέλω» σφιχτά κρατούν, αυτές που στην σύμβαση και στον καθωσπρεπισμό σε καθηλώνουν, δεν επιτρέπουν το όνειρο. Αν είσαι εκ φύσεως αιθεροβάμων, πορεύεσαι προς την ελευθερία. Αν όμως η λογική έχει σμιλέψει την κάθε κίνησή σου, όπως ο γλύπτης το γλυπτό του, παραμένεις στην καλύτερη των περιπτώσεων ένα άγαλμα επιτυχημένο, με ωραία κίνηση, με πλαστικότητα. Στην χειροτέρα, ένας αγκιλωμένος όγκος.

Δεν θα θέσω θέμα διαφορετικότητας φύλου, τουλάχιστον δεν τονίσθηκε καθόλου στην ταινία, κι αν το κάνω θα είναι γιατί έτσι το είδα, με τις δικές μου προσλαμβάνουσες, καθώς και από την ιστορία που επαναλαμβάνεται στον μικρόκοσμό μου. Γεγονός είναι ότι η αδυναμία να απελευθερωθείς από τον εαυτό σου και να ζήσεις διαφορετικά σε οδηγεί σε θλίψη. Μια θλίψη που σ' ακολουθεί και εκτός αίθουσας προβολής. Η Gloria συνέχισε να έχει σαν μέγιστη παρηγοριά τον δικό της κόσμο, που για λίγο τον εγκατέλειψε ελπίζοντας σε μια πραγματικότητα που μπορεί να ήταν και όνειρο.

Μία ταινία, ένα καλό παράδειγμα. Ένα παράδειγμα πως με μία απλή ιστορία, μια από τις τόσες, εδώ δίπλα μας με καθημερινούς και συνηθισμένους ανθρώπους, μπορείς να κάνεις μια σπουδή, να πας λίγο πιο βαθιά απ' αυτό που είσαι, ν' αγγίξεις τη ποιότητα.

Σκηνοθέτης                 Sebastian Lelio
Σενάριο                      Sebastian Lelio &Gonzalo Maza
Φωτογραφία               Benjamin Echazarreta
Διανομή ρόλων            Moira Miller

Ηθοποιοί
Gloria                         Paulina Garcia
Rodolfo                       Sergio Hernandez

15 Ιανουαρίου 2014

The lunchbox - 2013

Μία τρυφερή αισιόδοξη ματιά από έναν Ινδό σκηνοθέτη, τον Ritesh Batra. Στην πολυπληθή Ινδία, αρκετά μακριά από τις δικές μας καθημερινές προσλαμβάνουσες, τόσο μακριά που μερικές λεπτομέρειες αργείς να τις κατανοήσεις, διατροφικές συνήθειες που κάποτε υπήρχαν και τώρα έχουν ξεχασθεί. Όμως παρ όλες τις διαφορές συνηθειών, περιβάλλοντος, διατροφής, μετακινήσεων και διασκέδασης, παραμένουν ίδιες οι ανάγκες του ανθρώπου για επικοινωνία. Παραμένει ίδια η μοναξιά, η κατάθλιψη, η εργασιακή καταπίεση, η ανάσα της φιλίας, η ελπίδα του έρωτα, η ζωντάνια των παιδιών, τα κουρασμένα βλέμματα των εργαζομένων, η ανάγκη να προστατευτείς από τον κοινωνικό περίγυρο, η σπουδαιότητα του «κάνω όνειρα», η επιθυμία φυγής, η δυσκολία να κάνεις εκείνα τα βήματα προκειμένου να μετατρέψεις τα όνειρα σε πραγματικότητα.
Η ταινία δεν προσποιείται μέσα στην λιτότητα της, είναι ανθρώπινη και γι αυτό άκρως γοητευτική.
Ένας άνδρας και μια γυναίκα μέσω γευμάτων, που η μία ετοιμάζει για τον σύζυγο και ο άλλος κατα λάθος λαμβάνει από την εταιρία διανομής στο χώρο εργασίας, αναπτύσσεται μία εικονική σχέση. Εργαλεία, η γεύση και τα σημειώματα στον πάτο του «σεφέρτασι», έτσι λέγανε τα αλουμίνια στρογγυλά δοχεία που το ένα προσαρμοζόταν πάνω στο άλλο εξασφαλίζοντας το γεύμα στον εργαζόμενο και μαθητή που αδυνατούσε να επιστρέψει στο σπίτι για φαγητό. Από ό,τι βρήκα, ας διορθωθεί, η λέξη σεφέρ είναι στα τούρκικα η εκστρατεία, ταξίδι και το τάσι
Στην Ινδία, πρωτοπόρος εταιρία συλλέγει από τα σπίτια ή εστιατόρια τα φαγητά και με την εναλλαγή διαφόρων μέσων μεταφοράς, ποδήλατο, λεωφορείο, τραίνο, παραδίδει το γεύμα στο γραφείο του εργαζόμενου, την σωστή ώρα, στον σωστό άνθρωπο!
Στην εν λόγω ταινία, έγινε το μοιραίο λάθος και βοήθησε δύο ανθρώπους να επανατοποθετηθούν στη ζωή, να σκεφθούν την υπάρχουσα ζωή τους, να ονειρευτούν μία άλλη, που ίσως κατορθώσουν να ζήσουν.
Η ηθοποιΐα και των δύο Irrfan Khan και Nimrat Kaur εξαιρετική, όπως και του Nawazuddin Siddiqui.
Δεν θα ήθελα να μην αναφέρω την ποιότητα των σημειωμάτων. Το κάθε ένα από αυτά ήταν κι ένα απόφθεγμα ζωής.
Συνήθως, όταν ταξιδεύεις έρχεσαι κοντά με τις πραγματικότητες άλλων λαών. Η ταινία από μόνη της ήταν ένα ταξίδι στην σύγχρονη καθημερινή Ινδία, ίσως μόνο σε ένα κομμάτι της. Ήταν το είδος ταινίας που μου αρέσει. Λιτή, τρυφερή, απαλλαγμένη από βαρύγδουπα κλισέ, ανθρώπινη, χαμηλού κόστους, ελπιδοφόρα. Χωρίς «αρρωστημένες» ματιές. Προειδοποιώ τους ετοιμάζοντες τα βέλη ότι κουράστηκε ο θεατής από την βία, την ασχήμια, το αδιέξοδο.
Λίγο ν'ανοίξει ίσως ένα παράθυρο; Ο Batra το έκανε εντός κι εκτός ταινίας.

Σκηνοθεσία                  Ritesh Batra
Σενάριο.                        Ritesh Batra, Rutvik Oza
Φωτογραφία                Μichel Simmonds
Μουσική                       Max Richter

Ηθοποιοί
Irrfan Khan.                   Saajan
Nimrat Kaur                   Ila

Nawazuddin Siddiqui    Shaikh

6 Ιανουαρίου 2014

Hannah Arendt - 2012


Την ταινία Hannah Arendt την είδα όπως συνηθίζουμε να λέμε πριν 'τις γιορτές'. Άφησα χρόνο για να σκεφτώ και να διαβάσω. Πάντα γι αυτά που με εντυπωσιάζουν, εκνευρίζουν, απογοητεύουν, θέλω χρόνο για να επιβεβαιώσω ότι δεν έκανα λάθος εκτίμηση.

Η ταινία έχει τέσσερα τουλάχιστον στοιχεία που είναι τα διαπιστευτήριά της για να την χαρακτηρίσεις καλή. Πρώτον, την παρακολουθείς απνευστί, χωρίς δυσανασχετήσεις, διακοπές, με αμείωτο ενδιαφέρον. Δεύτερον, έχει εξαιρετική ερμηνεία από την Barbara Sukowa στον πρωταγωνιστικό ρόλο, ως Hannah. Τρίτον, χρησιμοποιεί υλικό απο την βιντεοσκόπηση της πολύκροτης δίκης για την απόδοση της αντικειμενικότητας και την μη αμφισβήτηση του χαρακτήρος του Adolf Eichmann. Τέταρτον και σημαντικότερον, πέτυχε να δώσει έναυσμα προβληματισμού, αναζήτησης πληροφοριών, ανάγνωσης για την ίδια την Hannah Arendt, την εποχή και τον αντισημιτισμό.

Ο κεντρικός αφηγηματικός άξονας της ταινίας δεν είναι η δίκη του Eichmann αλλά το μέσο για την σκιαγράφηση της προσωπικότητας της Hannah. Απόδειξη γι αυτό; Με αφορμή την προβολή της ταινίας της, τα περισσότερα έντυπα ή ηλεκτρονικά μέσα, παρουσίασαν την προσωπικότητα και το έργο της αντί για κριτική της ταινίας. Από αυτή την άποψη η σκηνοθέτης και ο παραγωγός θα πρέπει να νιώθουν επιτυχημένοι. Βέβαια, μόνο ματιές ρίχνουμε στην προσωπικότητα αυτής της γυναίκας, της Hannah Arendt.

Η Arendt είναι περισσότερο γνωστή σήμερα για τη συμβολή της στην πολιτική επιστήμη και την μελέτη των ολοκληρωτικών καθεστώτων, με έργα της όπως 'The Origins of Totalitarianism' (1951) και 'The Human Condition' (1958). Διατύπωσε την κλασική πλέον θέση της σχετικά με την «κοινοτοπία του κακού» στο έργο της 'Eichmann in Jerusalem: A Report on the Banality of Evil' (1963), με αφορμή την κάλυψη από την Ιερουσαλήμ της δίκης του πρώην ναζί Adolf Eichmann για το γνωστό περιοδικό The New Yorker.

Η Hannah Arendt τόλμησε και είπε ότι πίσω από την αποτρόπαια γενοκτονία δεν κρυβόταν τόσο μία σταθερή ιδεολογική άποψη, παρά ένας άβουλος, απροβλημάτιστος πειθαρχημένος μηχανισμός. Εκφραστής του άνθρωποι σαν τον δικαζόμενο. Όπως έγραψε, περίμενε «ένα θηρίο, βίαιο, αιμοσταγές, και είδε ένα ανθρωπάκι.»

Κατονόμασε επίσης ευθύνες στη ιερατική ηγεσία της Εβραϊκής κοινότητας, όπως εξάλλου αναφέρθηκε και από μάρτυρες. Όπως ήταν αναμενόμενο, ξεσήκωσε θύελλα αντιδράσεων και κατηγοριών. Νωπές οι μνήμες από τα βασανιστήρια, τις εκτελέσεις, τις απώλειες, τις φρικιαστικές εικόνες, δεν ήταν έτοιμη η κοινωνία να δεχτεί την φιλοσοφική της άποψη. Η ανάγκη για απονομή δικαιοσύνης και τιμωρία του κακού ήταν επιτακτική και το μόνο ζητούμενο.

Μέσω διαλόγων και σχολίων από τον άμεσο περίγυρό της αποκτούμε μερική ομολογουμένως και περιορισμένη εικόνα της επικρατούσας πολιτικής, ακαδημαϊκής ζωής, σε Αμερική και Ισραήλ. Αναγνώσεις επιστολών του κοινού, μετά την δημοσίευση των άρθρων στο The New Yorker για την δίκη, η αποστροφή του φίλου της από αυτήν, εκδηλώνοντας την διαφωνία του για την στάση της στο νεκροκρέβατό του, υπογραμμίζουν για τον θεατή το μέγεθος της αντίδρασης στον σχολιασμό και την άποψή της. Η Ισραηλινή κυβέρνηση την απειλεί, η ακαδημαϊκή κοινότητα την απορρίπτει, οι φίλοι της απομακρύνονται και χιλιάδες αναγνώστες την καταγγέλλουν, την καταριούνται και την βρίζουν. Παραμένουν δίπλα της ελάχιστοι, όπως ο σύζυγός της Heinrich Blücher, η φίλη της συγγραφέας Mary McCarthy και κάποιοι φοιτητές. Μάταια η Arendt τονίζει ότι «το να προσπαθείς να κατανοήσεις δεν σημαίνει ότι συγχωρείς». Κάποια στιγμή, όταν νιώθει ότι σχεδόν όλοι την έχουν εγκαταλείψει, ξεσπάει σε λυγμούς.

Ποιο ήταν τελικά το λάθος της; Απλά, εξέφρασε την άποψη της, σχολίασε την δίκη με τον δικό της τρόπο. Είπε διαφορετική άποψη από την επικρατούσα, από αυτήν που ήθελαν να ακούσουν οι πολλοί. Τόλμησε!

Είπε ότι ένας άνθρωπος που δεν είχε την ικανότητα να σκεφθεί ήταν η πηγή του κακού. Ένας άνθρωπος που ενεργεί άκριτα, υπακούοντας πειθήνια τους ανωτέρους του, οδηγείται σε αποτρόπαιες πράξεις, και στην περίπτωση του Eichmann, σε φρικιαστικά  εγκλήματα. Όπως ήδη είχε η ίδια επισημάνει το 1945: «Το πρόβλημα του κακού θα αποτελέσει το θεμελιώδες ζήτημα της μεταπολεμικής ζωής στην Ευρώπη.»

Αυτή την σχέση ανάμεσα στην κοινοτοπία, το κακό και το έγκλημα κατέθεσε στην έκθεση της για την δίκη και σ'αυτήν βασίσθηκε η ταινία. Η ταινία δεν είναι ντοκιμαντέρ. Το μόνο που έκανε είναι να δείξει τον δυναμισμό και την ισχυρή προσωπικότητα της Hannah Arendt.

Θα συμφωνήσω ότι η σκηνοθέτις σκιαγραφεί με απόσταση. Αφήνει όπως ανέφερα τον θεατή να μελετήσει το θέμα μετά ο ίδιος. Το αν έτσι το έκανε, επειδή αυτός είναι ο ρόλος της τέχνης, ή αν αυτές ήταν οι δυνατότητες της, ή από κάποια σκοπιμότητα, αυτό αφορά και το πως εμείς ως θεατές τοποθετούμεθα επί του έργου και λόγου της Margarethe von Trotta.

Η ταινία κρίθηκε ως αδύναμη να χειρισθεί την πολυπλοκότητα του θέματος και ότι η Hannah Arendt άξιζε μεγαλύτερης προσοχής. Όμως θα επιμείνω στην άποψη μου ότι η τέχνη είναι ‘για να σου ανοίξει την όρεξη κι όχι να σου καλύψει την πείνα’. Εξάλλου, η ίδια η Arendt είπε, ότι αν ξεκινήσεις από την ερώτηση «ποια είμαι εγώ που θα κρίνω, έχεις ήδη χάσει». Καταθέτει άποψη και μάλιστα προκαλεί μ’ αυτήν. Όταν είπε ότι «αν οι Εβραίοι δεν είχαν αρχηγούς και ήταν ανοργάνωτοι, θα γινόταν χάος, αλλά έτσι είναι ζήτημα αν είχαμε τελικά νεκρούς να κυμαίνονται ανάμεσα σε 4,5 με 6 εκατομμύρια» προκάλεσε κυριολεκτικά θύελλα ακόμη κι αν το γεγονός αυτό μαρτυρήθηκε μέσα στην αίθουσα του ακροατηρίου της δίκης. Πολλοί θα ήθελαν κάτι τέτοιο να ξεχασθεί τελέιως ή ούτε καν ν' αναφερθεί. Αυτή όμως το είπε και το τόνισε. Ανέλαβε την ευθύνη των λεγομένων της.

Αυτή την Hannah, την επίμονη, την δυναμική, την πολυγραφότατη, την αδιαπραγμάτευτη, την πανέξυπνη, την θαρραλέα, την μαχητική παρουσίασε η Margarethe von Trotta. Για τους ανικανοποίητους υπάρχει επίσης το ντοκιμαντέρ που δημιούργησε από το υλικό της βιντεοσκόπησης της δίκης μετά απο 40 περίπου χρόνια ο γνωστός Εβραίος σκηνοθέτης ντοκιμαντερίστας Eyal Sivan (The Specialist: the Portrait of a Modern Ccriminal - 1999).

Θελημένα δεν αναφέρθηκα στην σχέση της με τον καθηγητή της, φιλόσοφο Martin Heidegger, γιατί θεωρώ ότι η ίδια ήταν μία εξέχουσα πολιτική θεωρητικός, όπως θέλει να λέγεται, και όχι φιλόσοφος, που δεν χρειάζεται καν τα δεκανίκια που δίνει μια σχέση με έναν μεγάλο αλλά αμφιλεγόμενο φιλόσοφο, ο οποίος επιπλέον ακούστηκε ότι υποστήριξε το Χιτλερικό καθεστώς.

Θα ήθελα να την ξαναδώ μετά από όσα εν τω μεταξύ ανακάλυψα.

Σκηνοθέτης                         Margarethe von Trotta
Σενάριο.                             Pam Katz, Margarethe von Trotta
Διανομή ρόλων                    Bettina Böhler
Mουσική                             André Megenthaler
Διευθυνση φωτογραφίας       Caroline Champetier

Ηθοποιοί
Hannah Arendt.                    Barbara Sukowa
Mary McCarthy                     Janet McTeer
Heinrich Blücher                   Axel Milberg